ΕΛΛAΔΑ
Πανελλαδικές εξετάσεις δύο φορές τον χρόνο;
Το Υπουργείο Παιδείας μελετά την πρόταση να οργανώνονται δύο φορές Πανελλαδικές Εξετάσεις και παράλληλα οι κάτοχοι διεθνούς απολυτηρίου να εισάγονται χωρίς Πανελλαδικές και στα δημόσια ΑΕΙ.
Διπλές Πανελλαδικές Εξετάσεις κατά τη διάρκεια της χρονιάς, σε συνδυασμό με την αλλαγή στο σύστημα δεύτερης ευκαιρίας που έχουν σήμερα οι απόφοιτοι λυκείου για να εισαχθούν στα ΑΕΙ, καθώς και δικαίωμα πρόσβασης σε πτυχιούχους του διεθνούς απολυτηρίου – International Baccalaureate (IB), μελετάει το υπουργείο Παιδείας. Πρόκειται για σχέδια που χτίζουν το νέο σύστημα πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, το οποίο θα έχει κορμό το εθνικό απολυτήριο και θα αρχίσει να εφαρμόζεται από το 2028, το νωρίτερο.
Ειδικότερα, όπως ανέφερε στην «Καθημερινή» υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου Παιδείας, η ηγεσία εξετάζει την πρόταση να οργανώνονται δύο φορές Πανελλαδικές Εξετάσεις για τους τελειοφοίτους λυκείου μιας τάξης. Το πεδίο συζήτησης για το συγκεκριμένο σχέδιο περιγράφει μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο Journal of Public Economics (τεύχος 239), η οποία εξετάζει τις επιπτώσεις της απόφασης των μαθητών να ξαναδώσουν Πανελλαδικές Εξετάσεις, επικεντρώνοντας τόσο στις επιδόσεις τους όσο και στη φοιτητική τους σταδιοδρομία. O τίτλος της μελέτης είναι «Do Second Chances Pay Off? Evidence from a Natural Experiment with Low-Achieving Students» («Αποδίδουν οι δεύτερες ευκαιρίες – αποτελέσματα μελέτης σε υποψηφίους με χαμηλές επιδόσεις») και πραγματοποιήθηκε από την ερευνήτρια στο Κρατικό Ινστιτούτο Οικονομικής Ερευνας της Φινλανδίας Ασπασία Μπιζοπούλου, σε συνεργασία με τη Ρήγισσα Μεγαλοκονόμου (αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Μονάς της Αυστραλίας) και τη Στεφανία Σιμιόν (σύμβουλο διοίκησης στην εταιρεία συμβούλων και ερευνών SQW).
Σύμφωνα με τη μελέτη, «κάθε χρόνο περίπου 70.000 μαθητές συμμετέχουν στις Πανελλαδικές για την εισαγωγή σε ΑΕΙ. Ωστόσο, αυτό το όνειρο δεν πραγματοποιείται πάντα αμέσως. Σχεδόν το 15% των υποψηφίων αποφασίζει να επαναλάβει τις εξετάσεις, είτε επειδή δεν πέρασε σε σχολή που του ταιριάζει είτε επειδή δεν κατάφερε να εισαχθεί σε καμιά σχολή. Η απόφαση να ξαναδώσει κάποιος Πανελλαδικές δεν είναι χωρίς βαρύτητα: με τις εξετάσεις να διεξάγονται μόνο μία φορά τον χρόνο, ο μαθητής που αποφασίζει να ξαναδώσει παραμένει σε αβεβαιότητα και στασιμότητα, την ώρα που οι συμμαθητές του προχωρούν στην επόμενη φάση των σπουδών τους. Η αναμονή και η αβεβαιότητα επιφέρουν τόσο ψυχολογικό όσο και οικονομικό κόστος για τον μαθητή και την οικογένειά του. Η βασική ερώτηση που απασχολεί όσους αποφασίζουν να ξαναδώσουν είναι: “Αξίζει τον κόπο; Θα πετύχω καλύτερο βαθμό; Θα περάσω σε καλύτερη σχολή;”».
Με βάση την έρευνα, μαθητές που ξαναδίνουν Πανελλαδικές βελτιώνουν τον βαθμό τους κατά περίπου 2.000 επιπλέον μόρια για δείγμα μαθητών με αρχικό μέσο όρο περίπου 10.000 μόρια. Επίσης, οι μαθητές που ξαναδίνουν αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητά τους να εισαχθούν σε ΑΕΙ. Η πιθανότητα του να εισαχθεί ένας μαθητής που δίνει Πανελλαδικές σε ΑΕΙ είναι 65%, όμως για τους μαθητές με χαμηλή βαθμολογία η πιθανότητα πέφτει στο 18%. Βλέπουμε ότι οι μαθητές με αρχικά χαμηλούς βαθμούς που ξαναδίνουν ανεβάζουν την πιθανότητά τους να εισαχθούν σε ΑΕΙ γύρω στο 50%, δηλαδή πολύ πιο κοντά στον μέσο όρο του 65% του συνολικού πληθυσμού που δίνει Πανελλαδικές.
Βελτίωση επιδόσεων
«Συμπερασματικά, οι μαθητές που ξαναδίνουν –ανεξάρτητα από το μέρος διαμονής, την οικονομική δυνατότητα της οικογένειας ή το προσωπικό τους κίνητρο– καταφέρνουν να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους. Το δείγμα των μαθητών στο οποίο επικεντρωθήκαμε έχει σχετικά χαμηλές ακαδημαϊκές επιδόσεις και αναγκάζεται να περιμένει έναν ολόκληρο χρόνο πριν ξαναδώσει –γεγονός που φέρνει τον κίνδυνο απώλειας δεξιοτήτων–, αλλά παρ’ όλα αυτά η βελτίωση είναι σημαντική, φτάνοντας το 20% του αρχικού τους βαθμού. Η πρότασή μας είναι να δοθεί η δυνατότητα στους μαθητές να δίνουν Πανελλαδικές δύο φορές τον χρόνο, ώστε το κόστος για τον μαθητή που θέλει να ξαναδώσει να περιορίζεται σε έξι μήνες και όχι έναν ολόκληρο χρόνο. Η ερώτηση πολιτικής που μπορεί να μελετηθεί είναι εάν το δημοσιονομικό κόστος της οργάνωσης Πανελλαδικών Εξετάσεων δύο φορές τον χρόνο θα είναι μικρότερο από το όφελος της ταχύτερης ένταξης των πτυχιούχων στην αγορά εργασίας», αναφέρει η μελέτη.
Διαβάστε περισσότερα στο kathimerini.gr