No profile pic

Του ΚΩΣΤΗ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗ (*)

 



Ήτανε δεν ήτανε καμιά διακοσαριά μέτρα το μπουγάζι που τον χώριζε από τον έξω κόσμο· τον ελεύθερο. Σ’ αυτόν που μπορούσε να ελπίζει. Έτσι λίγο ν’ άπλωνε τα χέρια του, τα κουτσουρεμένα από δάχτυλα, λες και θα ‘φτανε ν’ ακουμπήσει την απέναντι φτενόσαρκη από χώματα ξηρά, με τους φιδογυριστούς τράφους της μαύρης σιδερόπετρας, και τις πράσινες εκρήξεις των σκίνων και των αγριοχαρουπιών στην πλαγιά της. Κατέβαινε τα πρωινά ίσαμε την προβλήτα, κάτω από τη σκιά της μετζαλούνας κατά το νότο, και καθότανε στο μόλο κι αγνάντευε. Τόσο κοντά ήτανε η ελευθερία, μα και τόσο απαγορευτικά μακριά. Ταξίδευε ο νους του, στην απέναντι στεριά, στους σπήλιους του Σκουγιέτου. Έτσι τον ονόμαζαν οι ντόπιοι ακόμη τον τόπο αυτό με τα τζουγκριά στα χαράκια της παραλίας, που έμεινε στη ντοπιολαλιά από την εποχή των Βενετσιάνων.  Αυτό το μπουγάζι ήτανε το νήμα που τον χώριζε από τούτο τον πέτρινο μινώταυρο που του σιγότρωγε νυχθημερόν τις σάρκες. Από τούτο το σύνορο της ελευθερίας, ήθελε ν’ ακούει τους πετεινούς να κράζουν το πρωί, τα κουδούνια και το βέλασμα των προβάτων τα ηλιόλουστα απογεύματα.

Είχε περάσει σχεδόν κιόλας μια δεκαετία από τότε, που η καταραμένη μελανή κηλίδα στο μπάτσο του στάθηκε η αφορμή για την εξορία. Είχε προηγηθεί η μάνα και η αδελφή σε τούτο το ταξίδι στην κόλαση. Και οι τρεις τους, έγκλειστοι στη μεσκηνιά, στη Σπιναλόγκα. Ο πατέρας του απελπισμένος από το θανατικό που βρήκε το σπιτικό του στο Σητειακό χωριό, δεν άντεξε. Του ‘βάλε φωτιά να ξορκίσει το κακό. Και μετά την πυρκαγιά, το γκρέμισε συθέμελα. Δεν άφησε πέτρα πάνω στην πέτρα που να του θυμίζει την αρχαία τραγωδία που τον συναπάντησε. Λες και το σπίτι του ήταν ο οίκος των Λαβδακιδών στην αρχαία Θήβα…

Ο Παντελής, είχε να δει καθρέφτη, τώρα εδώ και δέκα χρόνια. Από τη μέρα  που πάτησε το πόδι του στο νησί. Το είδωλό του τον τρόμαζε από τότε που αρρώστησε. Μεγέθυνε τις αγωνίες του, πολλαπλασίαζε τους φόβους του. Πολλές φορές όμως τα πρωινά που κατέβαινε στην αποβάθρα, η μπονάτσα του γαλήνευε την καρδιά. Καθότανε σε μια πέτρα στο ακροθαλάσσι και έσκυβε πάνω από το νερό. Μέσα από το αχνό του τρεμάμενο ρυτίδωμα, μπορούσε να διακρίνει καθαρά τη μύτη του, που ήταν ακόμη στη θέση της. Μπορούσε για επιβεβαίωση να την ψηλαφίσει, έστω και με τα δάχτυλα που του λείπανε. Και τότε έκανε το σταυρό του που δεν του είχαν ακόμη έρθει τα χειρότερα.

Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Όπως κάθε χρόνο όμως, η μεγάλη γιορτή δεν άλλαζε κάτι στη ζωή του, στη ζωή όλων των εγκλείστων. Η απελπισία, ένα βαρύ και ασήκωτο πέπλο σκέπαζε τα πάντα σε τούτο το νησί. Φέτος όμως κάτι λίγο είχε αλλάξει. Ο Φώντας ο νεαρός φοιτητής της Φιλολογίας που αρρώστησε και τον φέρανε εδώ, ήτανε τόσο δραστήριος και κοινωνικός, που φαινότανε πως ήθελε να αλλάξει συθέμελα τη ζωή τους. Αυτός ο τόπος δεν ήτανε ο τάφος τους, αλλά μια παλαίστρα που μπορεί να αλλάξει τη ζωή τους. Εκτός από την απόγνωση, υπήρχε και ο αγώνας της ολοκληρωτικής ελπίδας στο Θεό, έλεγε…

Ήτανε γραμματιζούμενος, αλλά και πολύ θρησκευόμενος ο Φώντας. Κάτι είχε στο μυαλό του να κάνει αυτές τις Άγιες μέρες… Ένα μονόπρακτο για τη γέννηση του Θεανθρώπου, μπας και ξεκουνήσει τη μεσκηνιά από τούτο το ψυχοπλάκωμα που την έσκιαζε…

Ξαφνιάστηκε ο Παντελής να τον δει το ίδιο βράδυ, με τη λάμπα θυέλης στα χέρια να ανηφορίζει το μονοπάτι με το καλντερίμι που οδηγούσε στο σπιτικό του, εκεί στη συνοικία του Προβεντούρ πιο πέρα από το κατεδαφισμένο οθωμανικό τζαμί, και την εκκλησία του Αγ. Νικολάου στα ψηλά. Πηχτό το σκοτάδι έξω και ο αέρας να μαστιγώνει αλύπητα τις φραγκοσυκιές και τα σκουριασμένα μάσκουλα στα πορτοπαράθυρα να τρίζουν στις ρούγες.

-        Καλώς ‘τονε τον καθηγητή μας! Καλώς εκόπιασες στο σπιτικό μας. Κάτσε να σε τρατάρουμε, του ‘πε με χαρά ο Παντελής.

Ο Παντελής ζούσε δυο χρόνια τώρα σε τούτο το σπίτι στην πλαγιά, πάνω από τον παλιό τούρκικο μαχαλά, ψηλά από τα θαλασσινά μπεντένια. Είχε παντρευτεί τη Μαριγή, από ένα γειτονικό χωριό του στη Σητεία, που αρρώστησε κι αυτή και τη φέρανε πριν δυο χρόνια σε τούτη την κόλαση. Το ‘μαθε όμως ο νιός που την αγαπούσε, και όταν βάλανε τα στέφανα πέρσι στον Άγιο Παντελεήμονα, μπήκε στα κρυφά στη Σπιναλόγκα ο ντελικανής από τη Σητεία και μόλις τέλειωσε το μυστήριο, μέσα στην εκκλησιά, για εκδίκηση έβγαλε από τον ντορβά του κόλλυβα και ράντιζε τους νεόνυμφους. Ακόμη δεν μπορούσε να ξεχάσει αυτή τη λαχτάρα το αντρόγυνο. Ας είναι…

Κορασοπούλα να την πιείς στο ποτήρι η Μαριγή, της αρέσανε τα γράμματα, μα δεν ήτανε γραφτό της, εδώ που την έταξε το ριζικό της. Δεν ήτανε προχωρημένη ακόμη η ασθένειά της, είχε χάσει μονάχα το φως από το ένα μάτι και της είχαν πέσει τα φρύδια. Μισο-αόμματη εκείνη, λιψοδάχτυλος αυτός, σμίξανε οι δυο τους να κάνουνε έναν άνθρωπο γερό και να αλληλοφροντίζονται στα αυριανά χειρότερα χτυπήματα της μοίρας και της αρρώστιας. Μπορούσανε να αυτοεξυπηρετούνται προς το παρόν. Πριν τρεις μήνες η Μαριγή έφερε στο φως ένα υγιέστατο αγόρι. Ο σκληρός νόμος του λεπροκομείου δεν τους το ‘χε στερήσει ακόμη. Μεγάλωνε κι αυτό μέσα στην εύθραυστη θαλπωρή της λέπρας.

-        Ακούστε Παντελή και Μαριγή, δεν ήρθαμε εδώ μέσα για να παραδώσουμε τα όπλα,

ήτανε η πρώτη κουβέντα του καθηγητή στους οικοδεσπότες.

-        Σε λίγες μέρες έρχονται τα Χριστούγεννα. Η έλευσις του Χριστού στον κόσμο, δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη και σε εμάς εδώ μέσα. Σκέφτηκα λοιπόν να αναπαραστήσουμε αυτό το γεγονός της ενανθρώπισης και στη Σπιναλόγκα. Έχουμε το μικρό Χριστό, το γιό σας, έχουμε τον Ιωσήφ, εσένα, και έχουμε και την Παρθένο Μαρία, τη Μαριγή. Έχουμε και τη φάτνη απέναντι στους σπήλιους στο Σκουγιέτο. Μας λείπουνε οι ποιμένες και οι τρεις μάγοι. Εμ, θα τους βρούμε κι εκείνους! Βοσκούς πολλούς έχει απέναντι το νησί της Κολοκύθας και οι τρεις μάγοι θα ‘ναι οι λεμβούχοι του λεπροκομείου! Και θα ‘ρθουνε στη λειτουργία που θα γίνει μέσα στο σπήλιο, όλοι οι άρρωστοι που μπορούνε να κινηθούν!

Σάστισε, ταράχτηκε στο άκουσμα της πρωτότυπης αυτής πρότασης του νεοφερμένου συνασθενή του. Του φάνηκε ανοσιούργημα αυτή η πρόταση, ασέβεια μεγάλη προς τα Θεία.

-        Το κρίμα στο λαιμό σου Φώντα! Δεν είναι η αφεντιά μας ικανή να παραστήσει την Αγία Οικογένεια! Αμαρτία μεγάλη μόνο που το σκέφτηκες, πόσο μάλλον να το κάνουμε!

-        Σε σπήλιο ταπεινό και φτωχό γεννήθηκε κι ο Χριστός μαθές, και τον ζέσταιναν οι ανάσες των ζώων. Αυτό θα παραστήσουμε κι εμείς! Δεν είναι αμαρτία, είναι χάρη, μεγάλη χάρη! Άκου που σου λέω!

Αυτό το τελευταίο, αναθάρρυνε λίγο τον Παντελή να τολμήσει το προτεινόμενο ρόλο της οικογένειάς του. Ένα ρόλο αμφιλεγόμενο, αφού γνώριζε καλά ότι αυτή η φαεινή ιδέα να γιορταστούν φέτος τα Χριστούγεννα στο λεπρονήσι, θα δίχαζε τους αρρώστους.  

Οι φλόγες που καίγανε στο τζάκι φωτίζανε αχνά τις τρεις φιγούρες που κάθονταν στο σοφά, και διαγράφανε τις σκιές τους  που χορευτάκιζαν στον απέναντι τοίχο. Ο μικρός διάδοχος μέσα στις φασκιές του στην κούνια, άρχισε στους λόγους αυτούς να μπουσουλά, λες κι εκείνος στοχαζόταν πως θα σταθεί αντάξιος στην πρώτη βαριά και ιερή συνάμα θεατρική εμφάνιση της ζωής του. Ο φετινός Δεκέμβρης στο νησί ήταν πραγματικά βαρύς κι ασήκωτος.

Από την άλλη μέρα κιόλας, η πρόταση του Φώντα, είχε διαδοθεί σαν αστραπή σε όλο το νησί, και ήτανε το μοναδικό θέμα συζήτησης και στα τρία καφενεία. Καθένας έλεγε το μακρύ του και το κοντό του, καθένας έδινε και τη δική του ερμηνεία.

Βρήκανε και τον παπά Νέστωρα τον εφημέριό τους, μια πραγματικά μακάρια Λευιτική μορφή που πάντοτε προσέγγιζε σωτηριολογικά την αρρώστιά τους λέγοντάς τους ότι η ασθένειά του σώματός τους, μπορούσε να τους βοηθήσει να καταλάβουν που είναι η ουσία της ζωής. Έτσι δεν θα μπορούσε να χαλάσει το χατίρι, του πιο δραστήριου ασθενή που μεταμόρφωνε καθημερινά τη ζωή στο τραγικό νησί.

-        π’ Νέστωρα, τη γέννηση θα τη γιορτάσουμε φέτος διαφορετικά, θα ψηλαφίσουμε τον ίδιο το Χριστό που ήρθε στο κόσμο για να τον σώσει. Έτσι θα καταλάβουνε πιο πολύ οι άρρωστοι της Σπιναλόγκας το νόημα της ενσάρκωσής Του.

Γέλασε ο καλός λευίτης και με νόημα είπε στον νεοφερμένο ασθενή το απόσπασμα από τη λειτουργία των Χριστουγέννων «ήλθες προνομεύσων πλάνην τρέπων, εις πίστιν θεοτερπή».

Από την επόμενη κιόλας μέρα, τα πάντα στο νησί κινούνταν γύρω από την προετοιμασία του θρησκευτικού δρώμενου. Οι ασθενείς που μπορούσαν μαζί με το προσωπικό, αγκάλιασαν την πρωτοβουλία του νεαρού συνασθενή τους και παρήγγειλαν από την Πλάκα κουραμπιέδες, μελομακάρονα, σταφίδες, κονιάκ και ένα σωρό άλλα καλούδια για τη λειτουργία και τη γιορτή. Κάποιοι έκαναν και αρτοκλασίες. Γέμισαν καμιά δεκαπενταριά κοφίνια και ντορβάδες που θα κράταγαν και θα πέρναγαν με τις βάρκες στην απέναντι ξηρά.

Ο καπετάν Τραμουντάνας ο λεμβούχος, είχε ειδοποιήσει το Ζευγονικολή το βοσκό από το μέσα νησί, να φέρει στο σπήλιο, τρία μικρά αρνάκια από τις προβατίνες του που είχανε γεννήσει, και τον Χατζή Μενέγο τα δυο μικρά του μοσχαράκια. Οι δυο τους πήγανε και καθαρίσανε το σπήλιο και ταιριάξανε άχυρο στη μαντζαδούρα που θα ‘τανε η φάτνη. Πήγανε και ένα μανουάλι από την κοντινή εκκλησία του Αγ. Ιωάννη. Όλα σχεδόν ήτανε έτοιμα δυο μέρες πριν από τη μεγάλη γιορτή. Ο νομίατρος του λεπροκομείου είχε δώσει τη σχετική άδεια και πολλοί χριστιανοί που το είχανε μάθει από τα γύρω χωριά σχεδίαζαν να πάνε στην αναπαράσταση.

-        Όλα έτοιμα Παντελή. Έχουμε συνεννοηθεί με τους λεμβούχους να λύσουμε κάβους κατά τις τέσσερεις το πρωί μετά που θα κράξουν οι πετεινοί της Πλάκας. Όλοι έχουν ειδοποιηθεί, θα περάσει και ο τελάλης απ’ όλους τους μαχαλάδες, για να ‘ρθουν όσοι μπορούνε στην αναπαράσταση της ενανθρώπισης. Εσύ θα ρίξεις στους ώμους σου το ρασίδι με την κουκούλα και θα κρατείς το μπαστούνι σαν άλλος Ιωσήφ. Η Μαριγή θα φορά την κάπα της και την άσπρη μπολίδα και με τα χέρια σε στάση δέησης θα υποδύεται την Παναγία. Και το μωρό σας που θα παριστά το μικρό Χριστό, τυλιγμένο στις φασκιές του θα είναι μέσα στη μαντζαδούρα που θα το ζεσταίνουν με τις ανάσες τους τα αρνάκια του Ζευγονικολή και τα μοσχάρια του Χατζή Μενέγο. Και πιο δίπλα με τους βοσκούς θα ‘ναι οι τρεις λεμβούχοι μας, που θα παριστάνουν τους Μάγους: Ο Τραμουντάνας, ο Μπαρμπαρίγος κι ο Παυλής.

Ήρθε και η παραμονή των Χριστουγέννων. Όλοι ζούσαν και περίμεναν τη στιγμή της αναπαράστασης. Πέρασε η μισή νύχτα σαν ένας απαρατήρητος ζητιάνος. Τ’ άστρα κρέμονταν συναγμένα από τον ουράνιο θόλο σε μια λες, καλοκαιριάτικη ξαστεριά.

-        Θέλω να μου δείξεις το αστέρι των Μάγων είπε τρυφερά σε κάποια στιγμή η Μαριγή στον Παντελή, που και οι δυο τους δεν κλείσανε μάτι περιμένοντας τον τελάλη για να κατηφορίσουν με το μωρό κατά την αποβάθρα. Απόψε κάποιο αστέρι θα λάμπει καλύτερα και θα ρίχνει τις αχτίνες του στο σπήλιο του Σκουγιέτου. Έτσι δεν είναι Παντελή; Ρώτησε ξανά με την παιδιάστικη αθωότητά της, μέσα απ’ αυτό το περίεργο ψυχοκούνημα και παραζάλη που ένοιωθε, για τους Άγιους ρόλους που τους ανέθεσαν…

-        Για να το λες εσύ, θα ξέρεις καλύτερα από μένα …Μαριάμ, είπε χαριτολογώντας. Ας ευχηθούμε η Γέννηση του Θεανθρώπου να μας αξιώσει να σώσουμε τις ζωές μας από τούτο τον αδηφάγο Μινώταυρο που βρεθήκαμε. Μόνο να ελπίζουμε μπορούμε πια μέσα από την ασίγαστη Πίστη μας στο Θεάνθρωπο…

Σε λίγο και πριν ο τελάλης πάρει τα στενά, ακούστηκαν οι πετεινοί της Πλάκας που έκοψαν σαν σπαθιά στη μέση, τη νεκρική σιγή της χριστουγεννιάτικης νύχτας που απλωνόταν πάνω στο νησί. Και πιο μετά έβλεπες ανθρώπινες φιγούρες με τα φαναράκια στα χέρια και τις σκιές τους που σέρνονταν σαν κάμπιες πάνω στα τείχη, να κατευθύνονται προς την προβλήτα. Κι έβλεπες σε πολλούς απ’ αυτούς τις σκουλικοφαγωμένες σάρκες τους, κι η θαλασσινή υγρασία και η αλμύρα από την ξαστεριά μπερδεύονταν με οσμή από ξινισμένη σάρκα και σουμπλιμέ.

Ο Χατζή Κανάκης που έκανε και τον ψάλτη είχε ήδη φτάσει στην προβλήτα με τον παπά Νέστορα. Ψηλός ξερακιανός με αμυγδαλωτά μάτια και με γαμψή μύτη δίπλα στη λευκή ποταμίσια γενειάδα του παπά που ξεχύνονταν στο στήθος του, κρατούσε τον τρίχινο ντορβά με τα αναλόγια και την εικόνα της Γέννησης, έργο του Ιωάννη του Δαμασκηνού που είχε φέρει σαν φυλαχτό μαζί του από τη μεσκηνιά του Χάνδακα πριν από κάμποσα χρόνια ένας λεπρός. Έμοιαζαν κι οι δυο τους σαν φιγούρες βγαλμένες από τη Βίβλο.

Ήτανε ονειρική τούτη η ανθρωποσύναξη την ώρα της αναχώρησής τους στη σπηλιά της δικής τους φάτνης. Τα φαναράκια που κρατούσαν στα χέρια τους αντιφέγγιζαν στα νερά της χειμωνιάτικης μπονάτσας και σαν πνιγμένα αστέρια γράφανε πάνω στη θάλασσα το δρόμο της δικής τους ασίγαστης Πίστης και Σωτηρίας. Τη θάλασσα και τα νερά που πριν από αιώνες τη βίαζαν μπάλες από φωτιά και μπαρούτι της Βενετιάς και του Τούρκου, τώρα τη ράντιζαν φωτεινές αχτίδες Πίστης πονεμένων ψυχών.

  Κι έτσι που έβλεπες τις δυο βάρκες του λεπροκομείου με τους αρρώστους και το προσωπικό, αμπαροφορτωμένες μέχρι την κουβέρτα τους, να κωπηλατούν το μικρό μπουγάζι ξημερώματα, κατάφωτες από λαδολύχναρα, μέσα στη γαλήνη της χειμωνιάτικης μπουνάτσας, κάτω από το αστρικό δέος της νύχτας των Χριστουγέννων για να αναβιώσουν το θαύμα της ενσάρκωσης του Θεανθρώπου μέσα στη σπηλιά του Σκουγιέτου, νόμιζες ότι όλη αυτή η θαλασσινή πομπή ξεσηκώθηκε από τις σελίδες των Πράξεων των Αποστόλων ή τις σελίδες των ευαγγελίων. 

Ο Παναγής  κι ο Θεοχάρης ήτανε κι εκείνοι νέοι, το ‘λεγε η ψυχή τους και στα πρώτα στάδια της ασθένειας. Μείνανε έξω από τη δεύτερη λέμβο που γέμισε ασφυκτικά από ασθενείς που θα περνούσανε το μπουγάζι για την αναπαράσταση της Γέννησης. Δεν το ‘βαλαν όμως κάτω. Ο μεγάλος πόθος και η πίστη τους, τους έφερε την επιφοίτηση μιας καινοτόμας ιδέας. Πήγανε αμέσως στο γειτονικό στην προβλήτα κοιμητήριο πάνω στον προμαχώνα και βρήκανε δυο φέρετρα. Τα πίσσωσαν καλά καλά να μη μπάζουν νερά, και τα κουβάλησαν με τον ώμο τους ως την προκυμαία. Βρήκανε και δυο φαρδιά ξύλα ο καθένας για κουπιά, και ρίχτηκαν μέσα για να διανύσουν το μικρό πορθμό.

-        Θα πάμε στην πιο μεγάλη Γέννηση του Σύμπαντος με ένας σκεύος του θανάτου! Στην αρχή μας άλλωστε δεν βρίσκεται και το τέλος μας; Αλλά και στο τέλος μας δεν είναι η αρχή μας;

ρώτησε με νόημα ο Θεοχάρης τον Παναγή. Και γλιστρώντας γοργά στα νερά πλησίασαν τις άλλες δυο βάρκες, συμπληρώνοντας το βιβλικό σκηνικό της Άγιας Νύχτας.

Δεν είχε περάσει αρκετή ώρα, όταν όλοι τους είχαν ήδη αποβιβαστεί στην κοντινή απέναντι στεριά και είχαν φτάσει από το μικρό μονοπάτι στη σπηλιά. Η Αγία Οικογένεια είχε σταματήσει ήδη στη θέση Της, με τους Ποιμένες και τους Μάγους, τα αρνάκια και τα μοσχάρια. Η ταπεινή σπηλιά του Σκουγιέτου απέναντι από το θαλασσοδαρμένο βράχο του Γολγοθά, γινόταν ξαφνικά το θυσιαστήριο του Καινού Τόκου της σωτηρίας του κόσμου και της δικής τους σωτηρίας. Κι όταν σε λίγες ώρες ο παπά Νέστορας έκανε την απόλυση και όλοι έπαιρναν αντίδωρο απ’ το χέρι του, οι πρωινές αχτίνες του ήλιου λοξοπατούσαν τη σπηλιά του Σκουγιέτου, την ακτή με τους σκίνους και τα θαλασσινά μπεντένια της φυλακής τους. Ίσως ήταν η Ανατολή του φωτός της Γνώσης και η προσκύνηση του Ήλιου της Δικαιοσύνης. Ίσως και να ‘ταν η χαρά που τα σύμπαντα πληρούσαν για το τεχθέν Παιδίον. Όλα ξετυλίγονταν αρμονικά και ισόρροπα μέσα σε τούτη τη χαρμολύπη των Σπιναλογκιτών. Σε τούτη τη χαρμολύπη του Σύμπαντος Κόσμου.

ΚΩΣΤΗΣ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗΣ

[email protected]

 




(*) Ο κ. Κωστής Ε. Μαυρικάκης είναι Πολιτικός Μηχανικός ΕΜΠ. Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το διήγημα είναι του Rene Zuber και του ΕmileHonore  Destelle.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση