ΑΠΟΨΕΙΣ

Άνευ νοήματος και βέβηλο αυτό που συνέβη στην Εθνική Πινακοθήκη

«Ίσως φαίνεται παράξενο στον σημερινό άνθρωπο το γεγονός ότι εξαιτίας των εικόνων έγινε μια τέτοια εμφύλια διαμάχη μεταξύ των εικονομάχων και των εικονοφίλων»

Εθνική Πινακοθήκη
Photo Credits: @INTIME

Του Γιάννη Γ. Τσερεβελάκη

Την πρώτη Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστής  (Κυριακή της Ορθοδοξίας) η Εκκλησία  μας εόρτασε την αναστήλωση των ιερών εικόνων, ένα γεγονός που ακολούθησε ύστερα από την περίφημη εικονομαχία, η οποία τάραξε και ταλαιπώρησε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία για εκατό περίπου χρόνια. Από τη μια το κράτος θέλησε να επιβάλει τότε με νόμο και δια της βίας την καταστροφή των εικόνων, περιφρονώντας την εκκλησιαστική και λαϊκή παράδοση, και από την άλλη οι εικονόφιλοι (όχι εικονολάτρες, αφού οι εικόνες δεν λατρεύονται) έμεναν σταθεροί στην πίστη και τη λατρευτική παράδοση της Εκκλησίας. Ίσως φαίνεται παράξενο στον σημερινό άνθρωπο το γεγονός ότι εξαιτίας των εικόνων έγινε μια τέτοια εμφύλια διαμάχη μεταξύ των εικονομάχων και των εικονοφίλων. Δεν ήταν όμως τόσο απλά τα πράγματα, τουλάχιστον εδώ, στον χώρο που επηρεαζόταν από τον ελληνορωμαϊκό-βυζαντινό πολιτισμό, ένα πολιτισμό όπου η εικόνα ήταν πάντα ουσιαστικό του στοιχείο. Γι’  αυτό και δεν μπορούσε ο κόσμος αυτός να δεχτεί τις ανατολίτικες ανεικονικές και μονοφυσιτικές αντιλήψεις των εικονομάχων, που ήταν εντελώς αντίθετες με τη διδασκαλία των Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων. Τελικά, οι εικόνες νίκησαν, αναστηλώθηκαν από την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο και οι θεολόγοι της εποχής, με πρώτο τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, ανέπτυξαν την ορθόδοξη διδασκαλία για τις εικόνες, τονίζοντας ότι  «η τιμή της εικόνος επί το πρωτότυπον διαβαίνει». Δηλαδή η τιμή που απονέμεται στις εικόνες δεν αφορά το ξύλο και τα χρώματά της αλλά τα πρόσωπα που εικονίζονται σ’  αυτές. Έκτοτε, η εκκλησιαστική εικόνα παρέμεινε στους ναούς της Ορθοδοξίας είτε ως φορητή είτε ως τοιχογραφία έτσι, ώστε δεν μπορούμε σήμερα να φανταστούμε έναν ορθόδοξο ναό χωρίς εικονίσματα. Επομένως, η Εκκλησία είναι εκείνη που πρώτη τιμά και σέβεται την εικόνα, γιατί στην εικόνα ενός αγίου βλέπει το πρόσωπο του ανθρώπου που έφθασε στο ακρότατο των αρετών κι έγινε φίλος του Χριστού.

Καταφάσκει, λοιπόν, η Εκκλησία την εικόνα. Και τούτο γίνεται ακόμη πιο φανερό από τη βιβλική αφήγηση, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος πλάστηκε κατ’  εικόνα του Θεού. Η βιβλική αυτή θέση αναδεικνύει τον άνθρωπο ως κορυφαίο δημιούργημα, αφού ο ίδιος είναι φορέας της εικόνας το Θεού. Τι  σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι ο άνθρωπος, ως εικόνα του Θεού, είναι άξιος σεβασμού, αποδοχής, αγάπης και τιμής και όχι αντικείμενο για εκμετάλλευση και υποδούλωση ούτε και απλό εργαλείο παραγωγής. Πού, όμως, βρίσκεται η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο;  Βρίσκεται «ἐν τῇ τοῦ λογισμοῦ κατασκευῇ, οὐκ ἐν τῇ τοῦ σώματος μορφῇ», δηλαδή στο ότι ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για να σκέφτεται, να έχει λογικό, και όχι στη μορφή του σώματός του, γράφει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης. Βρίσκεται ακόμη στην πνευματικότητα, στη δημιουργικότητα και προπάντων στην ελευθερία και την κοινωνικότητα που χαρακτηρίζουν και διακρίνουν τον άνθρωπο από τους λοιπούς ζώντες οργανισμνούς.

Η αποδοχή και κατάφαση της εικόνας δηλώνει ότι η Εκκλησία καταφάσκει την τέχνη της ζωγραφικής και γενικά την τέχνη. Ωστόσο, η τέχνη της ζωγραφικής στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής λατρείας όχι μόνο λειτουργεί με συγκεκριμένους κανόνες αλλά γίνεται και τέχνη ιερή. Εντός του ιερού χώρου και χρόνου του ναού η ζωγραφική και συγκεκριμένα η τέχνη της εικόνας αποκτά μια ιερότητα, παύει να είναι απλός ζωγραφικός πίνακας και γίνεται σημείο παρουσίας (όχι της ουσίας) του θείου. Βλέποντας την εικόνα, ο πιστός ανάγεται από αυτό που βλέπει με τα σωματικά του μάτια στο ορώμενο με τα μάτια της ψυχής του. Η εικόνα δηλαδή έχει αναγωγικό χαρακτήρα, καθώς ανοίγει ενώπιον του πιστού τον υπερουράνιο κόσμο του Θεού και των αγίων. Κι επειδή έχει αυτή την αναγωγική δύναμη, η εικόνα είναι δηλωτική της ωραιότητας του θεϊκού κόσμου. Ο ζωγράφος δηλαδή, με τα υλικά στοιχεία που έχει στη διάθεσή του (χρώματα, χρυσός, ξύλο κλπ) προσπαθεί να αναπαραστήσει την ωραιότητα της Βασιλείας του Θεού και να αναδείξει το κάλλος του θεανθρώπινου προσώπου του Χριστού, αλλά και της Παναγίας, των αγγέλων  και των αγίων.

Θεώρησα αναγκαία αυτή την εισαγωγή στη σημασία της εικόνας εντός της Εκκλησίας, για να φανεί στη συνέχεια ότι ήταν άνευ νοήματος και βέβηλο αυτό που συνέβη στην Εθνική Πινακοθήκη, με την ανάρτηση κάποιων έργων εξαιρετικά προκλητικών, που σκανδάλισαν με το θέμα τους. Πρέπει βέβαια να σημειώσουμε ότι ο σκανδαλισμός αυτός δεν επιτρέπει σε κανένα που ζει σε μια δημοκρατική χώρα να λειτουργήσει σαν «εικονομάχος» και να αποκαθηλώσει τα συγκεκριμένα έργα από τους τοίχους της Πινακοθήκης. Επίσης, να τονίσουμε ότι κανείς δεν πρέπει να αρνείται την ελευθερία του καλλιτέχνη να παράγει έργα που ο ίδιος κρίνει ότι εκφράζουν με τον καλύτερο τρόπο το όραμά του. Από το σημείο όμως αυτό μέχρι του σημείου  της παραγωγής έργων που τη σημασία τους γνωρίζει μόνον εκείνος που τα κατασκευάζει η απόσταση είναι μεγάλη. Η ελευθερία του καλλιτέχνη δεν είναι άνευ ορίων, όπως και κάθε ασύδοτη ελευθερία οδηγείται στην αυτοκαταστροφή της.

Προσπαθώ να κατανοήσω την επιλογή του συγκεκριμένου καλλιτέχνη. Ο ίδιος δεν μπορεί παρά να είναι «εικονόφιλος» (με τη γενικότερη έννοια του όρου), αφού ασχολείται με τη ζωγραφική. Κι όμως επέλεξε να εικονομαχήσει. Και το ερώτημα είναι: -Γιατί άραγε επέλεξε τη φόρμα των εκκλησιαστικών εικόνων με τα ιερά πρόσωπα; Για να δείξει τελικά τι; Την αθεΐα του; Την αντισυστημικότητά του; Ήθελε να σοκάρει, να προκαλέσει; Και με ποιο σκοπό; Μόνο για το σοκ που θα προκαλούσε ή με σκοπό να αποδομήσει ό, τι πιο ιερό έχει η εκκλησιαστική πίστη και παράδοση; Γιατί, αν η εκκλησιαστική εικόνα της Παναγίας είναι η απόλυτη έκφραση της ζωής, ωραιότητας, της γλυκύτητας, της ηρεμίας, της αγάπης και του μητρικού φίλτρου, το εξάμβλωμα εκείνο που κρεμάστηκε στους τοίχους της Εθνικής Πινακοθήκης είναι η απόλυτη έκφραση του θανάτου, της ασχήμιας, του φόβου και του του τρόμου. Αν μπορώ να καταλάβω κάτι είναι ότι στην εποχή της μετανεωτερικότητας που ζούμε ο καθένας μπορεί να θεωρεί οτιδήποτε ως έργο τέχνης. Τα σύνορα μεταξύ τέχνης και μη-τέχνης έχουν γίνει ασαφή και ομιχλώδη. Όλα ένας αδιαφοροποίητος χυλός. Δεν μετράει σήμερα η τέχνη αλλά η πρόκληση. Το βλέπουμε παντού: στη λογοτεχνία, στο θέατρο, στον κινηματογράφο. Θα πει κανείς ότι αυτό υπήρχε πάντοτε. Ναι, αλλά τότε οι μορφές δεν είχαν διαλυθεί, το κάλλος της μορφής εξακολουθούσε να είναι παρόν. Αν η τέχνη δεν υπηρετεί το κάλλος, αν η μορφή είναι άμορφη, τότε τι μένει; Το μήνυμα, θα πει κάποιος άλλος. Ναι, αλλά τότε δεν μιλάμε για τέχνη, αλλά για προπαγάνδα ή για διδαχή. Στην τέχνη η μορφή είναι κομιστής του μηνύματος.

Δεν μπορούσε άραγε ο καλλιτέχνης, αντί να χρησιμοποιήσει τα ιερά πρόσωπα για να εκφράσει  τις ιδέες και τα συναισθήματά του, να βρει κάποια άλλη πιο πρωτότυπη φόρμα, όπως π.χ. ένα άγαλμα μιας αρχαίας θεότητας ή μια εικόνα ενός ιστορικού ή μυθικού προσώπου ή έστω ένα έργο ζωγραφικής ενός κοσμικού ζωγράφου; Είναι σίγουρο ότι μπορούσε. Άρα η επιλογή του είχε συγκεκριμένο στόχο: να διαλύσει την εικόνα που έχουμε για την Μητέρα του Θεού, τον Χριστό και τον άγιο Γεώργιο. Να μαυρίσει και να σκοτεινιάσει ό, τι πιο φωτεινό έχει η ορθόδοξη παράδοση, να προβάλει το κακό και το άσχημο πάνω στα ιερά πρόσωπα. Δεν γνωρίζουμε τις προθέσεις του ζωγράφου, αλλά ως θεατές των έργων του έχουμε την ελευθερία να τα κρίνουμε από τη σκοπιά της παράδοσής μας. Βέβαια, θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι ο ζωγράφος ήθελε να δείξει ότι τα πράγματα, ακόμη και τα πιο ωραία και καλά, έχουν δύο όψεις: τη θετική και την αρνητική. Πώς όμως να το πεις αυτό για πρόσωπα, όπως αυτά του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων, που είναι η απόλυτη έκφραση του ιερού; Η τέχνη στην περίπτωση αυτή έγινε τέχνη βέβηλη, ανίερη, αναιρετική του εαυτού της. Διότι σε όλες τις εποχές η τέχνη έκρυβε μέσα της μια ιερότητα, με το κάλλος της  άνοιγε τις πόρτες ενός άλλου κόσμου, υψηλού, διαφορετικού από τον καθημερινό, ακόμη κι όταν είχε την αναφορά της στην καθημερινότητα.  

Κάτι όμως αναδεύει ακόμη τη σκέψη μου. Είναι ένας στίχος της Λίνας Νικολακοπούλου από το τραγούδι «Το πάθος που διώκεται» (τραγουδά ο Μανόλης Μητσιάς σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη). Λέει ο εμπνευσμένος στίχος: «Στο βάθος το ζηλεύουμε αυτό που ρεζιλεύουμε». Μήπως, λοιπόν, ο εν λόγω καλλιτέχνης στο βάθος ζηλεύει αυτό που ρεζιλεύει; Η ψυχολογία λέει ότι ένας τρόπος να ξεπεράσουμε κάτι που είναι ανώτερό μας είναι να το ρεζιλέψουμε, να το εξευτελίσουμε έμπρακτα κι έτσι να το εξουθενώσουμε. Δυστυχώς, σήμερα γενικά το καλό έχει υποχωρήσει. Και κάποιοι καλλιτέχνες, αντί να συνεργούν στην εξάπλωση του ωραίου, του καλού και του ηθικού, γίνονται συνεργοί της ασχήμιας, της φτήνιας, του κιτς, ρεζιλεύοντας αυτό που οι ίδιοι δεν μπορούν ή δεν θέλουν να φθάσουν.

Αν σκεφτούμε ακόμη ότι σήμερα ζούμε στην εποχή των εικόνων, σ’ αυτό που θα ονομάζαμε «θρίαμβο της εικόνας», καθώς ο άνθρωπος κυριολεκτικά «βομβαρδίζεται» καθημερινά από καταιγισμό στατικών ή κινούμενων εικόνων, τότε η ευθύνη των καλλιτεχνών γίνεται ακόμη μεγαλύτερη: οφείλουν να λειτουργήσουν παιδαγωγικά, ξεσκεπάζοντας τη βιομηχανία του φτηνού θεάματος, που καλύπτει σε εικοσιτετράωρη βάση το τηλεοπτικό πρόγραμμα χιλιάδων καναλιών ανά την υφήλιο, και παράγοντας έργα, όχι για να σοκάρουν και να πετύχουν μια στιγμιαία ή ολιγοήμερη επιτυχία, αλλά έργα που θα αφήσουν το αποτύπωμά τους στον χρόνο και θα μιλήσουν στις ψυχές των ανθρώπων.  Μέσα στο χαοτικό τοπίο των εικόνων, σ’ αυτή τη σύγχρονη εικονολατρική κοινωνία, ο εικαστικός καλλιτέχνης (και όχι μόνο) πρέπει να δώσει το «παρών» με αληθινά έργα τέχνης, έργα που θα υπηρετούν το κάλλος και θα δίνουν μηνύματα αισιοδοξίας στον σύγχρονο άνθρωπο.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση