ΑΠΟΨΕΙΣ
Συνομιλία με την αιωνιότητα
...το Στρωματογραφικό Μουσείο της Κνωσού, εκείνο το απόγευμα, δεν ήταν παρά μία απόδειξη ότι κι όταν πεθάνεις, συνεχίζεις να ζεις, να περπατάς στους αιώνες...
Του Στέλιου Βισκαδουράκη
Ριγώ γιατί μικρός νόμιζα ότι δεν θα πεθάνω ποτέ κι ότι με κάποιον τρόπο θα τη γλίτωνα. Μεγαλύτερος, όταν ανακάλυψα ότι λάθευα, απογοητεύτηκα. Όμως ακόμη γυρεύω το «κόλπο» μιας μεγάλης αθανασίας με γαλάζιες θάλασσες, μπλε ουρανούς, λίγο καλό φαί, κόκκινο κρασί και πολλούς φίλους και φίλες. Κι ακόμα, με το θάρρος και το θράσος μισού αιώνα στην πλάτη μου, ζητώ μια συνομιλία με μια αιωνιότητα που απλά θα καθίσει δίπλα μου στο ίδιο τραπέζι ή έστω, απέναντί μου…
Ο αρχαιολόγος μάς κοιτούσε με σοβαρότητα και μας έλεγε φράσεις όπως: «9000 χρόνια πριν, 7000 χρόνια πριν, 5000 χρόνια πριν, 2000 χρόνια πριν…». «Θεέ μου βοήθα με», σκέφτηκα συγκρατώντας τον νου μου από τη ζαλάδα της συνειδητοποίησης των χιλιετηρίδων που πάνω τους με ανάγκαζαν να περπατώ οι λέξεις του.
Εκείνο το απόγευμα, λίγες δεκάδες μέτρα από το ανάκτορο της Κνωσού, στη Βίλα Αριάδνη, δηλαδή στο σπίτι του Σερ Άρθουρ Έβανς, του ανθρώπου που ξεκίνησε τη συστηματική ανασκαφή του ανακτόρου της Κνωσού (το ανακάλυψε ο Μίνωας Καλοκαιρινός και τμήμα του ανέσκαψε), ο αρχαιολόγος Κωστής Χρηστάκης, Επιμελητής Κνωσού της Βρετανικής Σχολής Αθηνών, είχε όλη την καλή διάθεση να μας ξεναγήσει στο Ερευνητικό Κέντρο της Σχολής. Πριν από έναν χρόνο, ένα όμορφο καλοκαιρινό βράδυ πολιτισμού που ο ίδιος είχε διοργανώσει στο κήπο του Ερευνητικού Κέντρου, πήρα το θάρρος ή το καλοπροαίρετο θράσος και του ζήτησα μια ξενάγηση στο Στρωματογραφικό Μουσείο Κνωσού που καιρό πριν είχα μάθει ότι υπήρχε εκεί. Του τηλεφώνησα φέτος. Αυτό το απόγευμα, τέλη του Μάη, η επίσκεψη γινόταν πραγματικότητα.
«Ελάτε από δω, είναι τέσσερις διάδρομοι» μας είπε με περισσή ευγένεια την ώρα που μπήκαμε στο κτίριο, αρκετά μέτρα μετά την κεντρική είσοδο της Βίλλας Αριάδνη. Στενοί διάδρομοι με ράφια και κουτιά γύρω μας. «Τέσσερα μονοπάτια χιλιετηρίδων» σκέφτηκα αλλά μου φάνηκαν πολύ στενά για να περάσουν μέσα τους οι αιώνες του χρόνου. Ένα αυθεντικό μινωικό πιθάρι από εδώ, άλλο από κει. Αν άπλωνα το χέρι, θα τα ακουμπούσα. Πρόσεχα μην τ’ αγγίξω για να μην κάνω θρύψαλα τον χρόνο πάνω τους.
Κάποτε, φεύγοντας θυμωμένος απ’ τον Λούβρο, θέλησα να χαιρετίσω και να παρηγορήσω ένα απ’ αυτά που δεν ξέρω πως βρέθηκαν εκεί. Όπως έφευγα γρήγορα, γιατί δεν άντεχα, ακούμπησα, χάιδεψα ένα. Ο φύλακας σηκώθηκε όρθιος. Τον κοίταξα με το βλέμμα και το δικαίωμα ενός λαού που του ανήκαν κι είχε κάθε δικαίωμα να ακουμπά ό,τι είναι δικό του. Έκατσε κάτω. Τώρα, δίπλα μου, κοντά μου, όχι στον Λούβρο αλλά στο Στρωματογραφικό Μουσείο της Κνωσού, που λίγο καιρό πριν δεν γνώριζα καν ότι υπήρχε, μπορούσα να αγγίξω, αν και δεν
θα το έκανα, τους μύθους ενός πολιτισμού που από παιδί μέσα μου και στα λόγια των δασκάλων μου, ακουμπούσα. Γνώριζα ενστικτωδώς ότι αν άγγιζα το μινωικό πιθάρι, ο Χρηστάκης, ως συνοδοιπόρος, ίσως να μην μου έλεγε τίποτα. Μεγάλη ήταν η σιωπή, η συγκίνηση κι ο σεβασμός που ένοιωθα, νοιώθαμε και οι τρεις επισκέπτες, εγώ, η γυναίκα μου και μια φίλη δημοσιογράφος που είχαμε την τύχη εκείνη την ώρα να είμαστε εκεί και να περπατάμε.
Στα μέσα του πρώτου διαδρόμου ο αρχαιολόγος τράβηξε από ένα ράφι ένα κουτί από τα δεκάδες γύρω μας που είχε κάτι μέσα του. Το άνοιξε, έβγαλε ένα σπασμένο κομματάκι από κεραμικό με δυο άσπρες γραμμές πάνω του. «Αυτό είναι από αμφορέα του 1800 π.Χ.», μας είπε. Άπλωσε το χέρι να μας το δείξει, να το αγγίξουμε. Δεν τόλμησα, ευγενικά το απέφυγα, η συγκίνηση κι ίσως ο φόβος απ’ τα βάθη του χρόνου, ξεπερνούσε τα όριά μου. Περπατήσαμε σε δυο ακόμη διαδρόμους και μπήκαμε σε μια αίθουσα με τραπέζια που ένα από αυτά είχε καμιά δεκαριά μινωικά αγγεία κι άλλα πήλινα κομμάτια πάνω του. Κάποια ήταν σπασμένα, κάποια μισά κι άλλα ολόκληρα αλλά σαν παζλ κολλημένα. Και πάλι κουτιά και κιβώτια γύρω μας, άλλα μικρά κι άλλα μεγαλύτερα. Μας έδωσε καρέκλες και μας άφησε να περιεργαστούμε το μεγάλο δωμάτιο.
«Εδώ είναι ο χώρος της έρευνας. Εδώ μελετούν οι ερευνητές που έρχονται από το εξωτερικό και την Ελλάδα» μας είπε «μόνο μην τραβήξετε φωτογραφίες γιατί δεν επιτρέπεται». Περπάτησε και πλησίασε ένα ράφι. Με προσοχή και σεβασμό τράβηξε ένα κουτί. Έβγαλε ένα πλαστικό κουτάκι από μέσα που είχε κάτι μαύρα ψήγματα ή κάτι σαν μαύρη σκόνη κι άλλο ένα με οστά. «Οι σπόροι αυτοί και τα οστά είναι 9000 ετών» μας είπε. «Είναι η πρωιμότερη, έως τώρα, μαρτυρία στην Ευρώπη για την ύπαρξη μιας οικονομίας βασισμένης σε εξημερωμένα φυτά και ζώα. Προέρχονται από τον αρχαιότερο Νεολιθικό οικισμό της Κνωσού που ήλθε στο φως στη περιοχή της κεντρικής αυλής του ανακτόρου ....», συμπλήρωσε. Τα ξανάβαλε μέσα και τοποθέτησε προσεκτικά τα κουτιά στη θέση τους.
Δίπλα μου είδα ένα πήλινο λεπτόφλουδο κύπελλο και ένα πιάτο. «Με τον ίδιο τρόπο που έτρωγαν εκείνοι, τρώμε κι εμείς…» σκέφτηκα. «Το ίδιο κρασί, το ίδιο σταφύλι, το ίδιο σιτάρι. Κοιμόμαστε, ξυπνάμε το ίδιο. Αγαπάμε, ζηλεύουμε, πονάμε, μιλάμε με τον ίδιο τρόπο. Πόσο ίδιοι… Εκεί λίγο πιο κάτω, λίγο πιο πέρα έκατσαν, φώναξαν, μίλησαν, μάλωσαν κι εκείνοι…».
Ο αρχαιολόγος κράτησε στα χέρια του ένα σταμνί 4000 ετών. Είχε καταλάβει την έκπληξη και το συναίσθημά μου. Με πλησίασε. «Άγγιξέ το», μου είπε. Σάστισα. «4000 ετών», σκέφτηκα. «Δεν πειράζει, αφήστε», του απάντησα. «Άγγιξέ το, το κρατώ», επέμεινε. Το άγγιξα σαν να το χάιδευα. Δύσκολο να περιγράψεις το συναίσθημα… Μετά, πάλι με προσοχή, σήκωσε ένα σπασμένο, ακόλλητο κομμάτι από έναν αμφορέα πάνω απ’ το διπλανό τραπέζι, το κράτησε και το έφερε κοντά μας. Ήταν περίτεχνα ζωγραφισμένο με φυτικά μοτίβα . Στο δέος των αιώνων συνέχιζα να είμαι ο πιο σφιγμένος. Μου έκανε νόημα να ανοίξω την παλάμη μου και το ακούμπησε πάνω της. «Αυτό χρονολογείται στο 1500 π.Χ., μου είπε. Ένα ζωγραφισμένο κομμάτι μινωικού αμφορέα γινόταν το καράβι μου για την αιωνιότητα. Σκέφτηκα το χέρι που το ακούμπησε τελευταία φορά πριν τόσες χιλιάδες χρόνια. Πλησίασα το κεραμικό στο πρόσωπό μου για να το κοιτάξω καλύτερα. Μια μυρωδιά σπασμένου, βρεγμένου χώματος έφτασε στη μύτη μου. Μνήμες αόριστες, μπερδεμένες από μια εποχή και μια ζωή που δεν είχα ζήσει, έσπρωξαν το κεφάλι μου. Κοίταξα το σπασμένο κομμάτι. Μου φάνηκε γνωστό, ίσως από τις βιτρίνες των τουριστικών μαγαζιών, μα ετούτο δεν ήταν γυαλισμένο κι ήταν αληθινό. Αγκαλιάστηκαν οι σκέψεις για να βοηθηθούν, συνεργάστηκαν να βγάλουν απ’ το στόμα μου μια φράση που συνέθεσαν: «Εγώ το έσπασα!!!» πήγα να ξεστομίσω, να φωνάξω μα πρόλαβε η λογική: «Εκείνη την εποχή, δεν ζούσες…», μου είπε. Ξαφνικά ήρθα τόσο κοντά με τον Μινωίτη ή καλύτερα, ο Μινωίτης ήμουν εγώ… Μόνο που γύρω μου το νοικοκυριό μου ήταν σπασμένο μέσα σε κουτιά, κιβώτια, πάνω σε τραπέζια. «Και εκείνο το σχεδόν διαλυμένο, το ζωγραφισμένο βάζο, ποιος το κατέβασε απ’ το ράφι όπου το είχα βάλει;» αναρωτήθηκα μέσα μου ενώ τους κοιτούσα όλους φυσιολογικά.
Χωρίς να καταλάβουν τίποτα, μέσα στον κόσμο των ματιών μου τα κομμάτια, τα πήλινα πιάτα, τα κύπελλα άρχισαν αργά να αιωρούνται. Σπασμένα χερούλια από αμφορείς, ζωγραφισμένα κύλα χωμάτινα από σταμνιά λαδιού και κρασιού αιωρούνταν και μ’ έναν τρόπο που δεν καταλάβαινα, συγκολλούνταν. Ακούστηκε θόρυβος απ’ την αυλή. Σηκώθηκα από την καρέκλα ανάλαφρα, περπάτησα, πήγα στο παράθυρο. Μια ομάδα γυμνών, νέων παιδιών με περίτεχνα δεμένα μαλλιά, έτρεχαν, έπαιζαν. Κοίταξα τη γυναίκα μου, τη φίλη και τον αρχαιολόγο. Συνομιλούσαν. Δεν ήξερα αν τα έβλεπαν, αν τ’ άκουγαν κι αυτοί. Δεν είπα τίποτα, γύρισα μέσα κι έκατσα. Ξαφνικά, η παρέα μου είχε σιγήσει. Φωνές, συνομιλίες δεν άκουγα, μόνο τα σώματα και τα στόματα κινούνταν. Μια σκέψη μου έσπρωξε τις άλλες άκομψα, όπως μερικοί που βιάζονται στην ουρά της τράπεζας να βγουν, να σου πάρουν τη θέση. Θύμωσα. Παραλίγο να μην την αφήσω να περάσει μα επέμενε. Λες κι ήταν θέμα ζωής και θανάτου να μου πει κάτι: «Οι ψυχές μείναν ίδιες» μου είπε «τα χτισμένα άλλαξαν, οι τρόποι άλλαξαν, οι δρόμοι άλλαξαν κι από χώμα γίναν άσφαλτοι, τα σπίτια από καλύβες γίναν πολυκατοικίες, τα άλογα γίναν αυτοκίνητα και τα σφυριά κομπρεσέρ. Αλλά τα βουνά, ο ουρανός, η θάλασσα κι οι ελιές, μείναν ίδια».
Δεν είπε τίποτε άλλο, μόνο ζήτησε συγνώμη από τις άλλες σκέψεις κι έφυγε αργά, σιγά και διακριτικά. Ούτε εγώ της είπα τίποτα γιατί γνώριζα κάτι, μα δεν μου το ομολογούσα. Ήξερα ότι απ’ τη στιγμή που γεννιέσαι, αιωνιότητα για σένα μοναχά, δεν υπάρχει. Μόνο σήμερα ένοιωσα ότι ίσως τη βρεις στον ουρανό και τη θάλασσα ενός ζωγραφισμένου πιάτου και στο κενό ενός σπασμένου ή ολόκληρου αμφορέα απ’ το κρασί και το λάδι που χύθηκαν κάποτε μέσα του και που τώρα, δεν υπάρχουν πια.
Γύρισαν οι φωνές μπροστά μου, μέσα μου. Η συζήτηση είχε πάρει φωτιά. Η παρέα μου συνομιλούσε με τον Χρηστάκη λες και περίμενε μια λέξη του-σκαλοπάτι για να φτιάξει κι αυτή ένα δικό της και να περπατήσει πάνω του. Τους έλεγε άλλη μια εδραιωμένη εκδοχή μιας ανακάλυψης, δώρο όχι μόνο για εμάς που ήμασταν εκεί αλλά για όλους. Ήξερε τα πάντα, απαντούσε στα πάντα για τα χειροπιαστά και τα αέρινα. Γι’ αυτά που συνέβησαν, γι’ αυτά που ίσως συνέβησαν και γι’ αυτά που θα μπορούσαν να είχαν συμβεί.
Ξαφνικά, οι κούτες και τα ξύλινα κασόνια φάνταζαν λίγα κι απλά για να φυλάξουν τα κομμάτια του πολιτισμού και της ιστορίας χιλιετηρίδων. Αναρωτήθηκα σ’ ένα γρήγορο κλείσιμο των ματιών μου: «Πόσο ελάχιστοι είμαστε, πόσο λίγοι για να φυλάμε ένα μέρος της ανθρώπινης ιστορίας και του πολιτισμού της; Πόσο αδύναμοι είμαστε και συγχρόνως, πόσο απόλυτα άξιοι; Αλήθεια, ξέρουμε ποιοι είμαστε; Ξέρουμε σε τι χώμα περπατάμε;»
Η ξενάγηση τελείωσε. Σηκωθήκαμε. Από μία πόρτα μπήκαμε, από μία άλλη βγήκαμε κι όμως νόμιζα ότι ήταν οι ίδιες. Ο Λαβύρινθος ήταν εκεί. Ένας Λαβύρινθος όπου ο Θησέας ήταν εντελώς περιττός και ο Μινώταυρος εντελώς απαραίτητος.
Περπατούσαμε προς την έξοδο. Τρωγόμουν για δυο ερωτήσεις στον αρχαιολόγο αλλά δεν είχα την άνεση, ήμουν φιλοξενούμενος και φοβόμουν μην περάσω κάποιο όριο. «Έχω ένα υπέροχο κρασί από εδώ απ’ την Κνωσό. Ελάτε πριν φύγετε, να κάτσουμε στην αυλή να πιούμε ένα ποτήρι για τον αποχαιρετισμό», μας είπε. Στο τραπέζι βρήκα την ευκαιρία για μια παραπάνω συζήτηση.
«Πότε χτίστηκε το μουσείο;» τον ρώτησα.
«Το 1962 από την Βρετανική Σχολή Αθηνών για να στεγάσει τα ευρήματα από τις ανασκαφές στην Κνωσό» μου απάντησε. «Ξέρετε, το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων για την κατασκευή του το έδωσε η Dame Joan Evans, ετεροθαλής αδελφή του Σερ Άρθουρ Έβανς».
«Το κτίριο είναι πενήντα οκτώ ετών, κάποιες “ρυτίδες” θα τις έχει…» πετάχτηκε η γυναίκα μου χαριτολογώντας.
«Πράγματι, το κτίριο είναι λαβωμένο από τον χρόνο, θα ανακαινιστεί από την Βρετανική Σχολή. Συμπαραστάτης στην τιτάνια αυτή προσπάθεια, γιατί είναι τιτάνια, είναι η Εφορεία Αρχαιοτήτων Ηρακλείου, ώστε να μετατραπεί σε ένα σύγχρονο κέντρο μελέτης κι έρευνας του Κρητικού Πολιτισμού που θα προάγει τον επιστημονικό λόγο και θα συνομιλεί με την τοπική κοινωνία».
«Ας ευχηθούμε στα καλύτερα!» είπε η φίλη δημοσιογράφος και σήκωσε το ποτήρι όπως κι όλοι μας.
Εκείνο το βράδυ τέλειωσε με λίγο γλυκό κρασί, γέλιο, χρυσές, πήλινες ιστορίες και όμορφους διαλόγους. Έφυγε. Όμως η αίσθηση που μας άφησε θα μείνει αξέχαστη.
Πάντα, όταν μπαίνω οπουδήποτε και σε οτιδήποτε αφορά αυτό τον συγκεκριμένο πολιτισμό και το παρελθόν της Κρήτης όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, θαμπώνομαι. Νιώθω λίγος, ελάχιστος και φτάνω στα όρια θυμού και ίσως παράλογων απαιτήσεων για όλα τα θαυμαστά εδώ, αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα. Πάντα νιώθω ότι θα έπρεπε εγώ ως απλός πολίτης, οι Αρχές, όλοι μας, να έχουμε δώσει, να έχουμε κάνει κάτι παραπάνω. Πάντα λέω, κι ίσως έχω άδικο, ότι: «Μια μέρα ίσως έρθουν κάποιοι πιο σοφοί από εμάς, πιο έξυπνοι, πιο πρακτικοί, πιο συναισθηματικοί, που θα ακούσουν καλύτερα τους ήχους που βγαίνουν από ένα σπασμένο αγγείο ενός απλού μινωικού σπιτιού, από μια βιτρίνα ή τα κουτιά ενός από τα πιο σημαντικά προϊστορικά μουσεία του πλανήτη, του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου αλλά και του Στρωματογραφικού Μουσείου της Κνωσού. Ίσως νοιώσουν καλύτερα την υφή των σταγόνων του ιδρώτα του νεαρού Μινωίτη που τολμούσε να σαλτάρει πάνω από έναν αγριεμένο ταύρο στα Ταυροκαθάψια. Ίσως ακουμπήσουν τη σταγόνα του μελανιού που έπεσε κάτω από το δαχτυλίδι του βασιλιά Μίνωα ενώ σφράγιζε μια εμπορική συμφωνία πριν το ξύλινο καράβι σαλπάρει γι’ άλλο ένα ταξίδι. Ίσως αυτοί να δουν και να νοιώσουν καλύτερα το ανάγλυφο της σφραγίδας του Δίσκου της Φαιστού. Ίσως δουν καλύτερα ποιοι ήμασταν κάποτε, ποιοι είμαστε τώρα και ποιοι θα είμαστε στο μέλλον.
Μετά απ’ αυτήν την επίσκεψη στα τέλη του περασμένου Μάη σταμάτησα να ριγώ για το αόριστο τέλος μου. Ίσως γιατί το Στρωματογραφικό Μουσείο της Κνωσού, εκείνο το απόγευμα, δεν ήταν παρά μία απόδειξη ότι κι όταν πεθάνεις, συνεχίζεις να ζεις, να περπατάς στους αιώνες. Ίσως ήταν μια απόδειξη, μια σταγόνα από το αθάνατο νερό που γύρευα και δεν έβρισκα. Ίσως πάλι να ήταν μια απόδειξη ότι το αθάνατο νερό είναι η ίδια η σκέψη και το ταξίδι της μέσα στον χρόνο…