―Αλέκο μου, πού μ’ αφήνεις!

Ο μεγάλος έρωτας του βασιλιά με την Ασπασία Μάνου

 


Πέρασαν σχεδόν 100 χρόνια όταν ο βασιλιάς Αλέξανδρος πέθαινε ,τέτοιες μέρες, άδοξα...από το δάγκωμα μιας μαϊμούς.

Αλλά νωρίτερα η Ελλάδα αλλά και η Ευρώπη συγκλονίζονταν από έναν μυθιστορηματικού βεληνεκούς έρωτα. Εκείνον που είχε ανθίσει ανάμεσα στον πρίγκιπα ,τότε, Αλέξανδρο, γιο του βασιλιά Κωνσταντίνου και την Ασπασία Μάνου. 

Κόρη του συνταγματάρχη Πέτρου Μάνου, η Ασπασία γνώριζε τον πλέον γοητευτικό από τους γιους του Γεώργιου από τα παιδικά τους χρόνια, καθώς εκείνη ήταν ένα από τα παιδιά που η πριγκίπισσα διαδόχου Σοφία καλούσε στο Τατόι για να παίξουν με τα δικά της.

Ο έρωτας μεταξύ τους ξεκίνησε στο μικρό διάλειμμα ηρεμίας ανάμεσα στους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Εθνικό Διχασμό. Μία τυχαία συνάντηση σε μια γιορτή που είχε δώσει ο σταβλάρχης Θεόδωρος Υψηλάντης έκανε τον πρίγκιπα, που μόλις είχε επιστρέψει νικηφόρος από τους Βαλκανικούς Πολέμους, να την ερωτευθεί κεραυνοβόλα. 

Κλασική ελληνική ομορφιά, το προφίλ της θύμιζε νύμφη σε αρχαίο αμφορέα, ενώ ο Αλέξανδρος ήταν εξαιρετικά αθλητικός και είχε τη φήμη του πλέι μπόι, με την υπερβολική ταχύτητα του αυτοκινήτου του να σκανδαλίζει τους Αθηναίους διαβάτες. Η βασιλική οικογένεια δεν είδε με ιδιαίτερη συμπάθεια το δεσμό. 

Όταν ο πατέρας του εξορίστηκε, ήταν ο Αλέξανδρος εκείνος που ανέβηκε στο θρόνο και, παρά τις μεγάλες αντιδράσεις και τη μάλλον απαγορευτική στάση του Ελευθέριου Βενιζέλου, παντρεύτηκε την Ασπασία Μάνου κρυφά, το 1919. Ωστόσο, πολύ σύντομα Αλέξανδρος και Βενιζέλος συμφιλιώθηκαν και η κυβέρνηση μάλιστα βοήθησε αργότερα την Ασπασία Μάνου.

Ο γάμος, όμως, δεν είχε ευτυχή κατάληξη, καθώς ο Αλέξανδρος έσβησε άδοξα, ένα χρόνο αργότερα, μετά από το δάγκωμα του πιθήκου του κηπουρού των ανακτόρων.

Η δραματική νύχτα

Ο Αλέξ. Λ. Ζαούσης στο βιβλίο του «Αλέξανδρος και Ασπασία», 1915-1920 περιγράφει τις δραματικές εκείνες μέρες:

Πρώτη νύχτα μετά το δάγκωμα: Ο Αλέξανδρος ξυπνάει από τους πόνους, αλλά το πρωί είναι απύρετος. Η μόνη αιτία ανησυχίας του γιατρού Μέρμηγκα η κάποια ερυθρότητα που διαπιστώνει, όταν αλλάζει τους επιδέσμους του τραύματος.

Τις τρεις επόμενες νύχτες: Ο ασθενής παρουσιάζει ανερχόμενο πυρετό που φτάνει ως τους 39ο .

Την πέμπτη ημέρα: Αναβλύζει από το τραύμα πύον. Για τον γιατρό, αυτό θεωρείται κακό σημάδι. Το μαθαίνει η κυβέρνηση και ιδιαίτερα ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που έχει αδυναμία στον άνακτα, και καλείται συνέδριο με του κορυφαίους γιατρούς της χώρας (πέντε γιατροί στην αρχή και κατόπιν οκτώ). Κάθε μέρα το ιατρικό συμβούλιο εκδίδει δελτίο που δημοσιεύεται στον Τύπο. Η περιγραφή της νόσου είναι ακριβής αλλά υπάρχει πάντα και μια νότα αισιοδοξίας. Κατά τους μεγαλογιατρούς ο πυρετός και τα άλλα συμπτώματα οφείλονται σε περιορισμένη τοπική μόλυνση.

Ο μικροβιολόγος καθηγητής Κων. Σάββας εντοπίζει μέσα στο πύον και απομονώνει το μικρόβιο του στρεπτόκοκκου. Στο μεταξύ η φλεγμονή έχει αρχίσει να απλώνεται προς τους βουβωνικούς λεμφαδένες, τις λεγόμενες «ελιές» και οι χειρουργοί αναγκάζονται να διευρύνουν τα τραύμα της γάμπας, κάθε φορά και πιο πολύ. Οι οδυνηρές αυτές επεμβάσεις θα καταντήσουν εφιάλτης για τον ασθενή.

Δυο μέρες υστερότερα: Ο πυρετός φθάνει τους 40ο, ενώ η φλεγμονή δεν υποχωρεί, όπως αναμενόταν. Και τότε ο γιατρός Φωκάς εκφράζει τις υποψίες του, ό,τι ακριβώς δεν ήθελαν να ακούσουν οι γιατροί του ιατρικού συμβουλίου: «Κύριοι, βρισκόμαστε ενώπιον αρχομένης σηψαιμίας!». Αντιμετωπίζεται το ενδεχόμενο να κόψουν το πόδι του πιο ωραίου εστεμμένου της Ελλάδας, αλλά πρώτη αντιδρά η Ασπασία που δεν έχει λείψει στιγμή από το πλευρό του Αλέξανδρου, φορώντας λευκή στολή νοσοκόμας. Κυριολεκτικά είναι ο λευκός του, ο παρήγορός του άγγελος.

Σε τούτη την κρίσιμη φάση ο πιστός φίλος του Αλέξανδρου, Χρήστος Ζαλοκώστας, αναλαμβάνει πρωτοβουλίες. Σπεύδει στο σπίτι του Βενιζέλου και του εξηγεί λεπτομερώς την κατάσταση. Ο πρωθυπουργός διατάσσει να κληθεί επειγόντως από το Παρίσι ο Γάλλος καθηγητής Φερδινάνδος Βιντάλ, ειδικός στις λοιμώξεις.

Δεκατρείς ημέρες μετά την εκδήλωση της νόσου: Φτάνει στο Τατόι, με ελληνικό αντιτορπιλικό, μέσω Μπρίντιζι, ο Βιντάλ. Εξετάζει αμέσως τον Αλέξανδρο, ο οποίος παραδόξως την ημέρα εκείνη, παρουσιάζει μιαν έντονη αναλαμπή. Ο Παριζιάνος, όμως, γιατρός δεν ξεγελιέται. Στη συνάντηση με τους συναδέλφους του τους δηλώνει απερίφραστα ότι ο βασιλιάς δεν πρόκειται να ζήσει περισσότερο από τέσσερις ημέρες. Ο Βιντάλ βέβαια δεν μένει με σταυρωμένα χέρια. Εφαρμόζει τη μέθοδο του «αυτοεμβολίου», εμβολίου δηλαδή από το πύον του ασθενούς προς παραγωγή αντισωμάτων, που όμως αποτυγχάνει.

Εικοστή τρίτη ημέρα (10 Οκτωβρίου 1920 με το παλιό ημερολόγιο): Μετακαλείται ένας ακόμη σπουδαίος γιατρός της Εσπερίας, ο καθηγητής ― χειρουργός Πιερ Ντελμπέ. Ο Ντελμπέ βρίσκει τον Αλέξανδρο σε απελπτιστική κατάσταση. Η σηψαιμία έχει προσβάλει και τον ένα πνεύμονά του. Κάνει συνεχώς αιμοπτύσεις. Ο Ντελμπέ βεβαιώνεται και αυτός ότι ο άτυχος βασιλιάς έχει προσβληθεί από αναερόβιο στρεπτόκκοκο και, ως εκ τούτου, είναι καταδικασμένος (ο στρεπτόκοκκος και σήμερα ακόμη, εποχή των αντιβιοτικών, δύσκολα θεραπεύεται).

Νύχτα της 11ης προς τη 12η Οκτωβρίου: Ο Αλέξανδρος πέφτει σε κώμα. Με όση δύναμη του απομένει τραβάει την Ασπασία, που ξαγρυπνάει στο πλευρό του, και κρύβεται στην αγκαλιά της σαν τρομαγμένο παιδί.

Η δωδεκάτη Οκτωβρίου είναι η τελευταία ημέρα της ζωής του άτυχου βασιλιά. Με το ξημέρωμα βυθίζεται σε παραλήρημα. Βλέπει όνειρα, τα οποία εξηγεί στους γιατρούς με μισοσβησμένη φωνή. Πρώτα ονειρεύεται τον αγαπημένο του παππού Γεώργιο Α’ κι ύστερα τον πόλεμο (διατάσσει μάλιστα κατ’ όναρ τον υπασπιστή του Βασιλάκη Μελά να του φέρει το τελευταίο πολεμικό ανακοινωθέν). Έπειτα ζητάει από την Μπίκα του να του φωνάξει τον Μήτσο, τον οδηγό, κι όταν αυτός παρουσιάζεται, του δίνει εντολή να ετοιμάσει το αυτοκίνητο (για τον Μήτσο διαδόθηκε αργότερα πως δεν άντεξε τη μεγάλη θλίψη και αυτοκτόνησε).

Στις τέσσερις το απόγευμα ψιθυρίζει το όνομα της γυναίκας του «Μπίκα...» και αφήνει την τελευταία του πνοή. Η Ασπασία βγάζει μιαν απελπισμένη κραυγή:

―Αλέκο μου, πού μ’ αφήνεις.....

 

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ