Όχι άλλο κάρβουνο

Αλέξανδρος Μαυρικάκης
Αλέξανδρος Μαυρικάκης

Η αναμονή της «ανάπτυξης» που θα μας λύσει όλα τα προβλήματα θυμίζει την αναμονή της «νέας Παιδαγωγικής» όπως μας την περιγράφει ο Ν. Καζαντζάκης στην «Αναφορά στο Γκρέκο»:

 «Η δυσπιστία απέναντι στην εξουσία  θα έπρεπε να είναι το πρώτο πολιτικό δικαίωμα».

Νόρμαν Ντάγκλας 

 

Οι  εκλογές τελείωσαν. 

Χωρίς να μάθουμε τίποτα ή σχεδόν τίποτα για τις θέσεις των κομμάτων για την ΕΕ. Τις πολιτικές που θα ακολουθήσουν,   αυτές με τις οποίες συγκρούονται αλλά και την πολιτική της ΕΕ για τους πολέμους στη Μ. Ανατολή και στην Ουκρανία δηλαδή στη γειτονιά μας. Είναι η πρώτη φορά μετά την Χιροσίμα και την κρίση στον Κόλπο των Χοίρων που ακούγονται απειλές για χρήση πυρηνικών όπλων.    

 

Όλη η δημόσια συζήτηση ακολούθησε τη πεπατημένη εθνικών εκλογών. Με ανέξοδες κορώνες για το κοινό μας σπίτι την ΕΕ και τα χρήματα που μας δίνει, με τα (κατά συνθήκη) ψεύδη και  με χοντροειδή φληναφήματα  για την καταπολέμηση της ακρίβειας που  συνοδευόταν από επιστολή στην  φον ντερ Λάιεαν- την «αγαπητή Ούρσουλα». 

Με  μια αναφορά του πρωθυπουργού (δηλωτική της αντίληψης της πολιτικής ελίτ για την χειμάζουσα κοινωνία) στο κόστος της ενέργειας. Αποδίδοντας ευθύνη στον άνεμο(!) που δεν «φύσηξε όσο θα περιμέναμε» για να   μειωθούν  οι τιμές  του ρεύματος. 

Με φόντο  μια απεχθή θεατρική παράσταση από «πλούσιους, επιτυχημένους και άριστους» πολιτικούς και επιχειρηματίες για το μέγεθος του πλούτου τους, τα ακίνητα που κατέχουν και τα εκατομμύρια ευρώ που κερδίζουν. Ένα show πλούτου  μπροστά  στον ελληνικό λαό που έχει το δεύτερο μικρότερο διαθέσιμο εισόδημα στην ΕΕ. Που εξακολουθεί να παρακολουθεί έντρομος τις ανοδικές τιμές στη φέτα, στο λάδι, στη στέγαση, στην ενέργεια και στα καύσιμα. Που μεταβιβάζει σημαντικό μέρος των γλίσχρων εισοδημάτων του στους πλουσιότερους λόγω του πληθωρισμού και συνεισφέρει δις ευρώ στα κρατικά ταμεία λόγω ΦΠΑ (κυρίως στα είδη διατροφής)  και  που η κυβέρνηση αρνείται να τον μειώσει, έστω για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης.  

 

Κύριοι γκώσαμε.  

Είναι μια λέξη που προέρχεται, σύμφωνα με τον Ν.Σαραντάκο από το βιβλίο του «Λέξεις που χάνονται»,  από  το αρχαίο «ογκώ» και δηλώνει μια δυσάρεστη αίσθηση κορεσμού πολύ κοντύτερα  στο μπουχτίζω παρά στο χορταίνω.

 

Γκώσαμε από μια πολιτική που φτωχοποιεί τον κόσμο, από την αντικατάσταση της πολιτικής από την επικοινωνία, τις κυβιστήσεις που ονομάζονται πολιτικός ρεαλισμός, την διαχειριστική μετριότητα του πολιτικού συστήματος, τα αλαλάζοντα κύμβαλα που μεταγράφονται από κόμμα σε κόμμα ως επαγγελματίες ποδοσφαιριστές και τους αφηψυλάκηδες των κομμάτων που άλλοτε μας νουθετούν και άλλοτε μας κουνάνε αυστηρά το δάκτυλο κατέχοντας την υψηλή τέχνη να  δικαιολογούν οτιδήποτε.

 

Γκώσαμε από την πολιτική  του  ΤΙΚ ΤΟΚ, από τα σκυλάκια, τις καρδούλες, τον αριστερό μπιζιμποντισμό και την  θεατρικοποίηση της πολιτικής που δεν απαντάει στα μεγάλα προβλήματα της χώρας και των πολιτών:  ανισότητες, δημιουργία  νεόπτωχων, στρατηγική χαμηλών μισθών και συντάξεων, άνοδο των τιμών, φυγή νέων στο εξωτερικό, κοινωνικό αποκλεισμό, ανεργία, αποκλεισμό κοινωνικών ομάδων από τη στέγαση, δημογραφική συρρίκνωση,  κατάρρευση των Νοσοκομείων,  εγκληματικότητα και ισοπεδωτική φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών.  

Σε μια οικονομία που χαρακτηρίζεται από υπηρεσίες (κυρίως τουρισμού), αδύναμη βιομηχανία και μη ανταγωνιστική γεωργία, που οι όποιες ξένες επενδύσεις κατευθύνονται κυρίως σε real estate και σε λειτουργούσες επιχειρήσεις. Που δεν υπάρχουν σχέδια/προτάσεις/ μοντέλο παραγωγής  για τον τρόπο που θα ξεπεράσει η χώρα την αναπτυξιακή στασιμότητα. Αντίθετα περισσεύουν οι  πανηγυρισμοί για την αύξηση των τουριστών σε ένα περιβάλλον κλιματικής κρίσης και γεωπολιτικής αστάθειας.

 

Η αποχή δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. 

Οι πολίτες δεν προσήλθαν στις κάλπες, όχι  γιατί «η ψήφος είναι χαλαρή στις ευρωεκλογές», αλλά γιατί η οικονομία και η κοινωνία   βρίσκονται σε αδιέξοδο. 

Κάποιοι εθελοτυφλούν και δηλώνουν υποκριτικά συγκλονισμένοι, στεναχωρημένοι και απογοητευμένοι από το μέγεθος της αποχής  κάνοντας  λογαριασμούς «μπακαλόγατου»  για τα χαμηλά ποσοστά που έλαβαν (τα τρία μεγάλα κόμματα). Χωρίς καμία ουσιαστική αυτοκριτική χαμένοι  στη μετάφραση των εκλογικών αποτελεσμάτων. 

Ο κόσμος απέρριψε την έλλειψη μακρόπνοης οραματικής πολιτικής της αντιπολίτευσης που ομφαλοσκοπεί χωρίς καθαρό λόγο για την οικονομία, το κοινωνικό κράτος, τις πολιτικές υγείας και την παιδεία αδύναμη να εκφράσει σύγχρονο και πειστικό λόγο για τα μεγάλα και πραγματικά προβλήματα του ελληνικού λαού. 

Απέρριψε την κυβερνητική πολιτική αντιμετώπισης του εγκλήματος των Τεμπών  και του ενάμιση εκατομμυρίου υπογραφών,  του ναυαγίου στη Πύλο, των  υποκλοπών,  των  πλημμυρών και των πυρκαγιών που πάντα αποδίδονται  σε καταστροφικά φυσικά φαινόμενα  και ποτέ σε ανικανότητα και διαχειριστική ανεπάρκεια.  

Απέρριψε  την πολιτική των επιδομάτων, των αστειοτήτων με τα «καλάθια του νοικοκυριού» και των «αυστηρών κυρώσεων»(!) σε όσους κερδοσκοπούν,  την έλλειψη προοδευτικότητας στη φορολογία, την ιδιωτικοποίηση της Υγείας και  τα  μυθεύματα για   «ανάπτυξη  που θα φέρει πολλές και καλές δουλειές».  

 

Η αναμονή της «ανάπτυξης» που θα μας λύσει όλα τα προβλήματα  θυμίζει την αναμονή της «νέας Παιδαγωγικής» όπως μας την περιγράφει ο Ν. Καζαντζάκης στην «Αναφορά στο Γκρέκο»:

 

«Στην Τετάρτη Τάξη βασίλευε και κυβερνούσε ο Διευθυντής του Δημοτικού […]Μας είχε έρθει σπουδασμένος από την Αθήνα κι είχε φέρει, λέει, μαζί του τη Νέα Παιδαγωγική. Θαρρούσαμε πως θα ‘ταν  καμιά νέα γυναίκα και την έλεγαν Παιδαγωγική[…] Μια μέρα έδεσα κόμπο την καρδιά μου, σήκωσα το δάκτυλο:

 «Που είναι, κυρ δάσκαλε, ρώτησα, η Νέα Παιδαγωγική; γιατί δεν έρχεται στο σχολείο»;

 Τινάχτηκε  από την έδρα ξεκρέμασε από τον τοίχο το βούρδουλα…»

 

Βούρδουλες ευτυχώς δεν υπάρχουν σήμερα. 

Υπάρχει όμως η ακροδεξιά που περιμένει υπομονετικά, οργανωμένη  και «σύγχρονη». 

 

Ο Καζαντζάκης (και πάλι) στην «Οδύσσεια» χρησιμοποιεί την λέξη «γκώνω» λέγοντας «το άσπρο κρινάνθι σου μ’ αναγουλιάει και η γλύκα σου με γκώνει». 

 

Η  «γλύκα» της αγοράς που λύνει όλα τα προβλήματα, οι «αιφνιδιαστικές»  επισκέψεις υπουργών  στα καταστήματα τροφίμων, τα άσφαιρα πυρά κατά της κερδοσκοπίας, οι αδολεσχίες  περί σταθερότητας  και ισχυρής οικονομίας  και οι μεγαλοστομίες περί μεταρρυθμίσεων,  μάς έχουν γκώσει. Ή/ διαφορετικά όπως γράφει ο Σαραντάκος  «σαν παραλλαγή και συνώνυμο [της λέξης γκώσαμε]  και των παλιότερων ‘δώσαμε δώσαμε’ και ‘όχι άλλο κάρβουνο’».     

 

 

Φωτογραφία από WOKANDAPIX από το Pixabay

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ