Ευχές ... και ευχολόγια!

Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης
Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης

"Προσοχή, όμως, στα κάθε λογής «ευχολόγια» και προπάντων στα «ευχολόγια» των πολιτικών"

Του Γιάννη Τσερεβελάκη

Τις μέρες αυτές των εορτών όλοι συνηθίζουμε να στέλνουμε και να δεχόμαστε ευχές. Πρόκειται για έθιμο πανάρχαιο, συνδεόμενο με τη μαγική δύναμη που ο λαός πιστεύει ότι έχουν οι λέξεις. Για το λαϊκό άνθρωπο, δηλαδή, οι λέξεις δεν είναι μόνο το μέσον επικοινωνίας και συνεννόησης, αλλά έχουν και μαγική δύναμη είτε να προς το καλό είτε προς το κακό. Για να προξενήσουν το καλό, οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τις ευχές, ενώ για να προξενήσουν το κακό, ξεστομίζουν τις κατάρες. Οι ευχές σχετίζονται και με την ευετηρία, δηλαδή με την «καλή χρονιά», η οποία στους γεωργικούς πληθυσμούς είχε σχέση με την καλή σοδειά. Στις ευχές, επίσης, συχνή είναι η επίκληση του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων, οι οποίοι, σύμφωνα με την πίστη του λαού μας, παρέχουν κάθε καλό στους ανθρώπους.

Η λ. «ευχή» στους αρχαίους Έλληνες είχε διάφορες σημασίες: 1. προσευχή, τάξιμο 2. απλή επιθυμία 3. πλάσμα της φαντασίας, αντίθετο προς την πραγματικότητα(π.χ. η φράση «κατά παίδων ευχήν» σήμαινε κατά την επιθυμία των παιδιών, η δε φράση «άξια ευχής» σήμαινε πράγματα επιθυμητά αλλά όχι πραγματοποιήσιμα). Στα Νέα Ελληνικά η λ. σημαίνει την έκφραση της ελπίδας ή της επιθυμίας κάποιου για την ευόδωση μιας ενέργειας ή για την ευνοϊκή εξέλιξη των πραγμάτων. Σημαίνει ακόμη την ευλογία από σεβάσμια πρόσωπα: ιερέα, παππού, γιαγιά, γονείς (δες Λεξικό Νέας Ελληνικής του Γ. Μπαμπινιώτη).

Όλες αυτές οι σημασίες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η λ. ευχή αναφέρεται στο μέλλον και εκφράζει κάτι το επιθυμητό, μια προσδοκία (οι αρχαίοι ’Έλληνες είχαν ειδική έγκλιση, την Ευκτική, προκειμένου να εκφράσουν την ευχή). Επομένως, οι ευχές μας είναι πάντοτε μετέωρες και γι’ αυτό δεν είμαστε ποτέ σίγουροι ότι θα πραγματοποιηθούν. Απλώς ελπίζουμε και περιμένουμε. Ειδικά σήμερα, που στη συνείδηση του σύγχρονου ανθρώπου οι λέξεις τείνουν να χάσουν τη μαγική τους σημασία και δύναμη, οι ευχές μάλλον λέγονται, απλώς για να λέγονται, έχουν παραμείνει δηλαδή ως ένα ωραίο «απολίθωμα» του παρελθόντος. Για τον Νεοέλληνα παλαιοτέρων εποχών, που πίστευε στη μαγική δύναμη της λέξης, τόσο η ευχή όσο και η κατάρα έκρυβαν μέσα τους μια δύναμη τεράστια, ευεργετική ή βλαπτική για τον άνθρωπο. Γι’ αυτό και χρησιμοποιούσαν ένα πλήθος τόσο από ευχές όσο και από κατάρες, ενώ σήμερα έχουν μείνει οι ευχές, ενώ οι κατάρες σχεδόν έχουν εξαφανιστεί από το λεξιλόγιό μας.

Ωστόσο, είδαμε ότι η λ. ευχή στους αρχαίους είχε και τη σημασία της προσευχής. Μ’ αυτή τη σημασία τη χρησιμοποιεί και η Εκκλησία μας, δηλαδή με τη σημασία της δέησης, του αιτήματος προς το Θεό ή τους αγίους, είτε για να βοηθήσουν έναν άνθρωπο που βρίσκεται σε δύσκολη θέση είτε για την τέλεση ενός μυστηρίου είτε για την έναρξη ενός έργου είτε για την πνευματική πρόοδο του πιστού. Επομένως, η Εκκλησία δεν εύχεται, αλλά προσεύχεται κι εδώ έγκειται η μεγάλη διαφορά από την απλή ευχή. Ενώ δηλαδή οι ευχές που δίνουμε προέρχονται από την καλή μας πρόθεση και σχετίζονται με τη μαγική δύναμη των λέξεων, στην οποία αναφερθήκαμε, οι ευχές της Εκκλησίας έχουν την αναφορά τους στην υπερβατική πραγματικότητα του Θεού ή των αγίων, οπότε για τον πιστό λαμβάνουν μια άλλη διάσταση: παύουν δηλαδή να ανάγονται στο χώρο του επιθυμητού και αντιμετωπίζονται με τη βεβαιότητα του πραγματικού.

Οι ευχές (προσευχές) της Εκκλησίας περιλαμβάνονται σε ειδικό εκκλησιαστικό βιβλίο, το Ευχολόγιο. «Ευχολόγια», όμως, λέμε σήμερα και τα λόγια που εκφράζουν περισσότερο ευχές και ελπίδες για θετική εξέλιξη των πραγμάτων παρά βάσιμες εκτιμήσεις για την πραγματικότητα (η λέξη, δηλαδή, επιστρέφει στη σημασία που είδαμε ότι της έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες). Συνήθως η λέξη «ευχολόγια» αφορά τους πολιτικούς, που υπόσχονται και γεννούν ελπίδες και προσδοκίες στο λαό, χωρίς όσα λένε να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Αποτελεί ένα είδος τακτικής των πολιτικών για να αποκοιμίζουν το λαό, γεννώντας ελπίδες, που αποδεικνύονται φρούδες, και προσδοκίες ανεκπλήρωτες. Κυρίως τα «ευχολόγια» χρησιμοποιούνται από τους λαϊκιστές πολιτικούς, με σκοπό να κινητοποιήσουν την κοινωνία, ώστε να επιλέξει το κόμμα που εκπροσωπούν. Πρόκειται για «αναισθητικά» της λαϊκής θέλησης, υπερβολές ή ψεύδη που εξάπτουν τις λαϊκές προσδοκίες με ένα τρόπο που αφήνει πάντα για το άδηλο μέλλον την πραγματοποίηση των υποσχέσεων, χωρίς όμως και να αρνείται ποτέ ότι δεν είναι πραγματοποιήσιμες. Έτσι, ο λαός ζει αναμένοντας τον επί γης παράδεισο. Γιατί οι πολιτικοί λαϊκιστές υπάρχουν και επιβάλλονται με δυο τρόπους: με τη δημιουργία εχθρών και με την υπόσχεση επίγειων παραδείσων.

Ευχές, λοιπόν. Πολλές και ωραίες ευχές. Ευχές, όμως, που να είναι αληθινές και όχι τυπικές. Ευχές αληθινής αγάπης, ευχές που βγαίνουν από την καρδιά μας. Ευχές που γίνονται προσευχές. Προσοχή, όμως, στα κάθε λογής «ευχολόγια» και προπάντων στα «ευχολόγια» των πολιτικών. Η πολιτική των «ευχολογίων» πρέπει να σταματήσει. Οι πολίτες θέλουν την αλήθεια, θέλουν την πράξη, θέλουν το εφικτό. Η υπόσχεση των μελλοντικών επίγειων παραδείσων, σαν κι αυτούς που υποσχέθηκαν οι διάφοροι -ισμοί του 20ού αιώνα, πρέπει να δώσει τη θέση της στον ρεαλισμό και στην αλήθεια. Εμείς ας ευχηθούμε στους πολιτικούς να το καταλάβουν και να το ενστερνιστούν. Η ευχή μας, λοιπόν, για το 2020 ας είναι: «Χρόνια πολλά, με αλήθεια». Γιατί μόνο η αλήθεια ελευθερώνει. Κι όποιος είναι ελεύθερος είναι και ευτυχισμένος.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ