ΑΠΟΨΕΙΣ
Τα παιδιά με τα κλαδιά
Αυτά ξαναφτιάχνουν, ξαναφτιάχνουν επανέλαβα, σφίγγοντας τα κλειδιά στο χέρι μου, έτσι ξαναφτιάχνουν, με το νοιάζομαι στην πράξη.
Του Κώστα Γκαντάτσιου
Πήρα την τσάντα μου βιαστικά με ότι είχε μέσα, λίγα χρήματα, κάρτες, το τηλέφωνο, έριξα μέσα δυο τρεις από τις τελευταίες εξετάσεις, μια οικογενειακή φωτογραφία, ένα μικρό κειμήλιο στην τσέπη μου και το μπουκαλάκι με το νερό στο χέρι και έκανα να βγω έξω. Κοντοστάθηκα.
Άκουγα τις σειρήνες να τσιρομαχούν σαν ύαινες, έβλεπα τους φάρους των οχημάτων, μύριζα τον καπνό, γευόμουν την στάχτη των καμένων γειτονικών σπιτιών και δέντρων.
Κοίταξα τους τοίχους, το τζάκι, το καινούριο ψυγείο, το παγωτό που είχα φτιάξει με τα χεράκια μου για να τρατάρω τη φίλη για το καινούριο απόκτημά μου.
Το σπίτι φρεσκοβαμμένο δυο μηνών καλά καλά με γήινα χρώματα, τα κάδρα χόρευαν, τα καλύμματα των καναπέδων γέμισαν αιωρούμενα σωματίδια όπως τότε που τα παιδιά έκαιγαν τα βιβλία κατά τη λήξη του έτους, η ακριβοπληρωμένη μουσταρδί μπερζέρα με το κοντό υποπόδιο της μπροστά στο τζάκι θύμιζε τον καπετάνιο του Τιτανικού, η smart TV έστεκε μόνη και αβοήθητη, βιδωμένη στον τοίχο περιμένοντας την τύχη των πεύκων της αυλής. Ήξερε ότι θα την πλήρωνε κι αυτή κι ας είχε μέχρι τότε δεσπόζουσα θέση μέσα στο σαλόνι…κι ας έπαιζε ακόμη δηλώσεις παιάνες σωτηρίας για αγρίους και φαλακρά φίδια μέχρι τελευταίας στιγμής …
Ξέπλεξα σαν τα μαλλιά χρυσομαλλούσας τις κουρτίνες του καθιστικού, είδα από το παράθυρο καμιά δεκαπενταριά παιδιά υπό την καθοδήγηση πυροσβέστη να σηκώνουν στους ώμους τους μια μάνικα, κάποια από αυτά κρατώντας κλαδιά (2021 μ.χ) μαστίγωναν νεογνές εστίες φωτιάς με μίσος Ηρώδη, για να σώσουν όχι τοίχους, όχι υφάσματα, όχι χρώματα, αλλά το δάσος, το βιός τους, το χωριουδάκι τους.
Έσβησα τα φώτα.
Τραβώντας την πόρτα έριξα μια γρήγορη ματιά στο σπίτι λες και φοβόμουν μήπως ξέχασα κάτι αναμμένο, κάτι ανοιχτό και αρπάξει…. Συνήθειο βλέπεις από τα φοιτητικά μου χρόνια, έβαλα τα κλειδιά στην τσέπη και τα έσφιξα.
Σήκωσα το χέρι και αμήχανα το κούνησα, λες και στην άκρη του είχε ένα κατάλευκο μαντήλι. Ναι, χαιρέτησα δεν σας το κρύβω, χαιρέτησα άψυχα αντικείμενα που χρόνια είχα γύρω μου και μαζί ζήσαμε όνειρα, χαρές, αγωνίες, νύχτες ζεστές με τζάκι, κόκκινο κρασί και επιθυμίες…
Κοίταξα ξανά τα παιδιά με τα κλαδιά, μέχρι χθες τα έλεγα παιδιά του καναπέ και του πληκτρολογίου, ένα από αυτά γύρισε και είπε σε μια δημοσιογράφο: «…ας αφήσουμε τα like, τις καρδούλες και τα νοιάζομαι του πληκτρολογίου, αν νοιάζεσαι έλα εδώ. Όλα αλλάζουν με το νοιάζομαι της πράξης, όχι του πληκτρολογίου…»
Σώπα, είπα από μέσα μου, τοίχοι είναι μόνο, ναι, τοίχοι, αντικείμενα, υφάσματα ντυμένα με χρώματα.
Αυτά ξαναφτιάχνουν, ξαναφτιάχνουν επανέλαβα, σφίγγοντας τα κλειδιά στο χέρι μου, έτσι ξαναφτιάχνουν, με το νοιάζομαι στην πράξη.
Αφιερώνεται στα δεκάδες 18χρονα παιδιά με τα κλαδιά της βόρειας Εύβοιας.