Έναν παππού μόνο γνώρισα, ο άλλος πέθανε πριν γεννηθώ

Μανόλης Παπαδουράκης
Μανόλης Παπαδουράκης

Ήταν ωραίος και φίνος ο παππούς μου... Τον μόνο που φοβόταν και σεβόταν ο παππούς μου στην οδήγηση ήταν ο οδοντίατρος του χωριού, που επίσης ήταν θρυλικός ατζαμής

του Μανόλη Παπαδουράκη


Ο παππούς μου Γεώργιος Καληωράκης ή Καλιόρης υπήρξε θρυλική φυσιογνωμία στη Νεάπολη. Πληθωρική προσωπικότητα, εντελώς άστοργος, φανατικός λάτρης της υλικής ζωής, ρηχός ως προς τα λοιπά, μερακλής για τον εαυτό του και σφιχτός για τους άλλους. Ευχή και κατάρα.

Σεξομανής μέχρι τα τελευταία του, σε μεγάλη πια ηλικία παροχέτευε την (μόνο πνευματική πλέον) ορμή του σε σκαμπριόζοκα στιχουργήματα, γεμάτα λέξεις από αυτές που προκαλούν φρίκη σε σοβαρούς και σοβαροφανείς ανθρώπους. Το χειρότερο δεν είναι ότι τα συνέθετε, είναι το ότι είχε μία τάση να τα απαγγέλει με βροντερή φωνή, όταν βρισκόταν με φίλους των γονιών μου και σε οικογενειακές συγκεντρώσεις, χαρίζοντας άπειρα γέλια στις παρέες και στέλνοντας στα τάρταρα από ντροπή τηνμάνα μου. Απειλούσε μάλιστα ευθέως και δήλωνε παντού πως στην διαθήκη του είχε βάλει όρο, με τον οποίον θα άφηνε κληρονόμο την μητέρα μου, μόνο εάν εκείνη εξέδιδε τις μαντινάδες που έγραφε. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, όταν πια πέθανε, να κάνουμε φύλλο και φτερό το σπίτι, μήπως και πράγματι υπήρχε τέτοια φρικώδης διαθήκη. Δυστυχώς για την δημώδη ποίηση η διαθήκη δεν βρέθηκε ποτέ και τα στιχουργήματα, που ευλαβικά ο μακαρίτης κατέγραφε σε κάποιο τετράδιο με μπλε εξώφυλλο, τις ώρες που τον επισκεπτόταν η αισθησιακή μούσα, χάθηκαν οριστικά και αναπότρεπτα.

Αν υπήρχε στην εποχή του η έννοια του σεξισμού, ο Γ. Καληωράκης θα ήταν ο περήφανος εκπρόσωπός του. Χώριζε τις γυναίκες, με απολύτως στέρεα και αδιαπραγμάτευτα κριτήρια, σε δύο κατηγορίες: στις ‘κουκλάρες με τα βυζιά που ξαμώνουν τον ήλιο’ και σε κείνες που ‘τρομάσσουν τον κόσμο’.

Εξαιτίας αυτής της ευγενούς ροπής του προς τον αισθησιασμό, από ένα σημείο και μετά, όταν είχε πια φύγει η Ελένη, που πέθανε στα 70 τους, και είχε μείνει χήρος, η μητέρα μου δυσκολευόταν να βρίσκει κάποια γυναίκα για να του καθαρίζει το σπίτι και να του φτιάχνει κανένα φαγητό. Παρά την ηλικία του, εφορμούσε σε όλες αδιακρίτως, με πολύ ξεκάθαρες προθέσεις, τηρώντας σταθερά μία αρχή ισότητας στον τομέα αυτόν, χωρίς να αφήνει καμία παραπονεμένη για παραμέληση, άλλο που οι κυρίες αυτές δεν έδειχναν να εκτιμούν την πολιτική ίσων αποστάσεων που τηρούσε ο παππούς μου ούτε και να δείχνουν την επιθυμητή ευαρέσκεια στις κρούσεις, αλλά έφευγαν άρον άρον αφήνοντας τον ίδιο σύξυλο με την απορία για την απόρριψη και το σπίτι ακαθάριστο.

Από τις ερωτικές επιθέσεις δεν γλίτωναν ούτε και αυτές οι φίλες των εγγονών του. Θα θυμάμαι για πάντα, αν και βέβαια δεν την έχω ξαναδεί, την σουηδέζα Ίνγκριντ που είχε έλθει με τον φίλο της για να φιλοξενηθούν από τον συμφοιτητή τους αδελφό μου. Η όμορφη ξανθιά κοπέλα είχε την ατυχή έμπνευση ένα πρωί να μην ακολουθήσει τους άλλους στην παραλία και να μείνει σπίτι. Γυρίζοντας από το μπάνιο οι υπόλοιποι την βρήκαν να ετοιμάζει έντρομη τις βαλίτσες για βιαστική και ανεξήγητη αναχώρηση.

Συνήθιζε να εξασκεί την φιλομάθειά του για τις ξένες γλώσσες με τουρίστριες που έβρισκε στους δρόμους να κάνουν ωτοστόπ ή στις παραλίες. Έδειχνε ας πούμε το πόδι του και έλεγε: "this is black, mavro" και στην συνέχεια θώπευε το μπούτι της κοπέλας και της εξηγούσε αργά αργά, στον ρυθμό της θωπείας: "this is white, aspro".

Τυχερός σε όλη του τη ζωή, παντρεύτηκε την καλύτερη γυναίκα στον κόσμο, την Ελένη, αρχόντισσα από το σόι των Διαλυνάδων, που πέθανε χωρίς να γνωρίσει έρωτα από αυτόν, μονάχα καταφρόνια.

Έχοντας μία φυσική και πηγαία έπαρση, έζησε κάποια στιγμή αυτό που λένε ‘η ασύλληπτη τραγωδία του να γίνει το όνειρό σου πραγματικότητα’. Στα 60 του κέρδισε ένα μεγάλο ποσό από λαχείο, κάτι που του έδωσε την δυνατότητα να κάνει την ζωή του, γυρνώντας τον κόσμο, χωρίς την σύζυγό του φυσικά. Από το κάθε ταξίδι έφερνε αισθησιακά ενθύμια, αλλά και μνήμες που μετέτρεπε σε διηγήσεις τις οποίες ακούγαμε άπειρες φορές ως το επόμενο ταξίδι, ενώ μία πιο λόγια εκδοχή τους δημοσίευε, υπό μορφή ταξιδιωτικών εντυπώσεων και σε σειρά άρθρων, σε μία αστεία καθαρεύουσα, στην εφημερίδα Ανατολή.

Από τα διάφορα σουβενίρ, εγώ και η παρέα μου εκτιμούσαμε ιδιαιτέρως τα πορνοπεριοδικά, που τότε ήταν δυσεύρετα ακόμη και στην Αθήνα, πόσο δε μάλλον στη μικρή κωμόπολη. Είχα βρει έναν τρόπο και άνοιγα την κλειδωμένη βαλίτσα με ένα βελονάκι κεντήματος και διοργάνωνα απογεύματα ανάγνωσης, στα οποία προσέρχονταν με μοναδική προθυμία ολίγοι και εκλεκτοί φίλοι, και εντρυφούσαμε με πρωτοφανή αφοσίωση στην σκανδιναβική άποψη για την ελευθεριότητα.

Αυτό που πρέπει να καμάρωσε περισσότερο ποτέ σε μένα δεν ήταν ούτε οι σχολικές επιδόσεις ή η επιτυχία στο Πανεπιστήμιο ή κάτι άλλο. Είχε μόνο να λέει και να διηγείται με προφανή υπερηφάνεια για το πώς ο εγγονός του – εγώ τρομάρα μου - κατέστρεψε το κρεβάτι στο διαμερισματάκι της Καλλιδρομίου, εικάζοντας ότι τα ξύλα κάτω από το στρώμα έσπασαν σε στιγμές αχαλίνωτου πάθους, το οποίο φυσικά ήταν αυτονόητα κληρονομικό. Ποτέ δεν διέλυσα, λέγοντας του τα πραγματικά γεγονότα, την πλάνη του αυτή.

Η φυσική έπαρσή του τον οδηγούσε να πιστεύει πως υπήρξε ο καλύτερος δήμαρχος που πέρασε ποτέ από την Νεάπολη, ότι ήταν αυτός που απαίτησε από τον Παττακό να γίνουν οι Τεχνικές Σχολές, ότι η χούντα -που τον είχε διορίσει- τον καθαίρεσε διότι δεν ήταν αρεστός στο καθεστώς, ενώ γενικώς είχε την ιδέα πως ήταν υπερσπουδαίος. Κάποια φορά σε μία γιορτή δεκαπενταύγουστου στην Νεάπολη στρογγυλοκάθησε στην πρώτη σειρά των προσκεκλημένων, όντας φυσικά απρόσκλητος, και όταν κάποιος τόλμησε να του πει διστακτικά ‘ξέρετε κύριε Καληωράκη, αυτές οι θέσεις είναι για τους επισήμους’ τον κοίταξε περιφρονητικά και τού απάντησε το αυτονόητο : ‘ντα υπάρχει μωρέ κανείς πιο επίσημος από μένα;’.

Ήταν ωραίος και φίνος ο παππούς μου.

Έχοντας μάθει να οδηγεί σε μεγάλη πλέον ηλικία αποτελούσε γραφικό φόβητρο στη Νεάπολη. Όταν έπαιρνε το Ford Taunus, συνέβαινε αυτό που γινόταν και στα Καρπάθια όταν νύχτωνε: οι μανάδες μάζευαν τα παιδιά και όλοι είχαν το άγχος για το ποιος θα ήταν το επόμενο θύμα. Λεγόταν ότι στο αυτοκίνητό του η τρίτη και η τετάρτη δεν είχαν χρησιμοποιηθεί ποτέ, αλλά το αμάξι μούγκριζε σε ψηλές στροφές ασχέτως συνθηκών. Είχε μάθει να μπαίνει στο γκαράζ του – είχε και τέτοιο - με αυτοματικές διαδικασίες, αυτό που λέμε με κλειστά μάτια. Τόσο κλειστά ώστε, κάποια μέρα που ο πατέρας μου είχε την απρονοησία να βάλει το δικό του αυτοκίνητο στο γκαράζ, ο παππούς μου έπεσε – όπως ήταν φυσικό – πάνω του από πίσω. Αξέχαστες ήταν οι στιγμές που έχοντας δει στραπατσαρισμένο το αυτοκίνητό του, τα παιδιά της γειτονιάς βγαίναμε στην πλατεία του Βερντέν φωνάζοντας ρυθμικά: ‘ο παππούς ετράκαρε – ο παππούς ετράκαρε’…

Οδηγούσε πολύ συχνά μεγαλοπρεπώς στο αντίθετο ρεύμα και όταν οι οδηγοί που έρχονταν από την άλλη μεριά τού κόρναραν απεγνωσμένα, κόρναρε κι αυτός και μετά μας έλεγε ‘γνωστός μου πρέπει να είναι, γι’ αυτό μού κόρναρε’.

Τον μόνο που φοβόταν και σεβόταν ο παππούς μου στην οδήγηση ήταν ο οδοντίατρος του χωριού, που επίσης ήταν θρυλικός ατζαμής. Κάποια φορά που συναντήθηκαν τα αμάξια στον σχετικά στενό δρόμο που πάει προς τις Λίμνες, είδαν ο ένας τον άλλον από μακριά. Από τον αμοιβαίο φόβο του καθενός μην πέσει ο άλλος πάνω του έριξαν και οι δύο τα αυτοκίνητα εκτός του δρόμου, στην λεγόμενη βάγκα.

Η καταρρακτώδης προσωπικότητα του παππού μου, μαζί με την αθυροστομία του και την μνημειώδη τσιγκουνιά του άφησαν εποχή. Κάποια εποχή που ο μητροπολίτης Πέτρας Δημήτριος, επικεφαλής μίας ομάδας ερανιτών, είχε βγει με το κυτίο εράνου στην πλατεία και τον πλησίασε για τον οβολό του, ο παππούς μου έβαλε ένα ελάχιστο ποσό, αξιομνημόνευτα αναντίστοιχο προς την ευμάρειά του. Τότε ο Πέτρας θέλοντας να τον επιτιμήσει περιπαικτικά του είπε εις επήκοον όλων: ‘Αχ βρε Καληώρη και νάχα τα λεφτά σου’… Μέγα λάθος. : ‘Νάχα κι εγώ Δέσποτα τ’ αμεταχείριστά σου’ του αντιγύρισε αστραπιαίως και στεντορεία τη φωνή ο πάππος μου.

Πριν λίγες μέρες συμπληρώθηκαν τριάντα χρόνια από τότε που εγκατέλειψε τον κόσμο αυτό. Πάλευε ακόμη και την τελευταία στιγμή να ζήσει. Λάτρης της ζωής, έτσι όπως την αντιλαμβανόταν, ευτυχισμένος που την στράγγιξε.

Ωραίος τύπος ήταν ο παππούς μου, καλά να είναι εκεί που είναι.    

   

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ