ΑΠΟΨΕΙΣ

Ό,τι πιο συγκλονιστικό, ό,τι πιο συγκινητικό…

Ήταν στιγμές που είδα πάνω στη ματαιότητα της απώλειας, το μεγαλείο της ψυχής ενός μικρού ζώου

0954409504

Του Στέλιου Βισκαδουράκη

 Μέρες προετοιμαζόμουν να πάω ξανά στον τάφο της μάνας μου. Δεν είναι εύκολο, όσο και να κατανοείς το τέλος. Με συνόδευε ο παιδικός φίλος μου γιατί η αναπηρική καρέκλα δεν ανεβαίνει εύκολα τις ανηφόρες του καινούργιου κοιμητηρίου. Όταν βρίσκεσαι μπροστά στο μνήμα δειλιάζεις, δένεις την ψυχή σου με χοντρά σχοινιά, και τις γωνίες της με ατσαλόσυρμα για να αντέξει τα τραντάγματα και τους σεισμούς της μνήμης. Μάζεψα τις δυνάμεις μου και στάθηκα μπροστά στο άσπρο μάρμαρο και τις κοινές στιγμές μας για να τις χρωματίσω και να τις ζωντανέψω, με την ελπίδα να ξαναβρεθώ για λίγο κοντά της. Γύρεψα τα χρόνια, τις μέρες, τις ώρες, τα μεγάλα μελιά μάτια της και εκείνο το χαμόγελο, το γεμάτο κατανόηση στις δύσκολες ή ατίθασες στιγμές μου. 

Καθόμουν ακίνητος, μεταξύ του ουρανού και της γης, του κάτι και του τίποτα, της πεθαμένης ύλης και του ζωντανού άυλου, να κοιτώ μια φωτογραφία από μια μέρα του παρελθόντος όπου μάλιστα ήμουν παρών. Ζωντάνεψε η περασμένη στιγμή, ξαναπλάστηκε εκείνη η ώρα, μα η ακινησία της φωτογραφίας, μου διέψευσε κάθε ελπίδα να ζωντανέψει πάλι το χαμόγελο στο πρόσωπό της μάνας.     

Είχε περάσει η ώρα, ο φίλος μου είχε πάει πιο πέρα για να καπνίσει ένα τσιγάρο, κι εγώ ήμουν βυθισμένος στις σκέψεις μου απέναντι σε έναν τάφο που σκέπαζε ένα από τα πιο σημαντικά πρόσωπα της ζωής μου. Το περίεργο ήταν ότι από εμένα δεν υπήρχε ούτε ένα δάκρυ, ούτε ένας σιωπηλός λυγμός εκείνη τη στιγμή. Σκέφτηκα ότι ίσως ήταν μια άμυνα απέναντι στο κενό της απώλειας. 

Το φθινόπωρο είχε βαρύνει και η δροσιά της φύσης έμοιαζε με την παγωμάρα του μαρμάρου και του χειμώνα. Μου σκάμπαζα ψυχρός, σχεδόν αδιάφορος. Φοβήθηκα, θύμωσα. Για μια στιγμή τα ‘χασα με τον ίδιο μου τον εαυτό, «μ’ αρέσει που είσαι κι ευαίσθητος…», με ειρωνεύτηκα. Οι σχέσεις με τη μάνα μου ήταν συναισθηματικά άψογες, ούτε το παρελθόν, ούτε και οι συνθήκες επέτρεπαν τέτοια στάση. Είχε αλλάξει κάτι μέσα μου; Βούτηξα πιο πολύ στις μνήμες και στα λόγια της κι έφτασα  ν’ αρπαχτώ από μερικές φράσεις της, που με συγκίνησαν ή με σημάδεψαν.

Όταν ήμουν παιδί:

-Μην κάνεις αυτό που δεν θέλεις να σου κάνουνε.

-Μαμά, τι είναι αυτό (πάνω απ' το σπίτι μας;). 

-Ένα φρούριο, το Μαρτινέγκο. Μέσα του κρύβει έναν σπουδαίο πεθαμένο...

-Τι είναι αυτός; 

- Ξέρεις τι θα πει συγγραφέας;

-Τι θα πει; 

-Αυτός που γράφει  για εκείνο που φαίνεται και για εκείνο που δεν φαίνεται, αυτό ήταν εκείνος... 

-Τι έγραφε; 

-Να αγαπάς την ευθύνη, να μην φοβάσαι, να παλεύεις. 

Όταν ήμουν έφηβος:

(Για τον Εμφύλιο που έζησε στην Ήπειρο):

-Μάνα, πώς δεν σε σκότωσαν;

-Παιδί ήμουν, ποιον και τι να πείραζα; Τη μια μέρα έμπαινε ο Ζέρβας στο χωριό και την άλλη ο Βελουχιώτης.

Όταν μου είπε να πάμε να δούμε τι κάνει η δεύτερη γυναίκα του πατέρα μου. 

-Μάνα, είμαστε καλά; Αυτή η γυναίκα είναι η αιτία που χώρισες με τον πατέρα μου, την οποία στο τέλος παντρεύτηκε κι εσύ θες να πας να τη δεις; Με κοίταξε και μου απάντησε: Παιδί μου, αυτή η γυναίκα, τώρα που πέθανε ο πατέρας σου, ζει μόνη της, είναι μόνη της. Μην ξεχνάς ότι ο πατέρας σου ήταν ένας δύσκολος άνθρωπος. Αυτή τελικά πήρε το μεγάλο κύμα κι όχι εγώ. Δεν έχω τίποτα μαζί της γι’ αυτό κι όταν ζούσε ο πατέρας σου κι εκείνη αρρώστησε, της έστελνα φαγητό στο νοσοκομείο, το ίδιο κι αυτή με μένα, σε παρακαλώ, πήγαινέ με να τη δω. Όπως το είπε, έγινε. Πήγαμε.

Δεν της είχα πει ότι αρρώστησα. Εργαζόμουν ακόμα. Άρχισε να φαίνεται:

-Μάνα άκου, αυτό κι αυτό συμβαίνει…

-Παιδί μου… 

Σχεδόν στα 84 της, μ’ αγκάλιασε, μ' έσφιξε και με φίλησε σαν μωρό. Πήγε να λυγίσει, ένιωσα τα πόδια της. Κρατήθηκε πάνω μου, στάθηκε. Μ’ έσφιξε όσο πιο πολύ μπόρεσε.

-Αυτό με σκοτώνει… Πονάς;

-Όχι μάνα… μιλώ, δουλεύω, γράφω βιβλία… Όλα καλά…

-Δόξα τω Θεώ!!! Τώρα, θα μείνω όσο μπορώ δίπλα σας… Όσο αντέξω ακόμα….».

Αγαπούσε πολύ τις γάτες, είχε τρεις στο σπίτι της και πέντε-έξι στην αυλή, που ερχόταν όταν πεινούσαν. 

-Είναι εφτάψυχες, μου έλεγε, έχουν εφτά ψυχές σε ένα σώμα. Τα σκυλιά είναι σαν εμάς, λες και ζει ένας άνθρωπος μέσα τους. Να τ’ αγαπάς όλα, ένα παίρνουν και δέκα σου δίνουν». 

Ωστόσο, όσο η μνήμη μου ανασκάλευε αυτά, κάτι, λες κι εκείνη τη στιγμή δεν πήγαινε στις σκέψεις μου, κάτι έλειπε. Αυτά τα λόγια  της μάνας μου ήταν διδασκαλία ζωής κι αγάπης. Εγώ, γιατί εκείνη την ώρα στεκόμουν σχεδόν ψυχρός και ψύχραιμος μπροστά στο βεβαιωμένο τέλος της; Κάτι συνέβαινε… 

Αναρωτήθηκα με έκπληξη κι απορία.

Ξαφνικά, στη σιωπή του χώρου, μια σκέψη σαν λάμψη μου πέρασε απ’ το νου. Η διδασκαλία του «τέλους», σκέφτηκα. Τα τελευταία χρόνια, στις συναντήσεις μας, εκείνη έφερνε κοντά το τέλος της και μου έκανε οικία την εκδοχή  του θανάτου της, και αυτό κατάλαβα ότι το έκανε για να με προετοιμάσει κι ότι απλά ήταν κάτι φυσικό και επόμενο.

-Παιδί μου, έλεγε, είμαι γριά πια, πρέπει να ησυχάσω, να πεθάνω, εσείς μη στεναχωρηθείτε, έτσι γίνεται πάντα. Το καλό είναι τα παιδιά να θάβουν τους γονείς τους είναι από Θεού κι αυτό. Είναι τύχη και για τους γονείς και για τα παιδιά, να το θυμάσαι.

Με τον φίλο μου ξεκινήσαμε να φύγουμε. Ξαφνικά, σε απόσταση, ακούσαμε τη φωνή ενός μικρού σκυλιού που ούρλιαζε. Γυρίσαμε αριστερά. Πάνω σ΄ έναν τάφο ήταν ένα μικρό σκυλί, μονάχο του, που έκλαιγε, φώναζε, ούρλιαζε μπροστά σε μια φωτογραφία αποθανόντος. Αυτό ήταν κάτι συγκλονιστικό.

Ήταν στιγμές που είδα πάνω στη ματαιότητα της απώλειας, το μεγαλείο της ψυχής ενός μικρού ζώου, που κάποιοι θεωρούν τις περισσότερες φορές ασήμαντο. Μιας οντότητας που σίγουρα δεν μπορεί να κατανοήσει και να δεχτεί τη διδασκαλία του τέλους για κάποιον που αγαπάει. Μιας οντότητας, που το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να εκφράσει το συναίσθημά της με τον μόνο τρόπο που μπορεί, κι αυτός σίγουρα είναι πέρα για πέρα  αληθινός.  

Σκέφτηκα τη φράση της μάνας μου «τα σκυλιά είναι σαν εμάς, λες και ζει ένας άνθρωπος μέσα τους». Ένιωσα ότι χρειάζεται ένα χάδι, δεν μπόρεσα όμως να πλησιάσω. Ομολογώ ότι ως άνθρωπος δεν μου αρέσουν οι μεγαλοστομίες και οι φαμφάρες, ούτε φοβάμαι να αναλάβω ευθύνες, και ως φύση και αρχή μου δεν υποχωρώ. Εκείνη τη στιγμή όμως δείλιασα, υποχώρησα, γιατί ήξερα ότι η κατάσταση και η πάθησή μου δεν θα επέτρεπαν να κάνω πολλά πράγματα... Ας με συγχωρέσει η μάνα μου κι ο Θεός. 

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση