ΑΠΟΨΕΙΣ

Ο Γούμενος ο Τουρκοφάς

Ο θαυμασμός, η εκτίμηση και αναγνώριση, του Ν. Καζαντζάκη, για τους ιερωμένους αγωνιστές της ελευθερίας στην τουρκοκρατία.

Ο Γούμενος ο Τουρκοφάς

      Ο θαυμασμός, η εκτίμηση και αναγνώριση, του Ν. Καζαντζάκη, για τους ιερωμένους αγωνιστές της ελευθερίας στην τουρκοκρατία, ήταν απεριόριστος και οι λογοτεχνικές περιγραφές του συγκλονιστικές. Αναφέρει:

 «Ο χριστός  νικάει. Ο Χριστός νικάει φώναζε ο γούμενος. Είχε  ξεχάσει πως ήταν γέρος και έτρεχε μέσα στα κατσάβραχα, καβαλίκευε  τα σκοίνα και τις πικροδάφνες, πηδούσε τις  λακκούβες,  σταματούσε μιαν αστραπή, σημάδευε, έριχνε  και ξαναχιμούσε στο κυνήγι. Η  μυρωδιά του μπαρουτιού τον είχε μεθύσει»

     «Βούιξε το Μεγάλο Κάστρο «Ηράκλειο) μαθαίνοντας την καινούργια αντραγαθιά του γούμενου του τουρκοφά, που πολλές χανούμισες άφησε χήρες και τουρκόπουλα ορφανά. Τα μάγουλα του, το κούτελο του, τα ροζωμένα μπράτσα του, ο λαιμός του, ό,τι από το κορμί του φαίνουνταν, ήταν πετσοκομμένα από σπαθιές, κατατρυπημένα από μπάλες» Κ.Μ., σ. 342.

    Συλλαμβάνεται. «Οι Νιζάμηδες βουκέντριζαν με τα σουγιά τους και πιλαλούσαν κατά το Μεγαλόκαστρο το γούμενο του Αφέντη Χριστού. Είχαν κάμει ένα κορδόνι γύρα του  για να μην τον σκοτώσουν οι ντόπιοι τουρκαλάδες που λυσσούσαν να βγάλουν το άχτι τους, μα οι Νιζάμηδες  είχαν παραγγελιά  να τον πάνε στον πασά  ζωντανό. Με τρουμπέτες και νταούλια οδηγείται στα λιοντάρια (κρήνη Μοροζίνη) του μεγάλου κάστρου, όπου βρισκόταν  το Σεράι (διοικητήριο) του Πασά. Καταχαρούμενος ο Πασάς είχε προβάλλει στο μπαλκόνι να τους καλωσορίσει, για το πολύτιμο λάφυρο που τόσο ποθούσε να αποκτήσει. Του πήγαν τον γούμενο και τον έστησαν μπροστά του.

« - Σκύψε μωρέ γκιαουρόπαπα, προσκύνησε, φώναξε ο Πασάς, βλέποντας πως ο γούμενος στέκονταν μπροστά του αλύγιστος και τον κοίταζε. Οι πληγιές του παλιές και καινούργιες είχαν πάλι ανοίξει και έσταζαν τα αίματα μαύρα πηχτά από τα γένια του μα το μάτι του έμενε αθόλωτο. Κοίταξε τον Πασά και τους τουρκαλάδες γύρα του που γιουχάιζαν…Ένιωθε μιαν παράξενη αλαφράδα, οι πλάτες του μερμήδιαζαν, σαν να πετούσαν φτερά κι ακρογυζιάζουνταν ο γέροντας να πάρει φόρα, να φύγει.

-Δε φοβάσαι; Ξαναφώναξε ο πασάς, γιατί λάμπει το πρόσωπό σου; Πού θαρρείς πως  βρίσκεσαι;

-Στον παράδεισο, αποκρίθηκε ο γούμενος.

Ο πασάς φρένιασε, δεν ήταν πρώτη φορά που σκόνταφτε απάνω στους βράχους ετούτους στους Κρητικούς, που δεν μπορούσε να τους χαράξει το μαχαίρι.

-Δε βρίσκεσαι στο παράδεισο διαολοκαλόγερε , ούρλιαξε, βρίσκεσαι κάτω από τον πλάτανο!

- Το ίδιο κάνει, είπε ο γούμενος.

-Στον πλάτανο, τον γκιαούρη πρόσταξε ο πασάς και μαργελώθηκε το στόμα του με αφρούς…Έφεραν ένα σκαμνί, έβαλαν τον γούμενο να καθίσει και φώναξαν ένα τούρκο μπαρπέρη…

-Εσύ σαι καλό παλικάρι , είπε, θα σε ξουρίσω χωρίς σαπουνάδα. Ο γούμενος δάγκασε τα χείλια του να μη φωνάξει από τον πόνο, κι οι Τούρκοι γύρα σκούσαν στα γέλια.

 Αποξούρισε το γούμενο και φάνηκαν κι άλλες σπαθιές που χαν πετσοκόψει το γέρο αγωνιστή. Έπιασε ο τούρκος το ψαλίδι, έκοψε σύριζα τα μαλλιά, απόμεινε το κεφάλι γουλί.

- Μωρέ γκιαουρόπαπα, του φώναξε ο πασάς, σαπουνίστηκε το σκοινί, ο αράπης στέκεσαι από πάνω σου, τούρκεψε να γλιτώσεις τη ζωή σου. Ο γούμενος σηκώθηκε από το σκαμνί, με καταξούριστο το κεφάλι, αγνώριστος. Άρπαξε από τα χέρια του Αράπη το σκοινί έκαμε θελιά, την πέρασε στο λαιμό του.

-Δεν αποκρίνεσαι; Μούγκρισε ο πασάς κι ανατινάχτηκε απάνω.

-Αποκρίθηκα, είπε ο γούμενος και του δειξε τη θελιά στο λαιμό του-Ανάθεμά σας! Φώναξε ο πασάς μπλαβίζοντας από το κακό του, ανάθεμά σας όλους τους Κρητικούς, κρέμασέ τον!

Πήδηξε μοναχός του απάνω στο σκαμνί, πέρασε ο αράπης το σκοινί από το χοντρό μπράτσο του Πλατάνου.

  Έκαμε ο γούμενος το σταυρό του, κοίταξε γύρα του είδε να διανεύουν στον αέρα παμπάλαιοι παππούδες γέροι αγωνιστές  πεθαμένοι, κι όλοι φορούσαν στο κεφάλι σαν το Χριστό αγκάθινα στεφάνια κι άνοιγαν τις αγκάλες και τον καλωσόριζαν. Έσυρε χαρούμενη φωνή ο γούμενος: Έρχουμαι, έδωκε μια κλοτσιά στο σκαμνί και κρεμάστηκε ανάερα.»Κ.Μ.376.

 Έτσι άλλος ένας ιερωμένος μαζί με τους 10 Πατριάρχες, 100 Μητροπολίτες και 9.000 απλούς ιερωμένους και μοναχούς που σκοτώθηκαν στις επαναστάσεις  την τουρκοκρατία, θυσιάστηκε για την ελευθερία.

     Ο Καζαντζάκης συμφωνεί με όλα αυτά, με τον άλλο εκείνον μεγάλο του 1821 Στρατηγό Μακρυγιάννη που όμοια γράφει: «Καί εἶπαν λόγια ἄπρεπα διά τούς παπάδες…. Καί βρίζουν οἱ πουλημένοι εἰς τούς ξένους καί τούς παπάδες μας. Τούς ζυγίζουν ἀναντρους καί ἀπόλεμους. Ἐμεῖς τούς παπάδες τούς εἴχαμε μαζί εἰς κάθε μετερίζι, εἰς κάθε πόνον καί δυστυχίαν. Ὄχι μόνον διά νά βλογᾶνε τά ὄπλα τά ἱερά, ἀλλά καί αὐτοί μέ ντουφέκι καί γιαταγάνι, πολεμώντας σάν λιοντάρια. Ντροπή Ἕλληνες"!»

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση