της Μαρίας Λιονάκη
Γλυκό του κουταλιού, μυρωδάτο περγαμόντο το καλοκαίρι που έμεινε… Ανακάλυψες το βάζο με ενθουσιασμό κάποιους μήνες, καιρό πριν. Σε μια παλιά σερβάντα, ξύλινη, πολυκαιρισμένη, σκαλιστή, έπιπλο της γιαγιάς. Το κράτησες στα χέρια σου με ενθουσιασμό, χαρά. Σαν πολύτιμο, πλούσιο βρετίκι. Με κρατημένη παράλληλα την ανάσα και μια ενοχή. Γύρισες τις στροφές του σιγά σιγά. Όπως γυρνάει δίσκος σε παλιό πικ απ. Ως να ακουστεί ο ήχος του δραπέτη αέρα. Ως να ακουστούν οι ρομαντικές μελωδίες. Γεύτηκες λαίμαργα, απόλαυσες τις μελωμένες στιγμές του. Με μεγάλο κουτάλι. Ρίχνοντας κλεφτές ματιές γύρω τριγύρω, μη σε βλέπει, μην κοιτάζει κανείς. Μη στο κλέψει κανείς. Το βάζο με το γλυκό περγαμόντο. Που βρήκες, που σου αξίζει. Το καλοκαίρι σου.
Τώρα γεύεσαι τις τελευταίες κουταλιές, στραγγίζεις το βάζο να στάξουν όσες γλυκές σταγόνες έχουν ακόμα τα χέρια απλωμένα, κρατημένα στα πλαϊνά. Όσες αρνούνται πεισματικά να εκπατριστούν. Έχουν ρίξει άγκυρα, έχουν απλώσει πλοκάμια στη θάλασσα του, έχουν διακλαδίσει κλαδιά και φύλλα εκεί. Στη στεριά του, στον ανήφορο ενός βάζου, μιας ζωής.
Μελωμένος, χαμογελαστός ο περιπατητής του Σεπτεμβρίου. Βαδίζει ανάλαφρα, ίσα που πατάει τη γη. Μην την πληγώσει. Έχει φιλευτεί από το γλυκό του κουταλιού, του καλοκαιριού . Γεύτηκε, όλα ή μερικά, απ’ αυτά που η ψυχή του λαχτάρησε μέσα στη προηγούμενη βαρυχειμωνιά, την τρικυμία του χειμώνα. Έχει πιάσει λίγο τα πλαϊνά, την άκρη ενός ονείρου, μιας επιθυμίας. Με τα φτερά τους πέταξε κάποιες στιγμές, νυχτερινές. Που ήταν ανοιχτοί οι δρόμοι του ουρανού. Χωρίς διόδια. Που είχε ολόγιομο φεγγάρι και αμέτρητα αστέρια, γενναιόδωρα στο φως. Έφτασε πολύ κοντά στην Ιθάκη του. Στα περίχωρα της ξεναγήθηκε. Του χρόνου θα τα καταφέρει να αγκυροβολήσει εκεί. Αν προσπαθήσει περισσότερο, αν δε φυσάει τόσος αέρας… Θα τα καταφέρει να πατήσει τη γη του ονείρου του. Δεν το βάζει κάτω, δεν απελπίζεται. Του χρόνου. Κοτζάμ Οδυσσέας και πάλευε είκοσι χρόνια…
Για να φτάσει στην πατρίδα του. Που είναι ο στόχος που θέτει ο καθένας στη ζωή του. Αυτό που αγωνίζεται να πετύχει, αυτό που σε κάποιες περιπτώσεις δεν κατάφερε, όταν ήταν πιο μικρός να πραγματοποιήσει. Στόχος οικογενειακός, προσωπικός, επαγγελματικός, στόχος εκπαίδευσης, μάθησης…
Στην αυλή του Εσπερινού Γυμνασίου, στο Καπετανάκειο, το κτίριο- γεφύρι της Άρτας, που ολημερίς το χτίζουνε το βράδυ δεν τελειώνει… έχουν μαζευτεί για τον αγιασμό αρκετοί μαθητές. Περυσινοί, αλλά και νέοι, που μόλις ολοκλήρωσαν την εγγραφή τους. Έχει χτυπήσει το κουδούνι, το εναρκτήριο σάλπισμα της φετινής χρονιάς και έχουν πλησιάσει όλοι με σεβασμό, μαθητές, αλλά και συνάδελφοι, τον ιερέα που στέκεται μπροστά από το τραπέζι με το λευκό τραπεζομάντηλο, την εικόνα της Παναγίας με το Χριστό, το νερό του αγιασμού, το βασιλικό. Στο σύθαμπο του δειλινού, στη βορινή αυλή που βρισκόμαστε, πιο λαμπεροί μοιάζουμε όλοι, λουσμένοι το τελευταίο φως της ημέρας. Που καθυστέρησε να δύσει για μας, για να φωτίσει, να χαιρετήσει τη σημαντική στιγμή μας. Φοράμε όλοι τα καλά μας ρούχα, την καλή μας διάθεση, το πιο πλατύ, εγκάρδιο, ξεκούραστο χαμόγελό μας. Μαθητές και καθηγητές. Που ανήκουμε οργανικά σε αυτό το σχολείο. Με την καρδιά μας.
Η ματιά μου περιδιαβαίνει σε γνωστά και άγνωστα πρόσωπα. Σταματά παραπάνω στους περυσινούς μας μαθητές. Ο Παναγιώτης, η Ειρήνη, η Στέφκα, η Άννα,η Αργυρώ, η Βάλια, η Εργίνα, ο Προλετάρ, ο Κωνσταντίνος… Όλοι ήρθαν, είναι εδώ. Ευτυχώς. Αυτοί… σα να άλλαξαν, σκέφτομαι, σα να ομόρφυναν, σα να ψήλωσαν, σα να σοβαρεύτηκαν οι πιο ζωηροί. Αλλά αυτό μπορεί και να είναι ιδέα μου. ‘Η ευσεβής πόθος. Η Αργυρώ έκοψε τα μαλλιά της με νέο κούρεμα. Φιλαριστά και πόσο της πάνε…
Ακούμε κατανυχτικά όλοι τη μελωδική ψαλμωδία που σκορπίζει ευλογία στο χώρο του σχολείου μας. Που και που ανταλλάσουμε κρυφά, συνωμοτικά ομιλητικές ματιές. Με δικό μας κώδικα, που δεν μπορεί να αποκρυπτογραφήσει άλλος κανείς. Κώδικα παρελθούσης, όμορφης σχολικής ζωής. Κώδικα συχνά δύσκολης σχολικής ζωής. Κώδικα που αποκτήσαμε όλοι σκυμμένοι πάνω από τα σχολικά βιβλία, τις νυχτερινές ώρες, κάτω από τις λάμπες φθορίου, στις άλλοτε ζεστές κι άλλοτε κρύες τάξεις μας, την ώρα που ο αέρας σφύριζε δαιμονισμένα και μαίνονταν ανεξέλεγκτη η βροχή. Την ώρα που παρακαλούσαμε όλοι να μας κάνει το χατίρι, λίγο , τόσο μόνο, να σταματήσει η δυνατή βροχή στο σχόλασμα. Ώσπου να βρούμε καταφύγιο στα σπίτια μας.
«Κυρία καλησπέρα! Καλή χρονιά να έχουμε, καλά να περάσουμε και φέτος! Είσαστε καλά, περάσατε καλά;» Μου λέει με το τέλος του αγιασμού, μια περυσινή μου μαθήτρια, που με πλησιάζει μαζί με μια άλλη κοπέλα, πιο διστακτική. Αφού της απαντάω ότι είμαι καλά, πέρασα καλά, ξεκουράστηκα, συνεχίζει: «Να σας γνωρίσω τη Μαρία. Είναι γειτόνισσά μου. Είναι καινούργια στο σχολείο μας, τώρα μόλις γράφτηκε. Της έδειξα το σχολείο, τους χώρους, της είπα πόσο καλά περνάμε στο σχολείο μας. Πως μαθαίνουμε τόσα πράγματα, πως έχουμε ομάδα θεατρική, περιβαλλοντική, εικαστικών, πως είσαστε όλοι οι καθηγητές τόσο καλοί…» Μου λέει η Άννα με τον ενθουσιασμό να λάμπει στα μάτια της, με τον ενθουσιασμό ακριβή πληρωμή κάθε δασκάλου, καθηγητή, όλων εμάς σε αυτό το σχολείο.
Κοιτάζω την καινούργια μαθήτρια. Είναι λίγο μεγαλύτερη στην ηλικία από τις υπόλοιπες μαθήτριες κι όμως αυτόματα με την καινούργια ιδιότητά της , της μαθήτριας, μοιάζει να μίκρυνε η ηλικία της, μοιάζει τόσο νέα, τόσο αισιόδοξη, είναι τόσο χαρούμενη, γελαστή. Στα μάτια της καίει η φλόγα μιας γλυκιάς προσμονής, ενός μακροχρόνιου ονείρου που τώρα γίνεται πραγματικότητα. Ενός ονείρου που είχε αφήσει παρατημένο, παραπονεμένο. Στου δρόμου τα μισά. Κάποτε που έκλεισαν οι δρόμοι. Που είχε πιάσει η καταιγίδα της ζωής.
« Καλώς τη Μαρία! Καλώς μας ήρθες! Χαιρόμαστε τόσο που θα σε έχουμε κοντά μας. Ειλικρινά, πολύ. Μπράβο που το τόλμησες να ξεκινήσεις πάλι το σχολείο. Δε θα το μετανιώσεις. Ξέρω ότι ήταν πολύ δύσκολη η απόφαση σου αυτή.»
« Ναι ήταν δύσκολη η απόφαση μου αυτή. Έχω αφήσει χρόνια το σχολείο. Όμως έχω δύο κόρες που με παρότρυναν, που με έπεισαν. Μεγάλες, σπουδασμένες. Στη γιορτή μου, το δεκαπενταύγουστο που πέρασε, μου χάρισαν μια τσάντα σχολική . Αιτία που βρίσκομαι τώρα εδώ είναι αυτή η τσάντα, η σχολική και κυρίως η κάρτα που τη συνόδευε. Έγραφε: « Κάποτε, όταν ήμασταν μικρά, μας αγόραζες την τσάντα εσύ. Τώρα στην αγοράζουμε εμείς. Καλή σχολική χρονιά μαμά !» έγραφε η κάρτα, μου λέει συγκινημένη. Η κάρτα που σήκωσε στους ώμους της την Μαρία και με το ξεχασμένο όνειρό της αγκαλιά την έφερε στο σχολείο μας. Για να το πραγματοποιήσει τώρα. Γιατί ποτέ δεν είναι αργά για τα όνειρά μας. Πόσο συγκινήθηκα, πόσο χάρηκα για τη Μαρία… Που βρήκε τη δύναμη, που έχει τέτοιο χαρακτήρα, που ανέθρεψε τέτοιες κόρες. Πόσο τυχεροί είμαστε οι καθηγητές στο σχολείο αυτό. Που έχουμε τόσους μαθητές, με τέτοιες, με αντίστοιχες ιστορίες. Ξεχωριστούς.
Η κάρτα αυτή που έγραψαν οι κόρες της στη Μαρία είναι η αιτία αυτής μου της γραφής. Από όλους εμάς τους Εσπερινούς σε όλους τους μαθητές της πόλης μας και στους συναδέλφους μας ευχές για: Καλή σχολική χρονιά! Με υγεία, δύναμη, καλή διάθεση, καλή πρόοδο.