ΑΠΟΨΕΙΣ
Δημαρχοκεντρισμός ή νέα πνοή στη διοίκηση;
Πριν απαντήσουμε στο ερώτημα «Ποιο πρόσωπο προτιμάμε για Δήμαρχο», αξίζει να σκεφτούμε «τι τύπο Δημάρχου θέλουμε».
Γράφει ο Θανάσης Περισυνάκης*
Οι ανάγκες της σύγχρονης πραγματικότητας επιτάσσουν την εγκατάλειψη του δημαρχοκεντρικού μοντέλου τοπικής διοίκησης, το οποίο παραδοσιακά συνδεόταν με έναν έντονο κομματικό προσανατολισμό και συνέτεινε στην αναπαραγωγή ενός δυσλειτουργικού πελατειακού συστήματος. Αντιθέτως, ζητούμενο, πλέον, πρέπει να αποτελεί η στελέχωση της ηγεσίας των δήμων από ομάδες ανθρώπων με ισχυρή στοχοπροσήλωση στην επιτέλεση έργου, τεχνογνωσία και ακεραιότητα απέναντι σε μικρο-πολιτικές στοχεύσεις. Με άλλα λόγια, κρίνεται σκόπιμο να στραφούμε σε ένα μοντέλο διοίκησης, το οποίο μπορεί να ενσωματώσει στη λογική του καλές επιχειρησιακές πρακτικές, οι οποίες θα τίθενται στην υπηρεσία της χρηστής διοίκησης και των συμφερόντων των πολιτών. Αναφέρομαι σε πρακτικές οι οποίες συνδέονται με τις αρχές της ορθολογικής διαχείρισης και της αποδοτικότητας. Ας δούμε, πρώτα, ποιες είναι οι ανάγκες που επιτάσσουν τις προαναφερθείσες αλλαγές και ας επιχειρήσουμε, κατόπιν, μια αντιπαραβολή των δύο μοντέλων διοίκησης.
Η οικονομική κρίση καθώς και η ανεμική μεταμνημονιακή ανάπτυξη που ακολούθησε στέρησαν από την τοπική αυτοδιοίκηση σημαντικά δημόσια κονδύλια. Την κατάσταση ήρθε να επιβαρύνει, ακόμη περισσότερο, η δυσμενής διεθνής συγκυρία και η ενεργειακή κρίση, η οποία προκάλεσε διαδοχικές αυξήσεις των τιμών του ρεύματος, ανατιμήσεις βασικών αγαθών και αυξήσεις επιτοκίων. Η τοπική αυτοδιοίκηση, φυσικά, δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη, με αποτέλεσμα σε πολλούς δήμους να καλύπτονται οριακά οι λειτουργικές δαπάνες και οι δαπάνες απαραίτητων έργων και εργασιών μικρής κλίμακας. Για να λειτουργήσουν, λοιπόν, οι δήμοι υπεύθυνα και αποτελεσματικά, ιδίως την παρούσα περίοδο οικονομικής δυσπραγίας, υποχρεούνται να δημιουργούν και να ανακαλύπτουν νέες ανεξάρτητες πηγές εσόδων. Το δε εγχείρημα του ψηφιακού μετασχηματισμού φαίνεται να προχωρά ασθμαίνοντας, εν τη απουσία σοβαρού σχεδιασμού δομικών αλλαγών που μπορεί να αφορούν στη διασταύρωση της ψηφιοποίησης με τη κουλτούρα της διοίκησης και τις λειτουργικές διαδικασίες. Η μείωση των εσόδων σε συνδυασμό με την υπερφόρτωση των δήμων με αρμοδιότητες και υπηρεσίες χωρίς να έχουν τους αντίστοιχους κρατικούς πόρους, αναδεικνύουν τον δυνητικά ευεργετικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει ο ψηφιακός μετασχηματισμός. Έτσι, τo ερώτημα που αναδύεται είναι, εάν το παρόν δημαρχοκεντρικό μοντέλο διαχείρισης των κοινών κρίνεται ικανό να φέρει σε πέρας αυτές τις απαραίτητες προσαρμογές στις απαιτήσεις της εποχής. Η απάντηση είναι μάλλον όχι. Φαίνεται αναγκαίο να κινηθούμε προς την κατεύθυνση ενός πιο αποτελεσματικού τρόπου διοίκησης.
Ένα νέο μοντέλο διαχείρισης, που θα αξιοποιούσε ωφέλιμες επιχειρησιακές πρακτικές και με νέο καινοτόμο τρόπο διάρθρωσης της διοίκησης θα έδινε βαρύτητα στην αποδοτική αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων και στην εύρεση καινούργιων, στοχεύοντας στην ολοκλήρωση συγκεκριμένων έργων, που θα βελτίωναν άμεσα την καθημερινότητα των δημοτών. Οι διαφορές μεταξύ ενός παραδοσιακού τύπου διοίκησης με έναν επιχειρησιακό τύπο διοίκησης αφορούν κυρίως στην αντίληψη του ρόλου της δημοτικής ηγεσίας, στον τρόπο λήψης αποφάσεων και στην ετοιμότητα της δημοτικής ηγεσίας απέναντι στις προκλήσεις της εποχής.
Ειδικότερα, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ένας δημαρχοκεντρικός τύπος διαχείρισης αναδεικνύει δημάρχους στη βάση κομματικών κριτηρίων και κοινωνικών δικτυώσεων. Αντιθέτως, ένα νέο μοντέλο διοίκησης θα ενδιαφερόταν περισσότερο για την τεχνογνωσία και την υψηλή κατάρτιση του δημάρχου σε πεδία που άπτονται των δημοτικών υποθέσεων, όπως η απορρόφηση πόρων και η ψηφιακή εποχή. Θα μεριμνούσε, δηλαδή, περισσότερο για την αξιοκρατική επιλογή της δημοτικής ηγεσίας. Ωστόσο, μια τέτοια διαφοροποίηση δεν συνδέεται αποκλειστικά με το εκπαιδευτικό ή επαγγελματικό προφίλ ενός δημάρχου αλλά αντανακλά, επίσης, ευρύτερες αντιθέσεις που αφορούν στη σύλληψη του ρόλου της δημοτικής ηγεσίας από το κάθε μοντέλο. Στον μεν παραδοσιακό τύπο δημοτικής διοίκησης διακρίνουμε μια τάση επαγγελματοποίησης της πολιτικής και αναδειξης της ως αυτοσκοπού. Στον δε νέο τύπο διοίκησης συναντάμε τον δήμαρχο, ο οποίος αξιοποιεί την πολιτική ως μέσο σχεδιασμού και εφαρμογής συγκεκριμένου έργου, όχι ως αυτοσκοπό. Στη δεύτερη περίπτωση ο δήμαρχος δεν παρουσιάζεται ως ένας τοπικός άρχοντας αλλά ως ένας ταπεινός διαχειριστής ζητημάτων, ο οποίος υπηρετεί έναν θεσμικό ρόλο συγκεκριμένης διάρκειας. Έτσι, οι πολίτες δεν αντιμετωπίζονται ως ψηφοφόροι - πράγμα που θα μπορούσε να ενεργοποιεί την ιδιοτελή και σκοπιμοθηρική στάση του δημάρχου - αλλά ως εταίροι και συνδιαμορφωτές των κοινών.
Επίσης, τα επιμέρους μοντέλα παρουσιάζουν διαφορές ως προς τα κριτήρια στελέχωσης της ευρύτερης ηγετικής ομάδας του δήμου. Στο δημαρχοκεντρικό τύπο διοίκησης η ομάδα του δημάρχου επιλέγεται με κριτήριο τον βαθμό δημοφιλίας των προσώπων που την συναποτελούν και τις προοπτικές εκλογιμότητας τους. Στην αντίθετη περίπτωση, ο δήμαρχος, ως διαχειριστής εξουσίας, επιλέγει προσεκτικά ικανούς συνεργάτες που θα τον βοηθήσουν στην υλοποίηση καλά μελετημένων σχεδίων. Άλλη διαφορά που μπορεί να εντοπίσει κανείς σχετίζεται με τις δομές λήψης αποφάσεων. Σε ένα παραδοσιακό μοντέλο διοίκησης, διακρίνεται μια ιεραρχική διάταξη στις διαδικασίες χάραξης πολιτικής· συνήθως, ο δήμαρχος τοποθετείται στο επίκεντρο της λήψης αποφάσεων και συσπειρώνει γύρω του μια ομάδα συμβούλων και συνεργατών, οι οποίοι έχουν, κυρίως, γνωμοδοτικό ρόλο. Στην αντίθετη περίπτωση, ο δήμαρχος περιβάλλεται από συνεργάτες με τους οποίους αναπτύσσει μια οριζόντια σχέση ισοτιμίας.
Τέλος, αναφορικά με την αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων, θα λέγαμε ότι και πάλι συναντούμε διαφορές μεταξύ των δύο τύπων διοίκησης. Η περίπτωση του δημαρχοκεντρικού μοντέλου φαίνεται να επιδεικνύει δυσκαμψία εν όψει δυσχεριών και απρόσμενων μεταβολών, ενώ το νέο μοντέλο διοίκησης παρουσιάζεται ως περισσότερο ευέλικτο. Η πιθανή οικονομική δυσπραγία, για παράδειγμα, μπορεί να οδηγήσει τον παραδοσιακό δήμαρχο σε μη παραγωγικές κινήσεις και παράλυση όταν ο διαχειριστής εξουσίας του νέου μοντέλου διοίκησης θα μπορούσε με επινοητικότητα και τεχνογνωσία, σε θέματα χρηματοδότησης, να επιτύχει τους στόχους του. Η προνοητικότητα είναι επίσης ίδιον ενός καινοτόμου δημάρχου, ο οποίος αντί να προσπαθεί να επιλύσει ένα σύνολο προβλημάτων, κατόπιν εορτής, σκέφτεται μακρόπνοα και δρα προληπτικά χάρη στις αναλύσεις ρίσκων που αξιολογεί σε κάθε του εγχείρημα.
Η διοίκηση στο δημόσιο τομέα συνεχώς αλλάζει και το εύλογο ερώτημα που εγείρεται είναι το εξής: Δήμαρχος ή μάνατζερ θα μπορούσε να φέρει εις πέρας το απαιτητικό έργο της διοίκησης των δήμων για την βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών, επιδεικνύοντας αφοσίωση, άρτια γνώση και ευελιξία; Αντίξοοι καιροί απαιτούν γνώση, προσαρμοστικότητα, επινοητικότητα και αφοσίωση. Θα πρέπει να αναρωτηθούμε κατά πόσο το παρωχημένο υπόδειγμα διοίκησης μπορεί να ανταποκριθεί στην προσδοκία μας για μετάβαση σε ένα σύγχρονο αστικό περιβάλλον με την καλύτερη δυνατή χρήση των πόρων.
Συμπερασματικά, πριν απαντήσουμε στο ερώτημα «Ποιο πρόσωπο προτιμάμε για Δήμαρχο», αξίζει να σκεφτούμε «τι τύπο Δημάρχου θέλουμε».
*Οικονομολόγος, ΜΒΑ
π. Γενικός Γραμματέας Επιμελητηρίου Ηρακλείου