ΑΠΟΨΕΙΣ

Ολόρθο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε: Για τον Αθανάσιο Διάκο

Ουδέποτε η κρατική επίσημη αρχή τον άφησε να ξεχαστεί στη λήθη

Ολόρθο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε: Για τον Αθανάσιο Διάκο

Ο Αθανάσιος Διάκος (1788-1821) είναι η εμβληματική μορφή στη Στερεά Ελλάδα μέχρι σήμερα, όχι μόνο για την ηρωική μάχη στην Αλαμάνα στις 23 Απριλίου 1821, στο Σπερχειό ποταμό έξω ακριβώς από την πόλη της Λαμίας, αλλά κυρίως για την επώνυμη παρουσία του ως η πλέον αναγνωρίσιμη μορφή στις απαρχές του Αγώνα και ως o άριστος εκ πολλών πολεμιστών. Ο Αθανάσιος Διάκος είναι το σύμβολο της εθνεγερσίας, της μαχόμενης νεότητας και της ελληνικής ελευθερίας. Η αναγνώριση του Διάκου γίνεται από τον Ανδρέα Καρκαβίτσα επτά δεκαετίες μετά· με την πένα του, ο Καρκαβίτσας στις αρχές της μοντέρνας εποχής, τότε που η λογοτεχνία σταδιακά απομακρύνεται από τη ρομαντική προσέγγιση του παρελθόντος, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας μας επανασυστήνει τον Αθανάσιο Διάκο στη λόγια Αθήνα του ελεύθερου πλέον ελληνικού κράτους. Μετά την άφιξη του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, το 1828 ο Γεώργιος Γαζής δημοσιεύει στην Αίγινα δύο πολύ σημαντικές πρώτες βιογραφίες νεαρών Ελλήνων ηρώων, του Μάρκου Μπότσαρη (1788-1823) και του Γεώργιου Καραϊσκάκη (1782-1827). Καμία όμως βιογραφία του Αθανάσιου Διάκου δεν μας διασώζεται,  παρά μόνο οι επώνυμες αναφορές του σε πολλές παραλλαγές στο κλέφτικο τραγούδι, για παράδειγμα το λαϊκό δημοτικό άσμα «Τί καπετάνιος είσαι εσύ»  που άδεται έως σήμερα στη Στερεά. Σκοπός του παρόντος κειμένου είναι η ενσωμάτωση του Αθανασίου Διάκου στην ιστορική αφήγηση του Ανδρέα Καρκαβίτσα, ο οποίος μολονότι πεζογράφος και ιατρός, ωστόσο με έρευνα στο πεδίο αναδομεί την προφορική μας ιστορίας ως έθνος στο 19ο αιώνα. Μαζί με τους πρώτους νέους αγέρωχους πολεμιστές, οι οποίοι έφυγαν νωρίς πέφτοντας στη μάχη του Αγώνα, η ελληνική μνήμη οφείλει να αναφέρει ομοίως τον Αθανάσιο Διάκο ως τον πρώτο ήρωα πεσόντα, τον προμήθειο πρωταγωνιστή στην Αλαμάνα.       

Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας ως εθνογράφος 

Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας (1865-1922) είναι ένας πολύ σημαντικός λογοτέχνης και ίσως ο πρώτος εθνογράφος του νέου ελληνικού κράτους έως σήμερα. Ο ίδιος, όντας διορισμένος στη νέα χώρα ως στρατιωτικός γιατρός, αμέσως μετά την ένταξή της περιγράφει τη Θεσσαλία, αλλά και τη Στερεά Ελλάδα τον 19ο αιώνα όταν ζει και εργάζεται στις αντίστοιχες περιοχές. Ο Καρκαβίτσας είναι ένας από τους κατεξοχήν εκπροσώπους του ηθογραφικού διηγήματος, ο οποίος έδωσε τα καλύτερα δείγματα λογοτεχνίας και κοινωνικής καταγραφής στην τοπική ιστορία της Στερεάς και της Θεσσαλίας. Εκείνος εγκαινιάζει την αστική και αγροτική ηθογραφία, όταν το 1883 προκηρύσσεται ο πρώτος διαγωνισμός ελληνικού διηγήματος από την νεόδμητη Εστία (Μαστροδημήτρης, 2005 και Vitti, 2008). Μέσα από διαγωνισμούς και σημαντικές συνεργασίες με διάσημους λογοτέχνες, όπως ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο Γεώργιος Βιζυηνός και ο Κωστής Παλαμάς, το λογοτεχνικό και φιλολογικό περιοδικό η Εστία διατηρεί ζωντανό το νεοελληνικό (ηθογραφικό) διήγημα στην Ελλάδα για όλο το 19ο αιώνα.   

Ο Λουκής Λάρας (1879) από τον Δημήτριο Βικέλα που ανασημαίνει την εθνικοαπελευθερωτική τραυματική μνήμη από τη σφαγή της Χίου, η νουβέλα σηματοδοτεί το πέρασμα από το ρομαντισμό στην ελληνική ηθογραφία, όπως η Madame Bovary (1856) του Gustave Flaubert νωρίτερα έδωσε στη γαλλική λογοτεχνία το διαβατήριο προς την βραχύβια σχολή του νατουραλισμού. Οι Γάλλοι λογοτέχνες από το 1850 έως το 1880 περίπου, με τους Gustave Flaubert, Émile Zola και o Guy de Maupassant, αποτελούν την τριανδρία του γαλλικού νατουραλισμού. Οι τρεις συγγραφείς μαζί με τα άρθρα για το γαλλικό ρεαλισμό του Jules Champfleury ολοκληρώνουνε το θεωρητικό πλαίσιο και διοχετεύουνε το νατουραλισμό στην παγκόσμια σκηνή, όχι ως ένα πρόδρομο του ρεαλισμού, αλλά περισσότερο ως ένα υστερόχρονο ρομαντικό όραμα της αστικής πραγματικότητας και της ζωής στην ύπαιθρο. Η εμπλοκή της ελληνικής ιστορίας και ο νατουραλισμός στη νέα αθηναϊκή ηθογραφία μέσα από την αρχαιότητα και την επανάσταση έχουν σε μεγάλο  βαθμό επιρροές από την τραυματική μνήμη και την έσωθεν ανάγκη για σύνδεση με τη Μεγάλη Ιδέα αλλά και την επούλωση του τραύματος (Τσατσάνη, 2021α)· ειδικότερα αυτό παρατηρείται την περίοδο από το 1880 έως τη Μικρασιατική Καταστροφή όταν η νεόκοπη ψυχολογία αναγνωρίζει το τραύμα ως έννοια και ως βίωμα. Μέσα από τα πολλά ταξίδια του, ως ιατρός στους νομούς παραμονής, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας με επιτόπια έρευνα δημοσιεύει από εκεί τακτικότατα κείμενα εθνογραφικού και ανθρωπολογικού ενδιαφέροντος στην Εστία, παράλληλα με τους συγγραφείς της Νέας Αθηναϊκής Σχολής. 

Η Νέα Αθηναϊκή Σχολή (1880-1920) ενσωματώνει το ρεαλισμό και πολλές νατουραλιστικές εικονοποιητικές περιγραφές για την εξοχή, τον έρωτα αλλά και την πατρίδα με την πρόσφατη ιστορία της, όλες οι απεικονίσεις απηχούν τα leitmotifs ενός ύστερου ρομαντισμού. Για παράδειγμα άγνωστα σχεδόν είναι τα κείμενα για πρόσωπα του Αγώνα (όπως ο Γιαννάκης Κουτρούκης, η  Μαρία Πενταγιώτισσα και ο Σταματάκης Ασφακιανός Κουτρούκης) ή πιο γνωστά τα άρθρα του για πολλούς ελληνικούς τόπους με έντονες αφηγήσεις νατουραλιστικής απεικόνισης για την Αθήνα (Αναφιώτικα), για την ορεινή Ναυπακτία (Κράβαρα), για την Κέρκυρα (Καρτέρια), για τη Θεσσαλία (Θεσσαλικές Εικόνες, λ.χ. Κίσσαβος, Η Πατρίς του Ρήγα) και για τη Ρούμελη (Εικόνες της Ρούμελης, λ.χ. Δελφοί).   Οι νέες εικόνες της γεωγραφικά εκτεταμένης Ελλάδας λειτουργούνε ως αποκατάσταση της ιστορικής αδικίας και γι’ αυτό δημοσιεύονται αυτή την περίοδο στην Εστία από το 1888 έως το 1892, ενώ ο ίδιος τελειώνει την ιατρική σχολή (1883-1888) και ως φαντάρος-ανθυπίατρος υπηρετεί στη Λάρισα και στο Μεσολόγγι (1889-1891) –μάλιστα έως το 1891 συγκεντρώνει όλο το υλικό για τον Ζητιάνο όταν ζει στη Λάρισα και περιηγείται στη Θεσσαλία. Η Θεσσαλία με έδρα τη Λάρισα που εντάσσεται στην Ελλάδα τότε, μόλις το 1881, αποτελεί τη μουσουλμανική παρουσία στην κεντρική χώρα ήδη από το 14ο αιώνα παρά την πανάρχαια ιστορία της (Τσατσάνη, 2021β). Ίσως η ίδρυση της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδας (1882) από τον Νικόλαο Πολίτη με σκοπό τη μελέτη του Νέου Ελληνισμού, ένα χρόνο αμέσως μετά την ένταξη της ελληνικής κορμοστασιάς της Θεσσαλίας, η επαναχάραξη των εθνικών συνόρων να έκανε το συγγραφέα περισσότερο έτοιμο να γράψει όσα είδε εκ του σύνεγγυς στην κεντρική παλαιά Ελλάδα δημοσιεύοντάς τα στην αθηναϊκή Εστία. Αργότερα, όλα τα Διηγήματα (1892) και μερικές νουβέλες με κορυφαία το Ζητιάνο (1897) από τον Ανδρέα Καρκαβίτσα συνεισφέρουνε τα μέγιστα στη λαογραφική προσέγγιση της Νέας Αθηναϊκής Σχολής, ενώ η «Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία» (1909) που ιδρύεται λίγο μετά, προφανώς απηχεί μια ηθογραφικά άψογη ανάταση στην αθηναϊκή κόπωση της κοινωνικά εγκλωβισμένης ζωής στο κλεινόν άστυ.

Αθανάσιος Διάκος           

Μεθοδολογία   

Την Πρωτομαγιά 1888 η Εστία, το φιλολογικό περιοδικό των Αθηνών φιλοξενεί το ιστορικό-ανθρωπολογικό δοκίμιο του Ανδρέα Καρκαβίτσα για τον σημαντικό ήρωα της Επανάστασης, με τίτλο: «Ιστορικαί Σημειώσεις: Περί Αθανασίου Διάκου» (Καρκαβίτσας, 1888). Μόλις σε τέσσερις σελίδες, ο συγγραφέας αναπληρώνει μεγάλα κενά γνώσης και διορθώνει λάθη της προφορικής λαϊκής παράδοσης των πολλών αβάσιμων διηγήσεων που υπήρχανε κατά την απελευθέρωση. Το μανιφέστο της σωστής επιστημονικής μεθόδου για την ελληνική ιστορία της Επανάστασης, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας το συνοψίζει ως εξής: «Απεδείχθη ότι μόνον η κατά τόπους έρευνα, η ακριβής αναγραφή των γεγονότων μέχρι των ελαχίστων λεπτομερειών, η παράστασις των προσώπων, μέχρι και των μικροτέρων ακόμη και αυτών των τοποθεσιών ει δυνατόν η περιγραφή, θα είναι η κατάλληλος και αψευδής ύλη, επί της οποίας θα δύναται τις να βασισθεί» (Εστία, 644/1.5.1888). Ο Καρκαβίτσας κάνει επιτόπια έρευνα και παίρνει προφορικές συνεντεύξεις, ο ίδιος από τον εγγονό της αδελφής του Αθανασίου Διάκου, της Σοφίας, αυτός ο πληροφοριοδότης είναι ο Κωνσταντίνος Διάκος, ο οποίος έφερε τιμής ένεκεν το ομώνυμο επίθετο με τον Αγωνιστή ήδη από το 1876. Αυτόν συνάντησε ο Καρκαβίτσας όταν βρέθηκε στα Κράβαρα και προς τούτο μας παραθέτει τη δική του εκδοχή των γεγονότων, ένα σύνολο αφηγήσεων με πλούσιες λεπτομέρειες –ο Κωνσταντίνος Διάκος αφηγείται στον Ανδρέα Καρκαβίτσα μερικά άγνωστα γεγονότα κι άλλα περισσότερο λεπτομερώς, ορμώμενος από την ανάγκη μιας νέας προσωπογραφίας και υπαλλαγής του Αθανασίου Διάκου από λάθη των υπολοίπων αφηγήσεων και προσωπικών ιστοριών. Η αλήθεια της βιογραφικής ιστορίας του Διάκου μας κάνει ενίοτε να κατανοούμε, αλλά και να συμφωνούμε ή να αντιλαμβανόμαστε όλες τις επιλογές του γράφοντος. Το άρθρο του Ανδρέα Καρκαβίτσα με πλούσιες λαογραφικές πληροφορίες εν γένει και σαφή νατουραλιστική αφήγηση μας εντάσσει ευχάριστα στην Επανάσταση το 1821 και είναι το καλύτερα δοσμένο εθνογραφικό αφήγημα στη Νεοελληνική Λογοτεχνία, επειδή αγγίζει ζητήματα ανθρωπογεωγραφίας, τοπικής ιστορίας και εθνικού πολιτισμού σε μία μεταβατική εποχή για το Γένος. Από την ορθολογική φιλολογική οπτική, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας είναι ο πρώτος εθνογράφος-λογοτέχνης. Εκείνος τολμά, μόλις το 19ο αιώνα συνειδητά να βγαίνει στο ανοιχτό πεδίο της επιτόπιας έρευνας, με τη μέθοδο της συνέντευξης και της παρατήρησης, στοχεύοντας στην εκμάθηση της πρόσφατης προφορικής ιστορίας. Με τις σύντομες Ιστορικές Σημειώσεις περί του Αθανασίου Διάκου, η μεθοδολογία του Ανδρέα Καρκαβίτσα, όπως την επισημαίνει ο ίδιος, αυτή συνιστά μια σωστή επιστημονική μέθοδο στην προσέγγιση και στην ανασύσταση της δημόσιας ιστορίας.  

Ο Αθανάσιος Γραμματικός γίνεται Διάκονος (1788-1808)         

Σύμφωνα με το κείμενο «Ιστορικαί Σημειώσεις: Περί Αθανασίου Διάκου» που δημοσιεύεται στην Εστία, το πλήρες όνομά του ήτανε Αθανάσιος Γραμματικός και καταγότανε από την Άνω Μουσουνίτσα εκ πατρός και την Αρτοτίνα εκ μητρός, δυο κώμες στο σημερινό Νομό Φωκίδας όπου γεννιέται το 1788. Στην πάγια τακτική των αδύναμων ποιμενικών οικογενειών, ο Αθανάσιος ανάμεσα σε πέντε παιδιά, τρία αγόρια και δύο κορίτσια (Αθανάσιος, Δήμος, Αποστόλης, Καλομοίρα, Σοφία), εκείνος εισέρχεται σε ηλικία 16 ή 17 ετών στη Μονή Ιωάννη Προδρόμου που βρίσκεται εγγύς για να διδαχθεί την ελληνική γλώσσα, ήτοι γραφή και ανάγνωση μέσα από τα χριστιανικά κείμενα ως ορθόδοξος, με βάση την Οκτώηχο και το Ψαλτήρι (αυτό είναι προφανώς το γνωστό χριστιανικό «κρυφό σχολειό» επί Τουρκοκρατίας). Ο Δεσπότης Λιδωρικίου θαυμάζοντας το νέο και σοβαρό ιεροψάλτη με προοπτική Αναγνώστη μελλοντικά, τον έχοντα εξαίσια φωνή, όπως ρητά αναφέρει ο Καρκαβίτσας, χάριν στο θείο φωνητικό χάρισμα και την ευγένεια του ανδρός, τότε προτείνει να χειροτονήσει τον Αθανάσιο ως διάκονο, δηλαδή Διάκο. Έκτοτε αρχίζει ο μοναστηριακός βίος του Διάκου. Σε ένα γαμήλιο γλέντι ωστόσο στην Αρτοτίνα, οι πυροβολισμοί βρήκανε ένα νεαρό από το χωριό της επαρχίας Δωρίδος τη Κωστάριτσα (το σημερινό Διχώρι) και μάλλον ο υπαίτιος άνευ δόλου και κινήτρου ήτανε ο Αθανάσιος. Έκτοτε εκείνος ζει στο Μοναστήρι όμως κρυφά και διαρκώς προφυλασσόμενος, χωρίς να βγάλει τα ράσα και χωρίς ν’ αποποιηθεί την ιερατική ιδιότητα του Διακόνου. Δεκαπενταύγουστο σ’ ένα πανηγύρι στην Αρτοτίνα όμως κάνει το μοιραίο λάθος να αποκαλυφθεί εκτός της Μονής για να παίξει στο λιβάδι με άλλους νεαρούς συνομηλίκους του λιθοβολία, το λαϊκό άθλημα των νέων Ελλήνων στην οθωμανική περίοδο, αλλά τότε οι Τούρκοι τον παραμόνευαν. Ο Αθανάσιος Διάκος δεν καταφέρνει να ξεφύγει, τότε μαζί με τον επίσης φυγόδικο Καφέτζο για άλλα αδικήματα αμφότεροι συλλαμβάνονται και ο Φεράτ Εφένδης, ο διοικητής της περιοχής, τους προφυλακίζει στο Λιδωρίκι.   

Η κλέφτικη ζωή στα ορεινά των Κραβάρων (1808-1810)           

Την ίδια νύχτα δραπετεύουνε και φυσικά περνούν στην παρανομία στο κιβούρι με τα άλλα 70 παλικάρια του Τσαμ Καλόγηρου από την Ήπειρο ανάμεσά τους ο Γούλας και ο Σκαλτσοδήμος. Σύντομα θα αποδείξει τις κλέφτικες ικανότητές του στα Κράβαρα, στο χωριό Ζελίστα, σε συμπλοκή Τούρκων αξιωματικών και Ελλήνων κλεφτών διασώζοντας τον Έλληνα καπετάνιο όταν περνάει ξιφομαχώντας έως τη Γραμμένη Οξυά με τον Τσαμ Καλόγηρο στους ώμους του τραυματισμένος ο αρχηγός βαριά από τους Τούρκους. Έκτοτε ο αρχηγός αναγνώρισε τον Αθανάσιο Διάκο ως διάδοχό του. Ο Διάκος και ο Σκαλτσοδήμος από την Αρτοτίνα, οι δύο τους έρχονται σε μεγάλη κόντρα ηγεσίας. Λόγω της τουρκικής πίεσης, αλλά και των προσωπικών τους διαφορών, ο Διάκος τότε θέλει να γίνουνε αρματολοί, δηλαδή να περάσουνε στη νομιμότητα, όμως οι ντόπιοι πρόκριτοι δεν τους στηρίζουνε στους αγάδες, όπως επιβαλλότανε επί Τουρκοκρατίας ώστε να λάβει ένας χριστιανός το επίσημο οθωμανικό χρίσμα, το αρματολίκι. Εκείνοι ανταπαντώντας πιάνουνε όμηρο την κόρη του πρόκριτου Μπαμπαλή, την όμορφη Κρουστάλλω, την αδελφοποιτή του Αθανάσιου Διάκου από τα Μπαΐρια της Φωκίδας. 

Αθανάσιος Διάκος     

Ο Αθανάσιος Διάκος ως αρματολός (1810-1820)        

Το κλέφτικο δημοτικό τραγούδι, όπως καταγράφεται στο εθνογραφικό κείμενο στην Εστία, έναν αιώνα μετά τη γέννηση του Διάκου, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας διαφυλάττει την οικογενειακή εκδοχή των γεγονότων που αφηγείται ο εγγονός από την αδελφή του ο Κωνσταντίνος Διάκος. Την εποχή εκείνη, τέλη του 19ου αιώνα, σώζεται μάλιστα το έλατο στη θέση Καρυά, εκεί όπου κρατήθηκε η κοπέλα για δύο εβδομάδες έως ότου γίνει η επιθυμία του Διάκου πράξη. Με αυτόν τον ανορθόδοξο τρόπο λοιπόν ο Διάκος έγινε νόμιμος αρματολός και έκτοτε αρχίζει ο αρματολικός βίος του. 

Όλα τα δένδρα την αυγή δροσά είναι φορτωμένα 

Κι εμένα τα ματάκια μου δάκρυα γιομισμένα, 

Γιατί κοιμούνται μοναχά και συντροφιά δεν έχουν·

Έχουν τα δένδρα συνοδιά και τα πουλιά κουβέντα. 

Μες της Καρυάς τον έλατο κάθεται ο Σκαλτσοδήμος 

Με την Κρουστάλλω στο πλευρό με την Μπαμπαλοπούλαν. 

Ο Διάκος από την μια μεριά κι ο Γούλας από την άλλη·

Κι ο Διάκος ο σταυραδερφός στα μάτια την τηράει:       

  • Τί με τηράς, μπρέ Διάκε μου και σύ σταυραδερφέ μου, 

Εμένα τώρα η τύχη μου, τόχει το ριζικό μου

Να γένω στρώμα του Σκαλτσά, προσκέφαλο δικό σου.   

Αρχηγός του αρματολικίου έγινε ο Σκαλτσοδήμος ως μεγαλύτερος σε ηλικία με πεδίο δράσης τις εκβολές του Μόρνου. Ο Διάκος και ο Γούλας ως νεότεροι έλαβαν τις θέσεις επάνω στα όρη στις δύο πηγές του Μόρνου και στις δυο πλευρές των Βαρδουσίων ώστε να μην συναντώνται συχνά με τους Τούρκους οι οποίοι έφευγαν και μόνο στη θέα τους εξαιτίας της προγενέστερης συνθήκης. Τότε οι Τούρκοι έδιναν τόπο στην οργή. Περί το 1814 ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων συγκαλεί τους οπλαρχηγούς της ευρύτερης περιοχής τόσο Αλβανούς όσο Χριστιανούς, μάλλον διαισθανόμενος την αρχή του τέλους για τον ίδιο. Ο Σκαλτσοδήμος έστειλε στη θέση του τον Αθανάσιο Διάκο ως νέο εκπρόσωπο του αρματολικίου του. Στην αυλή του Αλή Πασά γνωρίζει τον Οδυσσέα Ανδρούτσο με τον οποίο συνδέονται με δεσμούς φιλίας και εκτίμησης, γι’ αυτό τον ακολουθεί με ευκολία στη Λιβαδειά στο νέο αρματολίκι, έπειτα από τη συνεχή αντιδικία με τον Σκαλτσοδήμο για την ηγεσία στο παλαιό αρματολίκι. Το 1820 μετά τον Αύγουστο ο Αθανάσιος Διάκος γίνεται το πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου στη Λιβαδειά, την ίδια χρονιά που στη Βεσσαραβία (Μολδαβία) αρχές του φθινοπώρου οι Έλληνες της Διασποράς αποφασίζουνε  την εθνεγερσία.   

Αθανάσιος Διάκος

Ο Αθανάσιος Διάκος στην Επανάσταση το 1821           

Η Ιστορία της Επανάστασης είναι μερικώς καταγεγραμμένη τα τριάντα χρόνια μετά το Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας (1830-1860) κυρίως επί Όθωνα και σχεδόν τερματίζει στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, όταν ο Ανδρέας Καρκαβίτσας γράφει συνειδητά υπό την εθνογραφική προσέγγιση της πρώιμης ανθρωπολογίας στην Εστία. Οι ελληνόγλωσσες εκδόσεις είναι δύο αυτή την εποχή, η μία από τον Σπυρίδωνα Τρικούπη και η έτερη από τον Ιωάννη Φιλήμονα, καθώς οι Έλληνες έχουνε ελάχιστα δείγματα κρατικής πρόνοιας για την αποτύπωση όσων έγιναν την κρίσιμη δεκαετία 1820 έως 1830. Τα πρώτα ιστορικά στοιχεία κυρίως από τα αρχεία των νησιών Ύδρας και Σπετσών που έχουνε δει τη δημοσιότητα για λόγους ελληνοποίησης, Τα Υδραϊκά (1844) και Τα Σπετσιώτικα (1861), ώστε νόμιμα έτσι να αποκαθαίρουν την πρώην αλβανική προέλευση πολλών κατοίκων και επίσης ιστορική είναι η Πραγματεία για τα ίδια νησιά του Πέτρου Σκυλίτση Ομηρίδη το 1831. Ο Γεώργιος Γαζής γράφει ένα Λεξικό της Επαναστάσεως (1841) και ακολουθούνε η Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως (1853) από τον Σπυρίδωνα Τρικούπη στο Λονδίνο με επανεκδόσεις και το Δοκίμιο Ιστορικόν Περί της Ελληνικής Επαναστάσεως (1860) από τον Ιωάννη Φιλήμονα στην Αθήνα.  Έπειτα ακολουθεί η παντελής ελληνική σιωπή.                 

Οι ξένοι μελετητές είναι μάλλον περισσότεροι εξαρχής από τον François Pouqueville με την Histoire de la Régénération de la Grèce (1824) και τον Edward Bauquières με την Histoire de la Révolution Actuelle de la Grèce (1825), αλλά και τον Φαναριώτη Αλέξανδρο Σούτσο με την Histoire de la Révolution Grecque (1829),  τρία πρώιμα έργα που τυπώνονται στο Παρίσι στη γαλλική γλώσσα. Άλλωστε στην αγγλική γλώσσα αντίστοιχα γράφονται οι Ιστορίες της Επανάστασης από τον Thomas Gordon (1832) και τον George Finlay (1861) στο Λονδίνο, ενώ και οι δύο αγγλικές εκδόσεις μεταφράζονται στην ελληνική γλώσσα από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη αργότερα κατά παραγγελία. Όταν ο Ανδρέας Καρκαβίτσας επισημαίνει την ανεπάρκεια των τίτλων στην ιστορική καταγραφή της Επανάστασης, ίσως να έχει υπόψιν του τότε όλους τους ανωτέρω τίτλους, γι’ αυτό σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «Αι εκδοθείσαι μέχρι τούδε ιστορίαι και μονογραφίαι δεν δεικνύουσι τίποτε άλλο παρά την σπουδήν των γραψάντων, όπως δώσωσί τι εις την διψασμένην περιέργειαν των ομογενών των και διαψεύσεις και διασκευάς των μεν παρά των δε» (Εστία, 644/1.5.1888).     

Από την έναρξη της Επανάστασης έως την επίσκεψη του Καρκαβίτσα στην ορεινή Ναυπακτία στην επαρχία Δωρίδος, που από τη βυζαντινή εποχή έχει έδρα το Λιδωρίκι και χριστιανό επίσκοπο, πλέον έχουνε μεσολαβήσει πολλές δεκαετίες. Ωστόσο, ο θρύλος του ανδρός με την άμεμπτη διαγωγή και την ιπποσύνη εξακολουθεί ζωντανός στην περιοχή των κλεφτών, όπως προκύπτει από τα ανάλογα δημοτικά τραγούδια με προφορική διάδοση μέχρι σήμερα στη Στερεά και στην Πελοπόννησο. Η πορεία των Ελλήνων το Μάρτιο του 1821 είναι νικηφόρα νότια από την Καλαμάτα έως βορειότερα τη Βοστίστα (Αίγιο), την Πάτρα και το Ναύπλιο στην Πελοπόννησο, αλλά στη Στερεά έρχονται υπό χριστιανικό έλεγχο τα Σάλωνα (Άμφισσα), το Γαλαξίδι, το Λιδωρίκι και ανατολικά η Λιβαδειά. Τη Βοιωτία και την έδρα στη Λιβαδειά την κατακτά μάλιστα ο ίδιος ο Αθανάσιος Διάκος με την αρματολίτικη ομάδα των Ελλήνων επαναστατών. Αυτή η νίκη τους ανοίγει τον άνω δρόμο για το οθωμανικό Ζητούνι (Λαμία), την κύρια έδρα Τούρκων αγάδων και δυστυχώς άμεσης πρόσβασης από τη μουσουλμανική βάση στη Θεσσαλική πρωτεύουσα Yeni Sehir (Λάρισα) όπου η στρατιωτική έδρα των Τούρκων έσω του ελληνικού χέρσου κορμού (Greene, 2015). Η άνοδος προς τη Θεσσαλία ήτανε το βασικό στρατηγικό λάθος των Ελλήνων το 1821. Στη σημερινή Φθιώτιδα ο Πανουργιάς με 600 άνδρες στη Χαλκομάτα, ο Δυοβουνιώτης με 400 άνδρες στο Γοργοπόταμο και ο Διάκος στην Αλαμάνα με 500 άνδρες αντιμετωπίζουνε τους 8.000 Τούρκους και Αλβανούς που έρχονται από τον κάμπο. Η Μάχη στην Αλαμάνα είναι η πρώτη ήττα της ελληνικής Επανάστασης και σίγουρα η πλέον αναγνωρισμένη ως παράτολμη, δεδομένου του όγκου των Τούρκων και των Αλβανών που πολεμούν ακόμα αντάμα. Ο Αθανάσιος Διάκος από τη Φωκίδα θα βρει μαρτυρικό θάνατο από τον Ομέρ Βρυώνη στην τουρκόπολη Λαμία, σε μία παράτολμη επιχείρηση στη γέφυρα της Αλαμάνας, μία γέφυρα από τις πολλές γέφυρες του ποταμού Σπερχειού. 

Αθανάσιος Διάκος  

Η πρόσληψη του Διάκου σήμερα      

Η βραχύβια ζωή του Αθανάσιου Διάκου (1788-1821) είναι το σημείο αναφοράς για τη Στερεά Ελλάδα και τον ελληνισμό έως σήμερα, ειδικότερα από το 1820 που γίνεται μέλος της Φιλικής Εταιρείας στην ομάδα του Οδυσσέα Ανδρούτσου, ο οποίος επίσης έφυγε νωρίς για χάρη της ελευθερίας μας. Η λαϊκή μούσα διασώζει δύο πασίγνωστα «κλέφτικα» δημοτικά τραγούδια για τον μαρτυρικό θάνατό του, μία στερεοελλαδίτικη και μια πελοποννησιακή εκδοχή του δημοτικού κανόνα. Όμως, η πρώτη αναφορά σε λόγιο τραγούδι απαντά στη χειρόγραφη εφημερίδα «Αιτωλική» στο Μεσολόγγι το Σεπτέμβριο του 1821, μία όχι τόσο γνωστή αποτύπωση του Θανάτου του Διάκου (Τσέλιος, 2010: 32). Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, ο λαϊκός ζωγράφος της χώρας μας, εκείνος απεικόνισε τουλάχιστον σε πέντε πίνακες το δυναμικό αγωνιστή από τη Φωκίδα είτε μόνο να πολεμάει με το σπαθί του, είτε με άλλους οπλαρχηγούς, επίσης νέους οι οποίοι όμως έφυγαν νωρίς, όπως ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Ο λαοφιλής ζωγράφος Θεόφιλος αναπαριστά ακόμα την τραγική σύλληψη του Αθανάσιου Διάκου από τους Τούρκους απεσταλμένους του Χουρσίτ Πασά και τον Ομέρ Βρυώνη, ένας πίνακας που επαληθεύει τη ρήση του λαϊκού ζωγράφου ότι αντλεί τα θέματά του αποκλειστικά από το δημοτικό τραγούδι. Πασίγνωστο είναι το ποίημα με τοπικές παραλλαγές για το μαρτυρικό θάνατό του στη Λαμία, μετά τη μάχη της Αλαμάνας.  


 

Ο Θάνατος του Αθανάσιου Διάκου 

Τρία πουλάκια κάθονταν ψηλά στη Χαλκομάτα

Το 'να τηράει τη Λειβαδιά και τ' άλλο το Ζητούνι

το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει

Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα

Μην ο Καλύβας έρχεται, μην ο Λεβεντογιάννης

Ούτ' ο Καλύβας έρχεται ούτ' ο Λεβεντογιάννης

Ο Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε, με δεκαοχτώ χιλιάδες

Ο Διάκος σαν τ' αγροίκησε πολύ του κακοφάνη

Ψηλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει

Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλικάρια

δώσ' τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες

γλήγορα για να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα

που 'ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια

Παίρνουνε τ' αλαφριά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια

στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια

Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθείτε

σταθείτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθείτε

Ψιλή βροχούλα έπιασε κι ένα κομμάτι αντάρα

τρία γιουρούσια έκαμαν, τα τρία αράδα-αράδα

Έμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες

Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες

Βουλώσαν τα ταμπούρια του κι ανάψαν τα τουφέκια

κι ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει

Ξήντα ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασήδες

και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ' τη χούφτα

και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνε

Χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι

Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στον δρόμο τον ερώτα

Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν' αλλάξεις

να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησιά ν' αφήσεις

Κι εκείνος τ' αποκρίθηκε και στρίβει το μουστάκι

Πάτε κι εσείς κι η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε

Εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν' αποθάνω

Αν θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες

μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε

όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βόγιας

Σαν τ' άκουσε ο Χαλίμπεης, αφρίζει και φωνάζει

Χίλια πουγκιά σας δίνω γω κι ακόμα πεντακόσια

το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη

γιατί θα σβήσει τη Τουρκιά κι όλο μας το ντοβλέτι

Το Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν

Ολόρθο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε

την πίστη τους τους έβριζε, τους έλεγε, μουρτάτες

Σκυλιά, κι αν με σουβλίσετε ένας Γραικός εχάθη

Ας είναι ο Οδυσσεύς καλά και ο καπετάν Νικήτας

που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι όλο σας το ντοβλέτι

 

Ουδέποτε η κρατική επίσημη αρχή τον άφησε να ξεχαστεί στη λήθη, καθώς το όνομά του είναι το όνομα του χωριού καταγωγής, του τοπικού σταδίου και μιας μεγάλης πλατείας στη Λαμία, αλλά και πολλών έτερων μνημείων προς τιμή του με κύριο το κενοτάφιο που στήθηκε στη Λαμία από το 1876 (Κρέμος, 1891). Από το 1959 η Άνω Μουσουνίτσα στο σημερινό Νομό Φωκίδας μετονομάσθη στο χωριό «Αθανάσιος Διάκος» ως χρέος τιμής στο μεγάλο αγωνιστή.  Επίσης, η ίδια επωνυμία στολίζει τον ελληνικό αθλητισμό με το δημοτικό στάδιο της πόλης της Λαμίας να φέρει το όνομα «Αθανάσιος Διάκος». Κάθε επισκέπτης στην αρχαία πόλη της Λαμίας, το γνωστό Ζητούνι επί Τουρκοκρατίας, όπου ο Διάκος ξεψύχησε με τραγικό τρόπο, κάθε επισκέπτης σήμερα αισθάνεται διάχυτη την παρουσία του αναμφίβολα με το στάδιο, αλλά και σε μία ομώνυμη πλατεία, ακόμη στα δύο μνημεία και στο επιβλητικότατο άγαλμα επί της αντίστοιχης πλατείας, ο Αθανάσιος Διάκος ολόσωμος ορθώνεται ενώπιον μας πολεμώντας υπέρ ελευθεριάς. Η Πλατεία Αθανασίου Διάκου κοσμείται από τον Έλληνα πολεμιστή Αθανάσιο εν ώρα μάχης, ο πιο ωραίος άνδρας της Επανάστασης και ο πιο ρωμαλέος των αγωνιστών. Η Μάχη της Αλαμάνας, ίσως η πρώτη αποτυχία του ξεσηκωμού, όχι μόνο δεν μας πτόησε, αλλά έγινε μπαρούτι στις ελληνικές συνειδήσεις. Ο Ιταλός ζωγράφος Simone Pomardi στο Οδοιπορικό στην προεπαναστατική Ελλάδα που κάνει τα έτη 1804-1806, μαζί με τον Άγγλο αρχαιολόγο Edward Dodwell, αμφότεροι μας αφήνουνε μία παρακαταθήκη από γκραβούρες και σχέδια αξίας ανεκτίμητης σήμερα. Ξεχωρίζουνε οι δύο απεικονίσεις για τη Λαμία αλλά και για τη γέφυρα της Αλαμάνας (Pomardi, 1820: 19, 23), μία από τις γέφυρες του Σπερχειού ποταμού, όπου εκεί οριστικοποιήθηκαν αργότερα τα σύνορα του νέου ελληνικού κράτους έπειτα από ζοφερές όσο δύσκολες διαπραγματεύσεις στο Λονδίνο.            

Αθανάσιος Διάκος

Η σημασία της εθνογραφικής προσέγγισης στη λογοτεχνία 

Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας άφησε ένα πλούσιο εθνογραφικό έργο με πρωτοπόρες ανθρωπολογικές και ιστορικές προσεγγίσεις για την πρώιμη ελληνική ηθογραφία. Οι περιγραφές από τα διάσημα Κράβαρα και οι Θεσσαλικές Εικόνες όσο οι Εικόνες της Ρούμελης, που δημοσιεύονται όλες από την Εστία, μαζί θα αποχαρακτηρίσουνε μια εποχή δράσης και εθνικής επανατοποθέτησης στο γεωγραφικό χάρτη. Η ευρωπαϊκή σχολή στην Κοινωνική Ανθρωπολογία ακόμα την εποχή που γράφει ο Καρκαβίτσας περιβάλλει τον «ανθρωπολόγο της πολυθρόνας» με περισσή σοβαρότητα. Η Κοινωνική Ανθρωπολογία με τη μεθοδολογία της επιτόπιας έρευνας και της συμμετοχικής παρατήρησης δεν υπάρχει ακόμα ως αμιγής επιστημονικός κλάδος των Κοινωνικών Επιστημών. Ο πρώτος ανθρωπολόγος πεδίου, ο Bronislaw Malinowski δεν έχει εγκλωβιστεί ακόμα στα νησιά Trobriand στο νοτιοδυτικό Ειρηνικό, ούτε έχει συναντήσει εκεί τους δικούς του Αργοναύτες. Ο Πολωνός Bronislaw Malinowski θα δημοσιεύσει το εμβληματικό βιβλίο Αργοναύτες του Δυτικού Ειρηνικού, αργότερα το 1922 όταν τότε αρχίζει το ταξίδι για την Κοινωνική Ανθρωπολογία ως επιστήμη παγκοσμίως (1922, Argonauts of the Western Pacific). 

Η Ιστορία ως επιστήμη γεννιέται αντίστοιχα μέσα από τον εθνικισμό του 19ου αιώνα με την αρχική θετική του έννοια, όμως, της αυτονομίας των εθνικών λαών σε ομογενή κράτη. Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας αρχίζει με την Επανάσταση και σταδιακά την εγκαταλείπει προς χάριν άλλων έργων του (Λόγια της Πλώρης, Η Λυγερή) και αφηγήσεων στα Διηγήματα, ενώ Ο Ζητιάνος είναι ένα από τα πλέον καθαρά ιστορικά-λογοτεχνικά αφηγήματα στη σειρά των ανθρωπολογικών δοκιμίων από την παραδοσιακή ζωή στη Θεσσαλία. Η ελληνική εθνογραφική σχολή τώρα δημιουργείται άλλωστε και για πολλές δεκαετίες ο χώρος των λαογράφων επικαλύπτεται από τη φιλολογία. Η λαογραφία ως αυτόνομος κλάδος μόλις έχει αναδυθεί, ο νεολογισμός στη νεοελληνική γλώσσα προκύπτει το 1884 από το Νικόλαο Πολίτη με τον ευφυή συγκρητισμό των αγγλικών λέξεων folklore/ethnography (Τουντασάκη, 2003: 38). Η Λαογραφία folk-graphy είναι ένας νέος όρος και το αντίστοιχο περιοδικό Λαογραφία θα εκδοθεί το 1909 μαζί με την ίδρυση της «Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας» (1909). Ο λαογράφος Νικόλαος Πολίτης θα συστήσει αργότερα την «Ελληνική Μουσική Συλλογή» (1914) και το «Λαογραφικόν Αρχείον» (1918) που θα ενταχθούν αμφότερα το 1926 στο «Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας» στην Ακαδημία Αθηνών. Η λαογραφία και η φιλολογία στην Ελλάδα όλο το 19ο αιώνα και για μέρος από τον 20ο αιώνα βρίσκονται σε διάδραση με την κοινωνική ανθρωπολογία και με την ιστορία ως επιστήμες κάθετης ανάπτυξης που συχνά τέμνονται ή έστω αλληλεπικαλύπτονται. Σ’ αυτή την περιρρέουσα συνθήκη, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας πρωτοπορεί γιατί επιχειρεί ένα συγκρητισμό, της ανθρωπολογικής επιστήμης με εθνογραφική έρευνα πεδίου και της ευχάριστης ιστορικής ανάγνωσης με όχημα τη λογοτεχνία.           

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΊΑ                           

Ελληνόγλωσση 

Γαζής Γεώργιος (1971), Λεξικό της Επαναστάσεως 1841. Ιωάννινα: Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών.   

Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Μετονομασίες Οικισμών της Ελλάδος 19ος – 21ος αιώνας: https://settlement-renames.eie.gr/ 

Καρκαβίτσας Ανδρέας (1888), «Ιστορικαί Σημειώσεις: Περί Αθανασίου Διάκου», Εστία 644: 283-6. 

Κρέμος Γεώργιος (1891), Προέκθεσις τον κατά τον ανδριάντα του Αθανασίου Διάκου, Αθήνα.   

Μαστροδημήτρης Παναγιώτης (2005),7 Εισαγωγή στη Νεοελληνική Φιλολογία, Δόμος, Αθήνα.   

Ντοκιμαντέρ (1992), Ο Αθανάσιος Διάκος στην Τέχνη, ΕΡΤ Ντοκιμαντέρ https://archivePom.ert.gr/55887/ 

Τουντασάκη Ειρήνη (2003), «Ανθρωπολογία και Λαογραφία: από την εκατέρωθεν αδιαφορία στην υπό όρους αναγνώριση αμοιβαίων ωφελημάτων», περ. δοκιμές 11/12, 7-63. 

Τρικούπης Σπυρίδων (1853), Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Λονδίνο. 

Τσατσάνη Γεωργία (2021α), «Επανάσταση 1821: Η Καταστροφή της Χίου από το Βικέλα στο Λουκή Λάρα», Έθνος, https://www.ethnos.gr/istoria/149225_epanastasi-1821-i-katastrofi-tis-hioy-apo-bikela-sto-loyki-lara (11.3.2021) 

Τσατσάνη Γεωργία (2021β), «Στρατηγέ, τί ζητούσες στη Λάρισα, συ ένας Υδραίος; Αποτίμηση για την Επανάσταση του 1821», Έθνος, https://www.ethnos.gr/istoria/152136_stratige-ti-zitoyses-sti-larisa-sy-enas-ydraios-apotimisi-gia-tin-epanastasi-toy (4.04.2021) 

Τσέλιος Κωνσταντίνος (2010), Ο Αθανάσιος Διάκος στο Δημοτικό Τραγούδι, Δήμος Βαρδουσίων Φωκίδας.        

Φιλήμων Ιωάννης (1860), Δοκίμιο Ιστορικόν Περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήνα.   

Χατζηαναργύρου Ανάργυρος (1861), Τα Σπετσιώτικα, Αθήνα. 

Τα Υδραϊκά (1844), Αθήνα. 

Vitti Mario (2008), «Νατουραλισμός ή/και ηθογραφία: Μια επισκόπηση», στο: Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού και Βίκυ Πάτσιου (επιμ.), Ο Νατουραλισμός στην Ελλάδα, Διαστάσεις-Μετασχηματισμοί-Όρια, Μεταίχμιο, Αθήνα, σ. 82-94. 

 

Ξενόγλωσση 

Bauquières Edward (1825), Histoire de la Révolution Actuelle de la Grèce, Paris et Leipsig.  

Finlay George (1861), History of the Greek Revolution, Blackwood, Edinburgh and London.  

Gordon Thomas (1832), History of the Greek Revolution, Blackwood, London.  

Greene Molly (2015), The Edinburgh History of the Greeks, 1453 to 1768: The Ottoman Empire, Edinburgh: Edinburgh University Press. 

Malinowski Bronislaw (1922), Argonauts of the Western Pacific, London. 

Pomardi Simone (1820), Viaggio nella Grecia fatto da Simone Pomardi negli anni 1804, 1805, e 1806.   τ. ΙΙ, Ρώμη: Vincenzo Poggioli, TRAVELOGUES: Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη: el.travelogues.gr 

Pouqueville François (1824), Histoire de la Régénération de la Grèce, Paris.   

Soutsos Alexandros (1829), Histoire de la Révolution Grecque, Paris.     

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση