Του Ευτύχιου Σ. Καλογεράκη
Αυτές τις γιορτινές μέρες καλό είναι να μην λησμονούμε, αλλά να τιμούμε τους συντοπίτες μας, που θυσιάστηκαν, τραυματίσθηκαν, κινδύνεψαν πολεμώντας. Αρκετοί απ’ αυτούς, ανάλογα με την ειδικότητά τους, πολέμησαν στην πρώτη γραμμή μάχης, στα Βορειοηπειρωτικά βουνά στο έπος του 1940. Η ηλικία τους ήταν από 20 έως 40 ετών και μερικοί με τρία παιδιά ήδη.
Αναφέρει στα απομνημονεύματά του ο Στελιανός Ν. Καλογεράκης: «Νύκτα βροχερή και παγωμένη το Γενάρη του 1941. Σταθμευμένοι στα Βορειοηπειρωτικά βουνά για να συνεχίσουμε για την πρώτη γραμμή του μετώπου. Σε λίγο άλλο τάγμα με φώτα πορείας μας πλησιάζει και πληροφορούμαστε ότι είναι το τάγμα των Διονυσίων. Σ’ αυτό το τάγμα γνώριζα ότι υπηρετούσε ο συγχωριανός μου Λευτέρης Π. Παραδεισανός μικρότερος από μας που είμαστε 34 χρονών. Αρχίζω να τον ψάχνω ρωτώντας που είναι; Σε λίγο ένας στρατιώτης μου απαντά ότι μαζί μας ήταν αλλά προχθές σκοτώθηκε. Αποσκοτεινιάστηκα, πάγωσα, δεν το περίμενα. Σίγουρα του λέω; Ναι μου απαντά. Συνεχίζουμε την πορεία μας και σε μερικές μέρες συναντήσαμε το τάγμα του αδελφού του, Δημοσθένη Π. Παραδεισανού, αδελφικού φίλου μου από το χωριό. Κάναμε χαρές ο ένας στον άλλο. Ήντα νέα, ήντα μαθαίνεις για τους άλλους γνωστούς μας; Σκοτωθήκανε, ζούνε, με ρωτά. Δεν είχε μάθει ότι σκοτώθηκε ο αδελφός του. Μου ερχόταν στο στόμα να του το πω αλλά δίσταζα βλέποντάς τον τόσο χαρούμενο και κεφάτο και τελικά δεν του το είπα. Όταν μετά τον πόλεμο γυρίσαμε γεροί πίσω και του είπα ότι το γνώριζα όταν συναντηθήκαμε ότι είχε σκοτωθεί ο αδελφός του μου έλεγε. Γιάτα μωρέ Στελιανέ δεν μου το πες και την επομένη λίγο έλειψε να σκοτωθώ και γω και θα ξεκληριζόμαστε. Υπήρχε τότε νόμος ότι αν ένας από τους δύο αδελφούς που ήταν στον πόλεμο σκοτωνόταν, ο άλλος γύριζε πίσω ως προστάτης. Του εξήγησα ότι δεν μπορούσα μετά από τόση χαρά που είχε να τον δω να κλαίει και να χτυπιέται.
Τους σκοτωμένους Ιταλούς και δικούς μας τους ψάχναμε, τους ξεψειρίζαμε για ρολόγια, χρυσούς σταυρούς και δαχτυλίδια, αφού θα τους θάβαμε και θα χανόταν. Εγώ δεν το έκανα γιατί το θεωρούσα γρουσουζιά και κακό παρατήρημα, επειδή έλεγαν πως όποιος παίρνει αντικείμενο σκοτωμένου σκοτώνεται και αυτός.
Μετά από μια σφοδρή μάχη ο ανεξάρτητος λόχος Κρητών με πολλούς Αμαριώτες μέσα, καταλαμβάνει ένα ύψωμα και ξεκουραζόμαστε με πολλούς σκοτωμένους Ιταλούς δίπλα μας. Μωρέ Καλόγερε, μου λέει μετά τη μάχη ο Τζίτζικας ο Γιώργης (Ζούλης), συνομήλικός μου, από το Άνω Μέρος, ξεψείρισες τους σκοτωμένους Ιταλούς; -Όχι του λέω, γιατί κάνουν κακό αποδοσούδι. -Ναι καλά, μπουνταλές, μου λέει. Ψάχνει ένα σκοτωμένο Ιταλό. Φορούσε χρυσό δακτυλίδι, είχε πρηστεί και δεν έβγαινε. Του κόβει το δάκτυλο και το παίρνει, αλλά κακό δεν έπαθε και γυρίσαμε γεροί πίσω. Άλλοτε πάλι βρήκαμε μια γροπροβατίνα, την ψήσαμε λιγάκι και τη φάγαμε. Μετά μας έπιασε διάρροια και φοβηθήκαμε πως θα ποθάνομε. Μωρέ Ζούλη, δεν μας έφαγαν οι σφαίρες και θα ποθάνομε από τη βρωμοπροβατίνα του έλεγα.
Στη οπισθοχώρηση κατεβαίναμε με τα πόδια για Αθήνα. Στα Γιάννενα χάζευα την πόλη και στο στρατηγείο απ’ έξω βλέπω το συγχωριανό μου Βασίλη Μ. Καπαρό. Χαρές που σμίξαμε τόσο μακριά από το τόπο μας, είπαμε τα νέα μας και συνεχίσαμε πεζοπορώντας για Αθήνα».
Οι Αϊγιαννιώτες που συμμετείχαν στο Αλβανικό μέτωπο ήταν:
1.Έπεσαν μαχόμενοι:
1. Ζωϊδάκης Λεωνίδας του Ανδρ.
2.Καλογεράκης Ιωάννης του Μ.
3.Παραδεισανός. Ελευθέριος του Π.
2.Τραυματίσθηκαν σε βαθμό αναπηρίας: Ιερώνυμος Κορωνάκης, απώλεια των κάτω άκρων.
3.Κινδύνεψαν πολεμώντας:
1.Γαζοράκης Κων/νος.
2.Ζαχαριουδάκης Σπυρ.
3. Ζωϊδάκης Θεοχάρης
4.Καλογεράκης Στυλιανός του Ν.
5. Καπαρός Βασίλης
6.Λαντζουράκης Εμμανουήλ
7.Μαριδάκης Γεώργιος του Γεωργ.
8.Παπαδογιάννης Εμμ.
9. Παραδεισανός Δημοσθένης του Π.
10.Παραδεισανός Διογένης του Στυλ.
11. Σοφιολάκης Σπυρ.
Ας είναι αιωνία η μνήμη τους και η ευγνωμοσύνη μας