Εκεί που οι λέξεις είναι φτωχές...

«Σκέψου, η ζωή να τραβάει το δρόμο της, και συ να λείπεις, να 'ρχονται οι Άνοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα, και συ να λείπεις. Ένα ανθισμένο δέντρο να σκύβει στο νερό, πολλές σημαίες ν' ανεμίζουν στα μπαλκόνια, και συ να λείπεις…» Γιάννης Ρίτσος

28 Φεβρουαρίου 2023. Το έτος δεν ήταν δίσεκτο. Κι όμως ήταν. Τελευταία ημέρα του χειμώνα, την επαύριον θα έμπαινε η Άνοιξη. Κι όμως δεν μπήκε. Είχε ηλιοφάνεια τις προηγούμενες ημέρες. Κι όμως δεν ήταν ο καιρός καλός. Αταίριαστος κι αφύσικος ήταν.  Νερό δεν είχε ξεφορτώσει  το τρένο  του ουρανού  για μέρες. Κι ούτε θα ξεφόρτωνε. Είχαν στεγνώσει ποτάμια, λίμνες, στέρνες,  πηγάδια. Δάκρυα θα είχε στο εξής ο καιρός για νερό. Άπνοια και σιωπή επικρατούσε στη φύση. Σαν προετοιμασία Επιταφίου, πρόωρη απαρχή Μεγαλοβδομάδας.  

Ο ουρανός ήταν θαμπός. Από κάτι νοτιάδες που φύσηξαν τις προηγούμενες μέρες έμεινε αμανάτι η σκόνη.  Που έστησε γλέντι πάνω από τον κόσμο μας. Πρώτα κάθισε πάνω σε κάτι  ξεχασμένες στην άκρη του δρόμου σερπαντίνες και τις βρώμισε. Μετά  στα πρώιμα τριαντάφυλλα  του διπλανού κήπου, τέλος  στα όνειρα της Κατερίνας πως θα αλλάξει η ζωή της. Στα όνειρα του Κεμάλ πως θα αλλάξει αυτός ο κόσμος.  Γιατί έχει χαμηλώσει τόσο ο καιρός; Γιατί τα σκυλιά αλυχτούν τις νύχτες;

Οι γάτες γιατί έχουν ταμπουρωθεί πίσω από το φράκτη και το καναρίνι του καφετζή στην  πλατεία του χωριού, γιατί δε κελαηδάει αυτές τις μέρες;  Ποιο προαισθάνονται κακό; 

1 Μαρτίου 2023. « Θα χαμηλώσεις επιτέλους  την τηλεόραση;  Πόλεμο έχουμε, επιστράτευση κι έβαλες χαράματα τις ειδήσεις; Χθες το απόγευμα δεν είδες πάλι; Τι συνταρακτικό δηλαδή έγινε από χθες βράδυ μέχρι σήμερα; » 

Πόσο βαθιά νυχτωμένοι ήμασταν όλοι,  πόσο ανυποψίαστοι για τόσο μεγάλο κακό, όταν ξυπνήσαμε εκείνο το πρωί…

Όχι δεν ήταν πόλεμος. Ούτε επιστράτευση. Ήταν όμως κάτι σαν πόλεμος και σαν επιστράτευση. Δύσκολα περιγράφεται το τόσο κακό. Δύσκολα αποτυπώνει κανείς τα συναισθήματα και τις σκέψεις του, όταν έχει συμβεί μια τόσο μεγάλη τραγωδία. Οι λέξεις δε  συνεργάζονται, αισθάνονται λίγες, λειψές, φτωχές, οι λέξεις φοβούνται μην ακουστούν βαρύγδουπες, χάριν εντυπωσιασμού, κενές, χωρίς νόημα. 

Γι αυτό και επιλέγεις  τη σιωπή. Τα γεγονότα όμως  αδυνατούν να φύγουν από την επικαιρότητα του μυαλού, να  στριμωχθούν στη μνήμη μαζί με άλλα, αδυνατούν να ξεχαστούν, να λειανθούν, να στρογγυλοποιηθούν. 

ΟΧΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑ ΝΑ ΛΗΣΜΟΝΗΘΕΙ! Είναι το ελάχιστο που οφείλουμε σε νεκρούς και συγγενείς. 

Παιδιά έχουμε όλοι. Που κάποτε υπήρξαν φοιτητές. Που κλαίγαμε, σαν έβγαιναν τα αποτελέσματα, γιατί το ξέραμε πως  έφευγαν μακριά μας και θα έμπαιναν πια σε χώρους και δρόμους που δεν μπορούσαμε να ελέγξουμε. Ντρεπόμαστε βέβαια να δείξουμε πως τα θέλαμε σε απόσταση ασφαλείας  δίπλα μας, γιατί  τα πειράγματα  καραδοκούσαν, αλλά μέσα μας ξέραμε πως τίποτα δε θα ήταν ίδιο.    Αντίο ξεγνοιασιά. « Να τρως, να κοιμάσαι, να μην ξενυχτάς.  Κυρίως όμως να μην μπαίνεις σε αυτοκίνητα φίλων σου, άπειρων  οδηγών , μεθυσμένων που δεν οδηγούν καλά. Λεωφορείο να παίρνεις ή καλύτερα το τρένο, που είναι το πιο ασφαλές! Πας και γρήγορα και καλά. Αυτό να παίρνεις, το τρένο!  Για να είμαστε όλοι σίγουροι. Έχει κι ωραία τοπία η διαδρομή… Με ακούς ή τσάμπα μιλάω;»

Το τρένο να παίρνεις, που είναι σίγουρο, που είναι ασφαλές…(!!!)

14 Μαρτίου. Όλα μοιάζουν ίδια κι όμως τίποτα δεν είναι το ίδιο. Η χώρα εξακολουθεί να πενθεί και θα πενθεί για καιρό. Το γέλιο είναι λιγοστό, πικρό  κι η θλίψη παγωμένη στο βλέμμα, κρυμμένη στα μάτια. Σε αυτή  τη χώρα  πάντα τα παιδιά κι οι νέοι ήταν λίγοι, μα τώρα μοιάζουν υπερήλικοι όλοι,  κουρασμένοι, γερασμένοι. Ένας λαός ρυτιδιασμένος, αποκαρδιωμένος, μελαγχολικός, με μια αισιοδοξία κι εθνική αυτοπεποίθηση χαμένη.  ΠΕΝΗΝΤΑ ΕΠΤΑ ζωές χάθηκαν, ενώ οι τραυματίες προσπαθούν να αντέξουν, να ξεχάσουν, να ιαθούν. Βαθιά χαραγμένες είναι οι σκηνές φρίκης στο μυαλό όσων επιβατών επέζησαν. Οι δυνατοί κρότοι, το σκοτάδι, το πανδαιμόνιο που ακολούθησε, ο αναποδογυρισμένος κόσμος, η  ασάφεια ενός χώρου εχθρικού και επικίνδυνου, ο κίνδυνος ανάφλεξης, ο κίνδυνος γενικώς, οι φλόγες που διακρίνονταν πολύ κοντά, δίπλα,  η ακανόνιστη μάζα σιδερικών που έκοβαν σα λεπίδες,  ο πανικός, τα ουρλιαχτά τρόμου μέσα στη νύχτα, οι απεγνωσμένες εκκλήσεις για βοήθεια, άραγε είμαι ζωντανός; Οι καπνοί, η μυρωδιά καμένης σάρκας,  η δυσκολία απόδρασης από το βαγόνι τάφο. Πού είναι αυτός που καθόταν δίπλα μου; Η κοπέλα που τάιζε το μωρό; 

Όλα όσα διηγήθηκαν όσοι έζησαν στην Κόλαση του Δάντη, όσοι βοήθησαν, διατηρώντας την ψυχραιμία τους, οι διασώστες, επανέρχονται κάθε τόσο στο μυαλό μας. Και νιώθουμε άπειρο θαυμασμό! Για αυτούς που άπλωσαν το χέρι να βοηθήσουν αυτή τη δύσκολη ώρα, γι’ αυτούς που στάθηκαν αλληλέγγυοι…  

Πόσο σε δένει και σε ωριμάζει ο κίνδυνος, ο φόβος, η κοινή μοίρα, ο θάνατος που καραδοκεί, πόση δύναμη κρυμμένη επιστρατεύεις τη δύσκολη στιγμή, μα και εφευρετικότητα, κουράγιο , θάρρος κι αντοχή;    Πάμπολλες  οι ζωές  που ανατράπηκαν εκείνο το βράδυ, ζωές που είναι αμφίβολο, αν  και πότε,  θα βρουν παλιούς ρυθμούς. Μανάδες, πατεράδες, συγγενείς σφίγγουν τα δόντια. Παλεύουν να κρατηθούν όρθιοι, να βρουν πάλι λόγο να ζουν. Κάτι για μέτρα κι άλλα μέτρα ακούν, μα ποιο μέτρο θα φέρει πίσω  τους δικούς τους ανθρώπους;

Πονάει σαν σκέψη όλος αυτός ο χαμός. Ανθρώπων που δεν έφταιξαν, που δεν είχαν κανένα σκοπό να ταξιδέψουν εκεί ψηλά  τόσο νωρίς. Πολλά είχαν να ζήσουν ακόμα, να δημιουργήσουν, όνειρα, ιδέες, ελπίδες , σχέσεις, αγκαλιές, όμορφα τοπία ζωής, οικογένεια. Ένα μέλλον που δεν το άφηναν στην τύχη,  μα με δουλειά και κόπο το έχτιζαν. Μέρα τη μέρα. Ποιος είχε το δικαίωμα να κόψει το νήμα της ζωής τους τόσο νωρίς; Τόσο άδικα; 

Θεριό είναι ο πόνος, η λύπη,  μα και ο θυμός, η αγανάκτηση.  Όχι μόνο των συγγενών, όλων μας!  Για τα λάθη του σταθμάρχη,  αρμοδίων, υπεύθυνων -ανεύθυνων, τα λάθη Κυβερνήσεων, τα λάθη παλιότερων και  τωρινών πολιτικών. Μεγάλος όμως είναι κι ο προβληματισμός μας, οι ενοχές που νιώθουμε ως κοινωνία. Που δεν κάναμε τίποτα για να προφυλάξουμε τους επιβάτες του στοιχειωμένου τρένου, τους νέους που χάθηκαν τη μοιραία εκείνη νύχτα. Γιατί αυτή η χώρα δεν είναι μόνο πολιτικοί και Κυβερνήσεις , είμαστε όλοι εμείς.

Κι αν υποθέσουμε πως μια ηλιαχτίδα μπορεί να διαπεράσει αυτή τη σκοτεινιά, αυτή ας είναι η σκέψη πως θα τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι,  όλοι τους, μα και   πως θα αποτελέσει το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη  αφορμή για εξυγίανση σε βάθος, αλλαγές, μεταρρυθμίσεις! Για μια διαφορετική βιοθεωρία στη χώρα μας. Μακριά από το βόλεμα και τα ρουσφέτια. Μακριά από την έλλειψη υπευθυνότητας.  Ώστε ποτέ πια να μην ξανασυμβεί κάτι αντίστοιχο! Αυτή την αλλαγή ως κοινωνία την  οφείλουμε στους νεκρούς.

Φωτογραφία από Γιάννης Τσιγκένης
 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση