ΑΠΟΨΕΙΣ
Ο Οδυσσέας σαν Ζουλιέν Γκριβέλ
Πέρα από την ψυχική κι από την πνευματική του μάθηση πλάι στους χανσενικούς που είναι προφανής, ο Ζουλιέν ταξίδεψε. Όχι μόνο σε όλη την Ελλάδα, αλλά κυρίως μέσα του…
Του Θανάση Γιαπιτζάκη
«Ελλάδα, η δική μου Ιθάκη» είναι ο τίτλος του βιβλίου του - που είναι γραμμένο, για πρώτη φορά σε σύγκριση με τα άλλα του βιβλία, εξ ολοκλήρου από τον ίδιο στα δικά του ελληνικά! Η Ελλάδα, λέει, έγινε η δικιά του Ιθάκη. Μια Ιθάκη - που έφτασε σ’ αυτήν με μια εσωτερική Οδύσσεια. Οι Λαιστρυγόνες και οι Κύκλωπες δεν χρειάστηκαν για τον Ελβετό οδοντίατρο Ζουλιέν Γκριβέλ «να τους κουβανεί μες στην ψυχή του και η ψυχή του να τους στήνει εμπρός του» κατά τον Αλεξανδρινό ποιητή.
Από τα γύρω του ύψη των Άλπεων, που έχει για ορίζοντα ανατολικά της λίμνης της Γενεύης, βρέθηκε - για πρώτη φορά - στην Ελλάδα, σε άλλα ύψη πάνω από το Αιγαίο. «Το πρώτο μου ταξίδι στην Ελλάδα» γράφει ο ίδιος «με οδήγησε στη Σαντορίνη το 1971. Θαυμάσιο νησί, σκαλισμένο σε μια αδάμαστη Φύση». Έτσι, ο Ζουλιέν Γκριβέλ βρέθηκε σ’ αυτά τα ύψη, που ο ήλιος δύει πάνω από έναν θαλάσσιο ορίζοντα, για να φτάσει στον ορεινό ορίζοντα της Ελβετίας και να ξεπροβάλει εκεί το πρωί.
«Ένα καθημερινό γεγονός με παρηγορεί. Όταν βλέπω τον ήλιο που χαϊδεύει τις κορυφές των βουνών της Ελβετίας κάθε πρωί, ξέρω ότι αυτό το ανεξάντλητο φως μάς το στέλνει η Ελλάδα».
Και δεν εννοεί τον ήλιο, όταν αναφέρει το ανεξάντλητο φως. Εννοεί τις αναμνήσεις που είχε, με τις προσωπικές εμπειρίες που έκρυβε σε κάθε βήμα του η Ελλάδα.
Λέει τί τον έκανε «να βγει στον πηγαιμό του» για μια τέτοια Ιθάκη: «Η δεύτερη διαμονή μου σ’ αυτή τη χώρα ήταν πιο αλλόκοτη. «Μόλις άνοιξα το οδοντιατρείο μου στη Γενεύη, συνάντησα το 1972 και μια άλλη Ελλάδα. Υπόγεια, σιωπηλή, πονεμένη».
Το βιβλίο, που είχε την οικονομική στήριξη της Περιφέρειας Κρήτης, το προλογίζουν ο Γενικός Γραμματέας της Ακαδημίας Αθηνών Χρήστος Ζερεφός και ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης Γεώργιος Κοντάκης. Ο τίτλος του είναι αφοπλιστικός - μολονότι οι λέξεις που τον απαρτίζουν είναι τετριμμένες, γιατί είναι χιλιοειπωμένες: «Ελλάδα», «Δική μου», «Ιθάκη». Το ίδιο και η μαγεία του βιβλίου πέρα από τον τίτλο. Σελίδες προσωπικές, που γίνονται γενικής αποδοχής επειδή περιγράφουν τα συναισθήματα του καθένα μας. Όμως οι μεταπτώσεις - που συναντάει κανείς σε πολλά ψυχογραφικά μυθιστορήματα - δεν έχουν θέση εδώ, γιατί πρόκειται για βιβλίο εντυπώσεων. Εντυπώσεις που γίνανε καθοριστικές αναμνήσεις.
Ο Κωστής Μαυρικάκης είχε επωμισθεί τη μεγάλη δουλειά της επιμέλειας του βιβλίου. Να προσθέσει τις επεξηγήσεις και τα βιογραφικά σημειώματα όλων των προσώπων που αναφέρονται σ’ αυτό, αλλά κυρίως να αντιμετωπίσει τα εμπειρικά ελληνικά του Γκριβέλ και να τα διορθώσει όσο μπορούσε. Άρα τα ελληνικά του βιβλίου, που είπα πριν, είναι αρχικά του συγγραφέα και τελικά του επιμελητή.
Κι όπως λέει ο ίδιος ο Κωστής «σε λίγους μήνες κλείνουν ακριβώς πενήντα χρόνια» που ο 79χρονος σήμερα Ζουλιέν Γκριβέλ διάβαινε για πρώτη φορά το κατώφλι του αντιλεπρικού σταθμού στο Λοιμωδών Νόσων του Αιγάλεω. Τί τον είχε κάνει να φύγει από την Γενεύη, τότε, όχι για την Ελλάδα του τουρισμού όπως έγινε στο πρώτο του ταξίδι στη Σαντορίνη και στα αρχαία της Αθήνας, αλλά για την «κρυφή, υπόγεια, πονεμένη Ελλάδα» όπως τη λέει ο ίδιος; Ο νεαρός τότε Ελβετός γιατρός θα συναντούσε παραμορφωμένους ανθρώπους έχοντας συνεπαρθεί από τον Μαχάτμα Γκάντι, που του μιλούσε μέσα από τα διαβάσματά του λίγες μέρες πριν αφήσει τη Γενεύη: «Να είσαι εσύ η αλλαγή που θέλεις για τον Κόσμο».
Στο τέλος του φθινοπώρου που έρχεται, θα έρθει κι αυτός, φαντάζομαι, στην Αθήνα, στο Αιγάλεω, για να συναντήσει εκεί τους εναπομείναντες από τους πολλούς λεπρούς που είχαν μεταφερθεί παλιά (από τη Σπιναλόγκα κυρίως, αλλά και από άλλα μέρη) και είχε ενδιαφερθεί να τους προσφέρει ανιδιοτελώς τις ιατρικές υπηρεσίες του δύο φορές τον χρόνο επί μισό σχεδόν αιώνα. Τιμημένος γι’ αυτό από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό, από την Ακαδημία Αθηνών, από τη Βουλή των Ελλήνων, από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, από τον Δήμο Αγίου Νικολάου Κρήτης - που τον έχει κάνει επίτιμο δημότη του, αφού στη θαλάσσια περιοχή του βρισκόταν απομονωμένο το κολαστήριο της ψυχής και του σώματος εκείνων των ανθρώπων, το μόνο που απομένει και δεν το έχει κάνει ακόμα η Ελλάδα είναι να του δώσει την ελληνική ιθαγένεια και να τον θεωρήσει επίσημα δικό της τέκνο, πηγαίνοντας γι’ αυτόν τον υπέροχο αλτρουιστή ένα βήμα πιο πέρα κι από τους δυό συμπατριώτες του φίλους των Ελλήνων Ελβετούς, τον αδικοχαμένο στην Έξοδο του Μεσολογγίου γιατρό Μάγερ και τον τραπεζίτη Έυναρντ.
Το βιβλίο αυτό αξίζει να διαβαστεί από πολύ κόσμο σε κατοπινές εποχές και για έναν άλλο εξίσου σπουδαίο λόγο. Χωρίς να δρέπει λογοτεχνικές δάφνες ή να έχει θέση στην ιστορία των ημερολογίων, θα συγκινήσει μόνο και μόνο με αυτά που έμαθε και με αυτά που τον συγκίνησαν. «Πολλά ίδεν άστεα και νόον έγνω» όπως είπε για τον Οδυσσέα του ο Όμηρος.
Θυμάμαι λες και είναι τώρα – γιατί, για τα σπουδαία πράγματα, δεν υπάρχει παρελθόν αλλά ένα διαρκές παρόν - τη βράβευση από τη Βουλή των Ελλήνων (και βάζω εδώ τα επίσημα λόγια) «του ουμανιστή φιλέλληνα Ελβετού γιατρού κ. Julien Grivel για τη μεγάλη ανθρωπιστική δράση του. Ο κ. Grivel, μεταξύ πολλών άλλων, περιέθαλπε ανιδιοτελώς τους Έλληνες χανσενικούς επί τρεις δεκαετίες, ταξιδεύοντας από την πατρίδα του στη χώρα μας». Τότε ήταν η 9η Φεβρουαρίου του 2018, μια ιστορική μέρα φορτισμένη από σπάνιου είδους συγκίνηση - που είχα την τύχη να την μοιραστώ κι εγώ μαζί του, καθώς τον έβλεπα πλαισιωμένο από τις Κοινοβουλευτικές Ομάδες Φιλίας της Ελλάδας και της Ελβετίας. Ο πρόεδρος της Βουλής χαρακτηρίζοντας τον Γκριβέλ «σύμβολο της σύγχρονης εποχής», του είχε πει τα εξής λόγια: «Εισπράττουμε τη συμβολή και την προσφορά σας τόσα χρόνια σε ένα πάρα πολύ κρίσιμο τομέα της υγείας και της κοινωνίας, που αποτελούσε μια από τις γκρίζες σελίδες της ιστορικής μας διαδρομής και εσείς βοηθήσατε ώστε να φωτιστεί και να επουλωθεί».
Με επίσημο τρόπο η Βουλή των Ελλήνων αναγνωρίζει την αξία του και την προσφορά του.
Αυτός είναι ο Τζουλιέν (Ιουλιανός) Γκριβέλ, ο συγγραφέας που στο βιβλίο του αυτό, με διάφορες αναφορές από τη ζωή του μαζί μας, γίνεται Οδυσσέας που βρίσκει την Ιθάκη του. Μια Ιθάκη όμως που είναι η αλλοπρόσαλλη σημερινή πατρίδα μας και που ο ιδιαίτερος αυτός Ελβετός τη μαθήτευσε, την κατανόησε, την κατάλαβε από την καλή κι από την ανάποδη κι έγινε ένα μ’ εμάς - έχοντας «πρώτους δασκάλους του» όχι Έλληνες του Τουρισμού ή της Διπλωματίας, αλλά χανσενικούς. Η ελληνική γλώσσα του, που βρίσκεται σε όλες τις σελίδες του βιβλίου, έχει την απαρχή της στα ανοιχτά στόματα απόκληρων ανθρώπων, των λεπρών της Ελλάδας που τους είχαν φέρει στην Αθήνα πολύ πριν τον Γκριβέλ, στόματα που δεν είχαν καμία σχέση με τα στόματα των πελατών του στη Γενεύη. Μια πονεμένη ελληνική γλώσσα, που όμως είχε αντικλείδι της την αξιοπρέπεια, την τρυφερότητα, την αγάπη. Μπορεί το 1976 ο υπουργός Υγείας Σπύρος Δοξιάδης να απάντησε θετικά στο αίτημα του Ελβετού οδοντιάτρου να του επιτραπεί να συνεχίσει την αποστολή του στο λεπροκομείο του Αιγάλεω, γεγονός μάλλον παράξενο αφού υπήρχε Έλληνας οδοντίατρος στο ίδρυμα αυτό, όμως όπως εξηγεί ο Γκριβέλ «ο υπουργός κατάλαβε ότι ο ερχομός ενός ξένου γιατρού θα μπορούσε να βοηθήσει, ώστε να διατηρηθεί ζωντανή η φλόγα της ελπίδας γι’ αυτούς τους ανθρώπους που είχαν υποφέρει τόσο πολύ από την προκατάληψη, τη διάκριση και την απόρριψη. Επιπλέον, θα μπορούσαν να παραπονεθούν σε μένα, ένα ξένο και προσεκτικό αυτί».
Αποτέλεσμα; Συνεχίζει, όπως λέει, ακόμη και σήμερα να επισκέπτεται τους τελευταίους τέσσερεις επιζήσαντες από τους πεντακόσιους που υπήρχαν τότε. Γράφει στο βιβλίο του: «Τελευταία φορά ήταν τον Οκτώβρη του 2021...Όλοι αυτοί ήταν για μένα μια όαση. Μου σφυρηλάτησαν ένα βαθύ δεσμό με την Ελλάδα (Με την Ιθάκη, όπως λέει ο τίτλος). Μου κληροδότησαν ένα μεγάλο εσωτερικό πλούτο και πολλές σιωπές. Ήταν άνθρωποι που φιλοσοφούσαν τη ζωή. «Σώθηκε το λαδάκι τους» λέτε εσείς οι Έλληνες γι’ αυτούς που «φεύγουν». Κι εγώ προσθέτω «αλλά το φως τους δεν σβήνει». Στη Σαντορίνη άνοιξα τον οδηγό και τα μάτια μου. Στην «Αγία Βαρβάρα» άνοιξα το λεξικό και την καρδιά μου».
Ο Γκριβέλ, μπροστά στη Σπιναλόγκα, απαγγέλει ποιήματα του Κ. Π. Καβάφη (Φωτογραφία Κ. Μαυρικάκης)
Το 1985 έφερε τη μητέρα του στην Αθήνα με πρωτοβουλία δικιά του, για να τη συστήσει στους ασθενείς του λεπροκομείου, που τότε είχαν περάσει ήδη δεκατέσσερα χρόνια που τους επισκεπτόταν στην Ελλάδα. Ήθελε μ’ αυτόν τον τρόπο να απαντήσει στους παλιούς της φόβους μήπως ο γιος της, που τους φρόντιζε, κολλήσει την αρρώστιά τους. Ο Ζουλιέν περιγράφει σ’ αυτές τις λέξεις την εμπειρία της: «Όπως ήταν φυσικό, η συνάντησή της με αυτή τη βασανισμένη κοινότητα τη συγκλόνισε. Οι ασθενείς από τη μεριά τους ήταν γοητευμένοι που τη γνώρισαν και έμειναν έκπληκτοι όταν είδαν μια γυναίκα να φοράει παντελόνι!» Εδώ ο γιος της κατέγραψε πόσο πίσω στον Χρόνο ήταν οι έγκλειστοι χανσενικοί. «Επιστρέψαμε στο κέντρο της πόλης με βουρκωμένα μάτια».
Μετά την καθιερωμένη επίσκεψη στους αρχαιολογικούς χώρους, την πήγε πέρα μακριά, στα βραχώδη απομεινάρια μιας αρχέγονης θάλασσας, εκεί που στις μέρες μας είναι η Θεσσαλία. Στο βιβλίο βάζει τίτλο στην αναφορά του αυτή: «Μια Ελβετίδα από τις εκπλήξεις της Αθήνας στα εκπληκτικά Μετέωρα». Τί λέει ο Γκριβέλ για την επίσκεψή τους στα Μετέωρα; «Πρόκειται για ένα «δάσος» γιγάντιων βράχων από μαύρο ψαμμίτη, στις κορυφές των οποίων υπάρχουν μοναστήρια σε τριακόσια μέτρα ύψος, σωστές αετοφωλιές... Έξι από τα εικοσιτέσσερα μοναστήρια του Μεσαίωνα εξακολουθούν να κατοικούνται. Σ’ αυτό το μέρος οι μοναχοί έχουν την αίσθηση ότι είναι πιο κοντά στον Θεό...Ο ίλιγγος που προκαλεί το σκηνικό, μας φέρνει ανατριχίλα. Και αφού ο τόπος όλος είναι το ιδανικό μέρος για να συμβεί ένα θαύμα, ξαφνικά διαλύεται η ομίχλη αποκαλύπτοντας μια υπέροχη θέα πάνω από την πεδιάδα». Προσέξτε, δεν λέει «η θέα στην πεδιάδα», αλλά «η θέα πάνω από την πεδιάδα» - που σημαίνει το νιώσιμο, το δέος. Πήγαν με το αυτοκίνητό του ως σ’ ένα μοναστήρι. Κι εκεί, με τη μητέρα του, ανέβηκαν κάποια σκαλιά για να μπούνε μέσα. Μετά από λίγο καιρό, η μητέρα του ανέβηκε και άλλου είδους σκαλιά. Όπως μας πληροφορεί ο ίδιος: «Πέντε μήνες αργότερα, η μητέρα μου άφησε αυτόν τον κόσμο για ένα μεγαλύτερο ταξίδι, πολύ πέρα από τα Μετέωρα».
Στα ερείπια της αρχαίας Δρήρου πάνω από την Νεάπολη με τον επικεφαλής της ανασκαφής, Δ/ντή της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών Alexandre Farnoux. (Φωτογραφία Κ. Μαυρικάκης)
Όταν στις αρχές ενός καλοκαιριού είχε ραντεβού στην Αθήνα με τον Έλληνα δάσκαλο των ελληνικών του στη Γενεύη, ανακάλυψε ότι δεν είχε βάλει την θερινή ώρα στο ρολόι που μόλις είχε αγοράσει και που είχε ακόμα τη χειμερινή ώρα. Έτσι άργησε στο ραντεβού του κατά μία ολόκληρη ώρα – αφήνοντας, με το καινούργιο αθηναϊκό του ρολόι, πίσω τη συνεπή του χρονική ακρίβεια των ελβετικών ρολογιών. Αλλά ο δάσκαλός του, που τον περίμενε ήσυχος και γελαστός, του είπε: «Βλέπω έγινες Έλληνας!»
Το βιβλίο του έχει και τραγελαφικές σελίδες, όπως εκείνη με τίτλο «Παρεξηγήσεις» για τις γκάφες του στα ελληνικά που μάθαινε εξαιτίας των διαφορετικών τονισμών π.χ. γέρος και γερός, πισίνα και πισινά, οδός Κοτόπουλη και όχι Κοτοπούλη, επειδή πρόσφατα είχε μάθει τον τονισμό της λέξης κοτόπουλο ή για το ναι που έχουν στα νοήματά τους οι Ελβετοί που στους Έλληνες σημαίνουν όχι - και που το έπαθε για να το μάθει, όταν μπερδεύτηκε παίρνοντας λεωφορείο που τον πήγε κάτω στον Πειραιά αντί να τον πάει στην Ομόνοια! Ή, ένα ξεκαρδιστικό τρισέλιδο μέρος του βιβλίου, που το επιγράφει «Το κοτέτσι της διχόνοιας». Αξίζει να δείτε πώς συμμετέχει, με τα δικά του λόγια, σ’ αυτό το γέλιο ο Ζουλιέν Γκριβέλ: «Ο Ιδομενέας είχε το καλύβι του κοντά στην εκκλησία μέσα στον χώρο του λεπροκομείου του Αιγάλεω. Καλλιεργούσε λαχανικά και φρούτα και έτρεφε τις δικές του κότες εκεί. Μια μέρα ο ιερέας ήρθε να του πει να το μεταφέρει μακριά, εξαιτίας της μυρωδιάς από τα πουλερικά - που «ανταγωνιζόταν» το λιβάνι. Εκείνος αρνήθηκε κατηγορηματικά. Αλλά ένα πρωί, όταν ο Ιδομενέας επέστρεψε από μια ολιγοήμερη παραμονή στο πατρικό του σπίτι στην Κρήτη, βρήκε όλες τις κότες του σφαγμένες! Έξω φρενών τότε, μάντεψε ποιός ήταν ο φταίχτης αυτής της σφαγής και έτρεξε στο σπίτι του παπά. Ο ιερέας τον παρακάλεσε να ηρεμήσει και να ακούσει ένα απόσπασμα κειμένου από τις Γραφές που έλεγε ότι εκείνος που αφήνει τις κότες του να μπαίνουν σε μια εκκλησία είναι αμαρτωλός και καταδικασμένος από τον διάβολο. «Να πας εσύ στον αγύριστο!» αποκρίθηκε ο Ιδομενέας και έτρεξε να πάρει ένα δικράνι για να τον καταδιώξει. Φοβισμένος και κλαίγοντας ο ιερέας, βρήκε καταφύγιο σωτηρίας σε μια κοντινή συκιά. Ο άλλος κάθισε σε μια καρέκλα κάτω από το δέντρο και κρατώντας το δικράνι στο χέρι περίμενε υπομονετικά. Λέγεται ότι ο ιερέας με τα μάτια του στραμμένα προς τον ουρανό και τις προσευχές του, κατόρθωσε να μη σπάσει το κλαδί πάνω στο οποίο καθόταν…»
Τις αναφέραμε αυτές τις ξεκαρδιστικές αράδες από το βιβλίο, για να δείξουμε ότι ο αλτρουιστής Ελβετός που έγινε Έλληνας είναι ένας κεφάτος και ελεύθερος άνθρωπος. Δεν είναι τυχαίο ότι ένας τέτοιος χαρακτήρας με αυτές τις προϋποθέσεις - που είναι στο αίμα του να ψάχνει όλα τα πράγματα - βγήκε στον πηγαιμό για τη δικιά του Ιθάκη. Άλλο πράγμα είναι μια στιγμιαία παρόρμηση να σε πάει αλλού για μια ιδέα - κι άλλο πράγμα είναι να επιμείνεις σ’ αυτή την ιδέα τριάντα ολόκληρα χρόνια. Άρα, το δέσιμο με τους ανθρώπους εκείνους ξεπέρασε το δόσιμο το δικό του. Και τον οδήγησε στην ουσία του αλτρουισμού, που είναι να ανακαλύπτεις μέσα από τους άλλους τον εαυτό σου και κυρίως τις ανύποπτες δυνατότητές σου.
Θα μου πείτε, και πού είναι η εσωτερική του Οδύσσεια - που τον οδήγησε στην Ελλάδα, στη δική του Ιθάκη; Πέρα από την ψυχική κι από την πνευματική του μάθηση πλάι στους χανσενικούς που είναι προφανής, ο Ζουλιέν ταξίδεψε. Όχι μόνο σε όλη την Ελλάδα, αλλά κυρίως μέσα του - μέσα από φράσεις που τον υποχρέωναν να τις αντιμετωπίσει και να σκεφτεί. Όπως, για παράδειγμα, τα λόγια του Charles Pėguy «Τα νέα της πρωινής εφημερίδας έχουν ήδη παλιώσει. Αυτό που σήμερα είναι επίκαιρο, είναι ο Όμηρος». Ή, τα λόγια του Georges Haldas «Η υποδειγματική αξία της Αρχαίας Ελλάδας προέρχεται από το γεγονός ότι σε αυτήν όλα βασίζονται στο πέρασμα από την ιστορία στο μύθο. Και επομένως από το καθημερινό στο ιερό».
Όμως ο φιλέλληνας γιατρός δεν έμεινε μόνο στην Ελληνική Μυθολογία που του άρεσε πάντα και μαζί της στην Αρχαία Ελλάδα και στην πασίγνωστη προσφορά της. Ήρθε στην Τωρινή Ελλάδα κι έγινε Έλληνας, περιπλανώμενος στις νέες λέξεις της και μαθαίνοντας έτσι κι άλλες φράσεις που τον έβαζαν να σκεφτεί. Μια αναφορά στην εσωτερική Οδύσσειά του την επιγράφει «Μπάρμπα-Γιάννης». Σε αυτές του τις λέξεις ο Γκριβέλ δεν ξέρει ακόμα ότι το όνομα «Μπάρμπα-Γιάννης» συνοδεύεται με το «κανατάς» σ’ εμάς τους Έλληνες, επηρεασμένοι από γνωστό μας παλιό τραγούδι. Αντίθετα, γι’ αυτόν ο Μπάρμπα-Γιάννης είναι ένας άστεγος επαίτης που τον γνώρισε στην οδό Αιόλου της Αθήνας. Ένας επαίτης όμως αλλιώτικος. Και μας δίνει δυό τρεις φράσεις του: «Είμαι 40 χειμώνων. Ναι, μόνο χειμώνων! Γιατί, στο δρόμο, δεν μιλάμε για ανοίξεις» «Ξέρεις, τα σάβανα δεν έχουν τσέπες» «Πρέπει να γιορτάζουμε τον ερχομό της άνοιξης. Πρέπει να την τιμούμε, έτσι ώστε να μην ξεχάσει να αντικαταστήσει τον χειμώνα» «Βλέπεις, κάθε μέρα μού φέρνει ελπίδα. Κάθε αυγή μού δείχνει ότι ο κόσμος είναι ζωντανός. Είναι μια καινούργια μέρα για να είμαι ευτυχισμένος! Η μόνη μου λύπη όμως είναι να έχω δύο χέρια και να μην έχω κανένα ν’ αγκαλιάσω» «Το βράδυ, όταν κοιτάζω τον ουρανό, λέω στον εαυτό μου ότι και τ’ αστέρια, τ’ αδέλφια μου, κοιμούνται μαζί μου στο ύπαιθρο!»
Και λέει τελειώνοντας ο Γκριβέλ τα λόγια του γι’ αυτόν: «Δεν τον είδα ξανά. Φαντάζομαι ότι πήγε αλλού για να προσφέρει τη σοφία του. Ήταν μια απίθανη και συναρπαστική συνάντηση».
Κι ένα δεύτερο απλό παράδειγμα φράσεων των τωρινών Ελλήνων το καταθέτει στη σελίδα 59 με τίτλο «Δυό μαθήματα». Ξεκινάει λέγοντας ότι πήρε ένα ταξί, μέσα στο μποτιλιάρισμα και στο ψιλόβροχο της Αθήνας, για να πάει στο Λοιμωδών του Αιγάλεω. Και, με τον καιρό αυτό, κάνει ένα σχόλιο, που μόνο ένας ξένος θα το έκανε: «Φέτος ο Απρίλιος δεν είναι τόσο ξανθός όσο τον περιγράφει το τραγούδι του Θεοδωράκη».
Κι όμως μες σ’ αυτό το χάλι της πορείας του, ξεπρόβαλε το φως της Ελλάδας. Ο ταξιτζής, που τον περιγράφει σαν μια χοντροκομμένη σιλουέτα πενηντάρη που κάνει το σταυρό του μπροστά από κάθε εκκλησία που περνάνε, φέρνει στη λογοδιάρροιά του, ξαφνικά, την έκπληξη και το πρώτο μάθημα: «Λυπάμαι για την θρησκεία των Αρχαίων Ελλήνων, που ήταν αυτή του διαλογισμού. Σήμερα ο μονοθεϊσμός εισήγαγε τον μονόλογο, επομένως, κατά τη γνώμη μου, αφαίρεσε την ουσιαστική αξία του διαλόγου»!
Αργότερα, τον ρωτάει γιατί πάει στο νοσοκομείο λοιμωδών νόσων. «Είσαι άρρωστος;» «Του εξηγώ συνοπτικά ότι πρόκειται να θεραπεύσω τα δόντια των χανσενικών που ζούνε σ’ αυτό το ίδρυμα. Εκπλήσσεται από το γεγονός ότι αυτή η ασθένεια υπάρχει ακόμα και σήμερα στη χώρα του και με ρωτάει μήπως την κολλήσω. Του απαντάω ότι η λέπρα είναι λίγο μεταδοτική στους ενήλικες. Όμως μπορεί να μεταδοθεί πιο εύκολα στα πρώτα χρόνια, εφόσον το παιδί δεν έχει ακόμα ανοσοποιητικό σύστημα ικανό για να καταπολεμήσει τον βάκιλο. Επιπλέον, σήμερα η λέπρα είναι μια θεραπεύσιμη ασθένεια όπως κάθε άλλη, λόγω των πολύ αποτελεσματικών φαρμάκων που υπάρχουν γι’ αυτήν. Με μια πρώιμη διάγνωση αποτρέπουν κάθε ακρωτηριασμό, τύφλωση ή παραμόρφωση. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η λέπρα δεν γίνεται πιο σοβαρή από τη γρίπη».
Όταν φτάσαμε στον προορισμό μας, ζητάω από τον ταξιτζή να μου πει τί του χρωστάω. Εκείνος, συγκινημένος και υπερήφανος, μου αποκρίθηκε: «Δεν χρωστάς τίποτα. Είναι ένα ελάχιστο ευχαριστώ σε εσάς για όλα αυτά που κάνετε για τους συμπατριώτες μου!»
Ένα μεγάλο μάθημα αλληλεγγύης, γράφει από κάτω μέσα στο βιβλίο του ο Ζουλιέν Γκριβέλ. Εγώ όμως θα παρατηρήσω και κάτι άλλο σ’ αυτό το αναπάντεχο δεύτερο μάθημα του ταξιτζή: «Δεν χρωστάς τίποτα» λέει στην αρχή, στον ενικό. Και αμέσως μετά, σε επίσημο τρόπο προφέρει τα υπόλοιπα λόγια του στον πληθυντικό, για να τονίσει - με τη δυνατότητα της γλώσσας του σαν Έλληνας - τον θαυμασμό του και τον σεβασμό του.
Με τέτοιες αναφορές είναι γραμμένο όλο το βιβλίο. Από τα δόντια των απομονωμένων χανσενικών προσεγγίζει με ευαισθησία σπάνια για την εποχή μας κι άλλους απόκληρους της ζωής και μεταφέρει τα ψήγματα της παρουσίας τους. Συγκινητικές είναι οι αφιερωματικές σελίδες του στις γυναίκες και στις συμπεριφορές τους, όπως σ’ εκείνη στη Λέσβο που έκλεισε το τουριστικό μαγαζί της για να του δείξει ένα φυτό ή στη σύζυγο του αδελφού ενός χανσενικού από τη Σάμο ή στη γλυκιά παρουσία μιας ηλικιωμένης, που αποκαλύπτει στο τέλος ότι ήταν «η σκιά» του κορυφαίου της Σπιναλόγκας Επαμεινώνδα Ρεμουντάκη, που αυτός μαζί με τον Μανώλη Φουντουλάκη, που του αφιερώνει η Βικτόρια Χίσλοπ το «Νησί» της, τον μύησαν στην ψυχική ομορφιά των κατεστραμμένων στην όψη λεπρών.
Και θα τελειώσω όπως άρχισα. Με τον Αλεξανδρινό. Ο Καβάφης τελείωνε ως εξής το ποίημά του αυτό: «Κι αν φτωχική τη βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε. | Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, | ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τί σημαίνουν». Για να προσθέσω - εδώ που τελειώνω - μιαν ευχή: Όπως βρήκε ο Ζουλιέν Γκριβέλ την Ιθάκη του, μακάρι να βρούμε κι εμείς τη δικιά μας Ελλάδα.
Εγώ, σε μια στιγμή αμηχανίας, ανάμεσα σε δύο ιερά τέρατα ανθρώπινης επιμονής, στον Julien Grivel και στην Christiane, τη συνοδοιπόρο της ελβετικής και της ελληνικής του ζωής. (Φωτογραφικό αρχείο Θ. Γιαπιτζάκη).