ΑΠΟΨΕΙΣ
Η αβάσταχτη γοητεία του εγκλήματος
Η κοινωνία έχει δικαίωμα στην ενημέρωση. Όχι όμως στην ανθρωποφαγία.

Του Παναγιώτη Βαρβατσούλη*
Υπάρχει κάτι σχεδόν υπνωτιστικό στο έγκλημα, κάτι που το ασυνείδητο το κάνει συνειδητό και την αλήθεια, ψέμα. Κάτι που, όσο κι αν το κοινωνικό μας φρένο φωνάζει “μακριά!”, η ανθρώπινη φύση κάνει ένα βήμα πιο κοντά. Μια ροπή, μια περιέργεια σχεδόν ενοχική, να δούμε πίσω από την κλειδαρότρυπα της φρίκης, να δούμε αυτό που δεν βλέπεται, αυτό που δεν περιγράφεται, αυτό που δεν υφίσταται. Σαν να μπορούμε να ακουμπήσουμε με ασφάλεια από την απόσταση του τηλεοπτικού στούντιο ή της διαδικτυακής οθόνης τη σκοτεινή πλευρά της ύπαρξης. Να τη νιώσουμε, να τη σχολιάσουμε, να την «αναλύσουμε», να την «ερμηνεύσουμε», μα τελικά, να την καταναλώσουμε.
Η μαζική ενασχόληση με το έγκλημα δεν είναι νέο φαινόμενο. Ούτε οι λαϊκές φυλλάδες του 19ου αιώνα, ούτε τα ασπρόμαυρα φιλμ νουάρ του 20ού, ούτε οι σύγχρονες true crime και CSI παραγωγές διαφέρουν επί της ουσίας: πρόκειται για το ίδιο αφηγηματικό ναρκωτικό που μιλάει σε αρχέγονα ένστικτα, στον φόβο, στη δικαιοσύνη, στην ανάγκη για κάθαρση και μετάνοια. Ωστόσο, κάτι έχει αλλάξει: η ταχύτητα, ο όγκος και η αδηφαγία με την οποία καταναλώνουμε πλέον εγκληματικές ιστορίες, ενώ αυτές ακόμα γράφονται. Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και οι διαδικτυακές πλατφόρμες πολλές φορές σπεύδουν να "αναδείξουν" υποθέσεις εγκλημάτων, ακόμα και πριν τη λήξη της ανάκρισης, πριν καν η Δικαιοσύνη αποφανθεί αν πρόκειται περί εγκλήματος. Ο ύποπτος γίνεται ένοχος. Ο θεατής, κριτής. Ο τηλεοπτικός χρόνος, πεδίο δικανικής αυθαιρεσίας.
Πόσες φορές δεν έχουμε δει πρόσωπα να «κρεμιούνται» δημόσια, με τίτλους που ουρλιάζουν, με καλεσμένους στα τηλεοπτικά πάνελ να μιλούν για «σατανικά μυαλά», για «δράκους» και για «ανθρώπους χωρίς ψυχή», προτού καν το φως της αλήθειας περάσει από το φίλτρο της Δικαιοσύνης; Ως ειδικός στον χώρο της εγκληματολογικής ψυχολογίας, γνωρίζω καλά ότι τίποτα δεν είναι απλό, τίποτα δεν είναι δεδομένο. Κάθε υπόθεση είναι μοναδική, περίπλοκη, βαθιά ανθρώπινη. Η βιασύνη να δοθούν απαντήσεις, η ανάγκη να «γεμίσουν» τηλεοπτικά δεκάλεπτα ή διαδικτυακά άρθρα με δραματουργία, όχι μόνο αδικεί τις ίδιες τις υποθέσεις, αλλά βλάπτει τη συλλογική μας ικανότητα να κατανοήσουμε το έγκλημα. Και κυρίως, να το προλάβουμε.
Η υπερπροβολή εγκλημάτων οδηγεί σε έναν επικίνδυνο φαύλο κύκλο: η φρίκη γίνεται ψυχαγωγία, η ψυχαγωγία γίνεται συνήθεια και η συνήθεια, απάθεια και ύπνωση. Οι εικόνες φρίκης χάνουν τη δύναμή τους, οι λέξεις παύουν να συγκινούν. Το έγκλημα παύει να σοκάρει και γίνεται απλώς "περιεχόμενο". Μα η εγκληματολογία δεν είναι αυτό, μου φωνάζει ένας φοιτητής μου και δεν ξέρω τι να του πω. Είναι εργαλείο πρόληψης, ανάλυσης, αποκατάστασης. Δεν είναι θέαμα. Είναι επιστήμη με επίκεντρο τον άνθρωπο, τον πόνο του θύματος, τη συνείδηση του δράστη, τις ρωγμές του κοινωνικού ιστού. Και ο ρόλος των ΜΜΕ «καθόλου αμελητέος» δεν είναι να προκαλούν τηλεθέαση ή likes, αλλά να διαφωτίζουν με ευθύνη, να σέβονται τις διαδικασίες της Δικαιοσύνης, να προστατεύουν τους ευάλωτους, να περιμένουν την αλήθεια πριν την ερμηνεύσουν.
Η κοινωνία έχει δικαίωμα στην ενημέρωση. Όχι όμως στην ανθρωποφαγία. Έχει δικαίωμα να μάθει, όχι όμως να αποφανθεί. Η ανάκριση δεν είναι reality. Και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, όσο κι αν απειλείται, οφείλει να προστατεύεται, μέχρι τέλους. Οφείλουμε, όλοι: επιστήμονες, δημοσιογράφοι, πολίτες να αποδομήσουμε την γοητεία του εγκλήματος ως προϊόν θέασης. Διότι, όπως είπαμε, όταν το έγκλημα γίνεται ψυχαγωγία, η Δικαιοσύνη γίνεται παράσταση και μάλιστα φτηνή και ευκαιριακή. Και αυτό, τελικά, είναι το πιο επικίνδυνο έγκλημα απ’ όλα.
* Καθηγητή Εγκληματολογικής Ψυχολογίας. Δικαστικό Πραγματογνώμονα Εγκληματολογίας και Ψυχολογίας του Πρωτοδικείου Αθηνών, με ειδίκευση στην Εφαρμοσμένη Εγκληματολογία, διερεύνηση σκηνής εγκλήματος, Εγκληματολογικής Ψυχολογίας και Πραγματογνώμονας Δακτυλικών Αποτυπωμάτων.