ΑΠΟΨΕΙΣ
Οι καταζητούμενοι στον οντά και το σπίτι ζωσμένο από Γερμανούς
Ένα περιστατικό της γερμανικής κατοχής
Τραγικές και ακραίες καταστάσεις έζησαν οι άνθρωποι της αντίστασης την κατοχή. Στα απομνημονεύματα του Καλογεράκη Στελιανού αναφέρεται το παρακάτω απίστευτο περιστατικό.
«Την κατοχή μου στέλνουν από το Γερακάρι τους καταζητούμενους από τους Γερμανούς δάσκαλο Ξέκαλο και την αδελφή του Νίτσα, γιατί στο σπίτι τους βρήκαν όπλα και το έκαψαν. Σε κάθε χωριό, εκτός από εκείνους που περιστασιακά βοηθούσαν την αντίσταση, υπήρχαν και οι οργανωμένοι και απόλυτης εμπιστοσύνης, στους οποίους απευθυνόταν σε κάθε μεγάλη δυσκολία, για περίθαλψη και τροφοδοσία των καταδιωκόμενων. Κάποιος προδότης υποθέτω από τα χωριά που πέρασαν και έλεγαν στους γνωστούς τους ότι έρχονται στο σπίτι μου, το προδίδει στους Γερμανούς. Καλύτερα που δεν μάθαμε ποτέ, ποιός το πρόδωσε, γιατί η ζωή του τότε θα ήταν θέμα ημερών. Μάθε ποιός το είπε και ξάμου εμένα, μου έλεγε το συναδέλφι, ο γενναίος και μοναδικός Ζωιδαντώνης που δεν καθάριζε αυγά σε τέτοιους. Το δεν βοηθώ, δεν ανακατεύομαι στην αντίσταση, γιατί φοβάμαι ή γιατί δεν θέλω μπελάδες ήταν ανεκτό, αλλά το προδίδω στον εχθρό ήταν ασυγχώρητο.
Πριν ξημερώσει, που όλοι κοιμόμαστε, ζώνουν το σπίτι μου οι Γερμανοί για έρευνα. Ο αδελφός της Νίτσας για να μην είναι μαζί και οι δύο είχε φύγει σε γνωστούς του στη Μεσσαρέ. Ο επικεφαλής με το Λούνγκερ στο χέρι μπαίνει κάτω στη κουζίνα, ενώ στον οντά κοιμόμαστε στο ένα υπνοδωμάτιο η Νίτσα και στο άλλο εγώ με τα κοπέλια μου. Η γυναίκα μου η Στελιανή που ήταν κάτω στην κουζίνα και ετοίμαζε, μου φωνάζει πως οι Γερμανοί ψάχνουν τον Ξέκαλο και την αδελφή του και θέλουν να κάνουν έρευνα στο σπίτι. Με κόβει κρύος ιδρώτας, τελειώσανε τα αστεία σκέφτηκα, ήρθε το τέλος. Μπαίνω στο δωμάτιο της Νίτσας και τη βλέπω αναστατωμένη να κλαίει. Ανοίγω λίγο το βορινό παραθύρι για να πηδήξω και να φύγω, αλλά διακρίνω μέσ’ τη νύχτα κάτω γύρω – γύρω κυκλωμένο το σπίτι από Γερμανούς. -Στελιανέ να μπω στη κασέλα να μη με βρούνε, μου λέει η Νίτσα. -Όχι Νίτσα γιατί αν κάμουν έρευνα και σε βρουν τότε είναι που θα σε θεωρήσουν ύποπτη και δεν γλιτώνουμε. Κάτσε όπως είσαι και αν δεν μπορέσω να τους παραπλανήσω και κάμουν έρευνα θα πω πως είσαι υπηρέτρια μου και αν το πιστέψουν έχει καλώς, αλλιώς θα μας πάνε στην Αγιά των Χανίων για εκτέλεση.
Βάζω τα στιβάνια μου προσπαθώ να συνέλθω. Τρίβω τα χέρια μου στο πρόσωπο μου να μην φαίνομαι ταραγμένος και χλωμός και κατεβαίνω την εσωτερική ξυλόσκαλα από τον οντά στο κατώι και στην κουζίνα. Βλέπω το Γερμανό αξιωματικό, που μου ανακοινώνει: «Πρόεδρε, Ξέκαλος δάσκαλος και αδελφή του Νίτσα πριν τρείς μέρες από το Άνω Μέρος εδώ», όπως ακριβώς είχε συμβεί. Ανοίγω την πόρτα της αποθήκης κάτω από τον οντά και θαρρετά του λέω δεν είναι εδώ, ψάξτε. Κάνοντας τον ανήξερο, παίρνω θάρρος και του λέω. -Το δάσκαλο θέλετε αυτός, είναι ένα τσογλάνι, λείπει συνέχεια και δεν κάνει μάθημα στα παιδιά μας και θα πάω στο Ρέθυμνο να κάνω παράπονα στη διοίκηση. Εμείς θέλουμε να μορφωθούνε τα παιδιά μας, όπως εσείς και όχι να μείνουν αγράμματα. Γνωρίζοντας δε ότι δεν είναι στο χωριό, για να μην κάνουν έρευνα και να δώσω ευκαιρία διαφυγής στη Νίτσα, τους λέω, αυτός μένει στο σκολειό. Η Στελιανή η γυναίκα μου από την τρομάρα της ακούγοντας για το σκολειό μηχανικά επαναλάμβανε. Στο σκολειό Στέλιο στο σκολειό. Το πίστεψαν και μαζεύονται όλοι για να πάμε στο σκολειό. Φεύγοντας κλείνω το μάτι στη γυναίκα μου για να φύγει από το σπίτι η Νίτσα. Τους παίρνω λοιπόν όλη την ομάδα και πηγαίνουμε για το σκολειό. Στο δρόμο συναντώ έτσι που ξημέρωνε τον Μηλομιχάλη, κοντοστέκομαι, σκύβω φτιάχνοντας δήθεν τα στιβάνια μου και του λέω ψιθυριστά. Μιχάλη πήγαινε στο σπίτι να πεις της Στελιανής να πάρουν τη Νίτσα και να τη κατεβάσουν στο ποταμό μη γυρίσουν οι Γερμανοί και κάνουν έρευνα, φοβούμενος μήπως δεν κατάλαβε η γυναίκα μου τι εννοούσα με το κλείσιμο του ματιού. Εντάξει Στελιανέ μου λέει και φεύγει τρέχοντας. Πράγματι την πηγαίνουν δίπλα στο σπίτι του μπάρμπα μου του Καράκαλου, που γιος του ο Αντώνης ήταν στην αντίσταση και είχε και αδελφές. Την παίρνει η πρωτοξαδέρφη μου η Γραμματική Μ. Καλογεράκη και την πάει κάτω στον Ξιφέ ποταμό στις ποταμίδες των Καλογερήδων.
Μόλις πλησίασαν στο σκολειό οι Γερμανοί το κυκλώνουν και ο αξιωματικός με το Λούνγκερ στο χέρι, από το παράθυρο μπαίνει μέσα και βλέπει στο δωμάτιο το κρεβάτι του δασκάλου άδειο με μερικά βιβλία. Για να καλυφθώ τους εξηγώ ότι μερικές φορές κοιμάται και αλλού και να πάμε και εκεί. Πού να τους πάω όμως; Δεν μπορούσα σε ξένο σπίτι μη παρεξηγήσουν ότι τους εμπλέκω σε κινδύνους και τους πηγαίνω στο σπίτι της αδελφής της γυναίκας μου της Μαριώρας Στεργιάκη στη μεσοχωριά.
Μπαίνουν γρήγορα μέσα, η Μαριώρα τρομάζει και πάει να ανέβει την εσωτερική σκάλα, για τον οντά. Ο αξιωματικός υποψιάζεται μήπως είναι η καταζητούμενη Νίτσα και τρέχει και την πιάνει από τον πόδα, όπως ανέβαινε τη σκάλα. Εκείνη τρομάζει βάζει τις φωνές και εγώ την καθησυχάζω, λέγοντας της ότι δεν είναι τίποτα μια έρευνα κάνουν και θα φύγουν. Εξηγώ στον αξιωματικό στη συνέχεια ότι είναι αδελφή της γυναίκας μου και όχι η Νίτσα. Αυτοί πλέον υποψιάζονται ότι τους κοροϊδεύω και εκνευρίζονται. Βγαίνουμε στην αυλή. Ο επικεφαλής αξιωματικός φωνάζει και με βρίζει στη γλώσσα της ράτσας του. Με πιάνει στη συνέχεια από το μπέτη, με πετσοτανίζει, με βρίζει και με μια κοντή βέργα που κρατούσε με χτυπά στους ώμους λέγοντάς μου saize (σκατά) Πρόεδρε. Πρόεδρε ίνγλις προπαγάνδα.- Του απαντώ, Πρόεδρος γιατί ίγγλις προπαγάνδα επειδή φοράω αγγλικό πουκάμισο δεν έχω άλλο. Προσπαθώ να του δικαιολογηθώ ότι δεν γνωρίζω, δεν ξέρω που έχει πάει. Αλλά το ότι γλιτώσαμε με μερικές ραβδές ήταν άθλος μπροστά σ’ αυτό που μπορούσε να έχει συμβεί.
Από τότε οι Γερμανοί με υποψιάζονται και με στοχοποιούν, γιατί είναι σίγουροι ότι τους κορόιδεψα. Μορφωμένοι και εκπαιδευμένοι ήταν και όσο και αν τους ξεγελούσαμε εμείς οι αγράμματοι, καταλάβαιναν.
Το απόγευμα που έφυγαν οι Γερμανοί δίδω τη Νίτσα στην πρωτοξαδέλφη μου Μαρία Σταυρ. Καλογεράκη, μικρή κοπελιά 21 χρονών, μεταμφιέζονται σε γριές με μαύρα και καλάθια και ψάχνοντας δήθεν χόρτα στα χωράφια τις στέλνω στο Αποδούλου στη Γλυκερή που ήταν πολλές γυναίκες και βοηθούσαν στην αντίσταση, όπως είχα συνεννοηθεί με τον Παπαδογιάννη. Από εκεί αργότερα μαζί με τον αδερφό της το δάσκαλο φυγαδεύονται στη Μέση ανατολή. Όταν μετέπειτα πήγα στο χωριό τους Γερακάρι μόνο τα πέταλα του αλόγου μου δεν φιλούσαν οι συγγενείς τους για το πώς κατορθώσαμε και ξεγελάσαμε τους Γερμανούς».
Αυτά τα δεινά και τα άγρια παιγνίδια με το χάρο πέρασαν οι παντέρμοι πρόγονοί μας μέχρι νάρθει η λευτεριά. Εύστοχα, με αφοπλιστική ειλικρίνεια και μοναδικό τρόπο, επισημαίνει στα απομνημονεύματά του, το Κρυφτό, ο Λοχαγός Φήλντιχ, υπεύθυνος της συμμαχικής αποστολής δυτικής Κρήτης: «Εκατοντάδων χιλιάδων μικρών ανθρώπων ο ρόλος τους στην αντίσταση δεν ήταν θεαματικός, αλλά ήταν απροσμέτρητα πολύτιμος. Χωρίς καμιά ματαιοδοξία που χαρακτήριζε μερικούς από τους αυτοανακηρυχθέντες αρχηγούς και χωρίς υστερόβουλη σκέψη ανταμοιβής ή δόξας είχαν θέσει το σπίτι τους στη διάθεσή μας από την αρχή της κατοχής βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή τους πολύ περισσότερο από οποιοδήποτε μέλος μιας ένοπλης ομάδας».
- Ο Ευτύχιος Σ. Καλογεράκης είναι Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών