ΑΠΟΨΕΙΣ

Ο Μιχάλης Κασσωτάκης ψηλότερα από το Οροπέδιο Λασιθίου

Οι δικοί του στίχοι στέκονται ο ένας χωριστά από τον άλλον μέσα στον ίδιο ναό της Φύσης,

Ο Μιχάλης Κασσωτάκης ψηλότερα από το Οροπέδιο Λασιθίου

 Το παράδειγμα ενός ποιητή που γράφει ποίηση έρχεται συγκριτικά στον νου, με το παράδειγμα ενός φιλολόγου που γράφει ποίηση. Κι αυτό το παράδειγμα μάς το έφερε κορυφαίο γέννημα-θρέμμα του Οροπεδίου Λασιθίου: Ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Μιχάλης Κασσωτάκης. 

  

    Ο Μιχάλης Κασσωτάκης, που έχει σπουδάσει Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, καθώς και Επιστήμες της Αγωγής στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, όπου έκανε το διδακτορικό του. Και που μετά, διετέλεσε καθηγητής της Παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, προεδρεύοντας στο Τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών. Και όχι μόνο εκεί. Από το 1990 που εκλέχτηκε καθηγητής της Παιδαγωγικής στο Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου δίδαξε μέχρι τη συνταξιοδότησή του, το 2013, προήδρευσε στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και στο Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας, υπήρξε μέλος των επιτροπών Παιδείας του Συμβουλίου της Ευρώπης και του Ο.Ο.Σ.Α. Να πούμε, επ’ ευκαιρία, ότι είναι εταίρος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Γραμμάτων, Τεχνών και Επιστημών, καθώς και μέλος πολλών επιστημονικών εταιρειών. Έχει επανειλημμένα τιμηθεί για το έργο του στην Εκπαιδευτική Αξιολόγηση. Αναγνωρίζοντάς του την προσφορά αυτή, το Πανεπιστήμιο Αθηνών έδωσε το όνομά του στο Εργαστήριο Επαγγελματικού Προσανατολισμού και Συμβουλευτικής. Έχει συγγράψει μόνος του ή μαζί με άλλους τριάντα σχετικά βιβλία. Και όσον αφορά τη γενέτειρά του, εκεί στο Οροπέδιο Λασιθίου της Κρήτης, ξεχωρίζουνε κι άλλα βιβλία του - με γλωσσολογικό, με ιστορικό, με λαογραφικό περιεχόμενο. 

      Ο Μιχάλης Κασσωτάκης, λοιπόν, ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, είπε να γράψει και ποίηση, έστω σε πεζοτράγουδα (καμιά σχέση όμως, για παράδειγμα, με τους «Πεζούς Ρυθμούς» του Ζαχαρία Παπαντωνίου) και οι προτεινόμενες αράδες του βγήκαν σαν κατασταλάγματα εμπειριών ή συμπερασμάτων ή και φιλοσοφικών ενατενίσεων της ζωής, χωρίς όμως κάποια άλλη τάση προς την τέχνη της Ποίησης - πέρα από ορισμένες εκφράσεις. Εκτός εάν «ποίηση» εννοούμε διακεκομμένες προτάσεις, βαλμένες τη μία κάτω από την άλλη. Ευτυχώς για τον Κασσωτάκη τα πράγματα δεν είναι ακριβώς ούτε έτσι. 

      Νιώθει ποιητής σ’ αυτή τη συγκυρία της ζωής του, που πάει να δύσει. Κατέγραψε όλο του το νιώσιμο στα ποιητικά του βιβλία - κι ας μην είναι ποιητής. Σε παίρνει όμως από το χέρι και σε πάει να νιώσεις κι εσύ - με τον τρόπο των σκέψεών του - την άλλη όψη της ζωής, όπου ο ήλιος δεν δύει - αλλά βασιλεύει: Κυβερνάει στα μάτια όλων. 

      Να το πούμε κι αλλιώς, οι δικοί του στίχοι στέκονται ο ένας χωριστά από τον άλλον μέσα στον ίδιο ναό της Φύσης, της Φύσης που μας έφερε σ’ αυτή τη ζωή να τη ζήσουμε, πολυκαιρισμένοι σταλαγμίτες και σταλακτίτες στη σπηλιά που γεννήθηκε ο Δίας, στο Δικταίον Άντρον (για να μην ξεχνάμε και τον κοινό τόπο της καταγωγής τους, που δεν είναι μόνο το Οροπέδιο Λασιθίου, αλλά και η Ποίηση, πιο ψηλά από το Οροπέδιο). Καμιά φορά οι στίχοι του, οι μονήρεις αυτοί σταλακτίτες, κάπου συμπλέκονται και σ’ αιφνιδιάζουν με την ομορφιά τους. Σε κάνουν να λες «μα πώς το σκέφτηκε έτσι ή πώς το εκφράζει έτσι!» Ε, αυτό το ξάφνιασμα είναι η Ποίηση, που μες στα πολλά του πετυχαίνει ο Μιχάλης Κασσωτάκης.

      Σαν αφρός που καταλάγιασε, όλα τα ανθρώπινα επιτεύγματα, ιδίως τα πνευματικά, παραμένουν - μετά  τη ζωή των δημιουργών τους - εκεί που δημιουργήθηκαν. Εκτός από την Ποίηση - που έχει την παράξενη γλώσσα της και γι’ αυτό δεν την ξέρουν πολλοί, γι’ αυτό είναι αντιεμπορική και γι’ αυτό θεωρείται  ευτελής ενασχόληση χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα. Ε λοιπόν, αυτή η περιφρονημένη αντίληψη γίνεται η καταφυγή μας στο σημαντικότερο, που είναι η αναμονή του θανάτου και η φιλοσοφική ενατένισή του. 

      Γι’ αυτό δεν είναι τυχαίο ότι ο Μιχάλης Κασσωτάκης διάλεξε αυτόν τον τρόπο για δείγμα επιτομής του πολυσχιδούς έργου του. Το πρώτο βιβλίο του ήτανε - όπως είπαμε - διαπιστώσεις και εμπειρίες μιας ζωής που, με επιγραμματικό σχήμα δοσμένες, τις βαφτίζει - χωρίς να είναι - Ποίηση. Τα έφερε όμως η μοίρα αμέσως μετά, η ωραία και νέα γυναίκα του Κατερίνα Μαριδάκη να φύγει αναπάντεχα από τη ζωή. Τότε ξεπήδησε από τον ψυχικό πόνο, σαν κρουνός που σιγοστάλαζε και ξαφνικά έσπασε, η ποιητική ικανότητα ακόμα κι ενός κορυφαίου φιλολόγου, που όμως αγνοούσε τους δρόμους της Ποίησης. Με αποτέλεσμα, να γεννηθεί το δεύτερο ποιητικό του βιβλίο «Σε Πένθιμο Σκοπό», που είναι μια ελεγεία του έρωτα. Ε, αυτό το δεύτερο βιβλίο του είναι Ποίηση. 

Σαν μια Βεατρίκη που άλλοτε οδήγησε τον Δάντη στον Παράδεισο του έργου του, η αδικοχαμένη γυναίκα του Κασσωτάκη, η Κατερίνα, οδηγάει τον άντρα της ψηλά σε δρόμους ανεξερεύνητους πάνω από το Οροπέδιο που τον γέννησε και το Πανεπιστήμιο που τον μεγάλωσε. Αυτοί οι δρόμοι, που τους αγνοούσε, εμφανίστηκαν μπροστά του μόνο και μόνο για να εκφραστεί.

      Αυτό που μένει περισσότερο είναι η συναισθηματική φόρτιση, όταν αποτυπώνεται στο χαρτί. Κι αν κάποιο από τα γραφόμενα, σαν θέμα ή σαν απόδοση, αγγίζουν τον άλλο και σώζεται, γιατί το αντιγράφει ή το φυλάει στη μνήμη του και το λέει σε γνωστούς και σε ξένους, τότε ο δύσκολος ανηφορικός δρόμος της Ποίησης ανεβάζει την περίπτωση του Μιχάλη Κασσωτάκη πιο ψηλά από το Οροπέδιο Λασιθίου όπου ξεπρόβαλε με τη γέννησή του κάποτε, «στην Απάνω Κρήτη, στην κρυφή πατρίδα» όπως την είπε ο Νίκος Καζαντζάκης. 

      Δεν είναι τυχαίο ότι - επηρεασμένος ακόμη από την αναπόληση της περασμένης του ζωής μαζί της - παρά από τον θάνατο, ξεκινάει το δεύτερο βιβλίο του με σκέψεις και με φιλοσοφικές αναζητήσεις, όπως έκανε στο πρώτο του. Λέει: «Τώρα που πήγες σ’ άλλο κόσμο, | κοντά σ’ άλλες υπάρξεις | ίσως έμαθες και ξέρεις να μου πεις | αν θα ’χε αξία η ζωή χωρίς τον θάνατο; | Γιατί να ’ναι ματαιότης η επίγεια ζωή; | Προς τί ο πόθος μας να αφήσουμε καρπούς | που θα φυτρώσουν κάποτε την άνοιξη, | για να στολίσουν με τ’ άνθη τους | για λίγο τον απέραντο κήπο της αέναης αλλαγής; | Κι ύστερα θα μαραθούν και εκείνα, | ακολουθώντας τον δρόμο της ματαιότητας. | Γιατί να ’ναι κανόνας η ατέλειωτη διαδοχή;» 

      Όμως αμέσως μετά, τον συνεπαίρνει ο πόνος του για τον αδόκητο χαμό της και γράφει Ποίηση. Δείτε την: «Καλό σου ταξίδι, αγάπη μου, | λόγια στερνά του αποχαιρετισμού μου. | Καλό σου ταξίδι | σε πέλαγος γαλήνιο, | με τον άνεμο ούριο | να σε φιλά γλυκά στο πρόσωπο | και τα θαλασσοπούλια | να σου τραγουδούν με φωνές αγγελικές. | Καλό σου ταξίδι, | κάτω από ξάστερο ουρανό, | όπου λάμπει η πούλια | πιο δυνατά, μόνο για σένα. | Καλό σου ταξίδι, | με το μεσάστρι να σ’ οδηγεί | προς την ανατολή | που αρχίζει να ροδίζει. | Ετοιμάζεται να σε υποδεχτεί, | παίρνοντας το χρώμα της όψης σου | το τριανταφυλλένιο. | Είναι το χαμόγελο του ουρανού | που μ’ ανοιχτές αγκάλες σε περιμένει, | πιο δυνατές από τις δικές μου, | για να σε σφίξει πάνω του | και να σε κρατήσει μαζί του αιώνια».

      Κάνει προέκταση, του αφημένου εαυτού του, τη Φύση γύρω του,: «Τώρα που έφυγες, τα ρόδα δεν ανθίζουν | πια την άνοιξη σαν πρώτα, | δεν κελαηδούνε τα πουλιά στις ράχες, | τα γιασεμιά δεν μυρίζουν στην αυλή μας. | Τώρα που έφυγες, ο ουρανός σκοτείνιασε | και τ’ αστέρια της αυγουστιάτικης νύχτας | δεν τρεμοπαίζουν στο στερέωμα. | Ακόμη και τα τριζόνια θλιμμένα | τις νύχτες σιωπούν». 

      Τα φτερά, τα κάνει πιο δυνατά από τα δεσμά: «Τα φτερά που φύτρωσαν στη ράχη σου | και γιγαντώθηκαν στα χρόνια | που ζήσαμε μαζί, | στάθηκαν πιο δυνατά από τα δεσμά | με τα οποία  σε κράταγε η ψυχή μου». 

      Δεν σκεφτόμαστε, μέσα στον αμυνόμενο εγωισμό μας, ότι όπως μεγαλώνουμε από την ύπαρξη του Χρόνου και ομορφαίνουμε, έτσι ο ίδιος ο Χρόνος που υποτιθέμενα δεν κυλάει με τον θάνατο - που είναι απλώς το σταμάτημα της ροής του αίματος που ανανέωνε τη ζωή - ο ίδιος ο Χρόνος λοιπόν συνεχίζει το έργο της ύπαρξης - και στην ανυπαρξία μας - ασχημαίνοντάς μας, συρρικνώνοντάς μας, εκμηδενίζοντάς μας, ενώ ο Κασσωτάκης επιμένει να την περιμένει: «Κι εγώ μονάχος προσδοκώ τον γυρισμό σου, | κρατώντας με ευλάβεια ό,τι ήτανε δικό σου. | Κι όσο κι αν ξέρω πως είναι παράλογη | ετούτη η προσμονή, | εγώ πεισματικά θα στέκω σ’ ακρογιάλι μακρινό, | αγναντεύοντας το πέλαγος». Όποιος μπορεί ν’ αντέξει τη μοναξιά και τη σιωπή για πολύ, μας λέει ότι «είναι αληθινά γενναίος».

      Όπως τραγουδούσε παλιά ο Παλαμάς «γίνε αεροφύσημα και γλυκοφίλησέ μας», έτσι και ο Μιχάλης Κασσωτάκης λέει στη χαμένη αγαπημένη: «Γίνου αέρι δροσερό, | τις μέρες που ο ήλιος καίει τις πέτρες, | και δωσ’ μου δυο αέρινα φιλιά, | τα χείλη σου να νιώσω σαν παλιά».

      Αναφέρει τις δύο λέξεις «αιώνια σχέση». Αλλά δεν θέλει να πει ότι η σχέση αυτή είναι εφήμερη, όπως και όποιου άλλου σκέφτεται πεισματικά αυτήν που θυμάται. Μιλάει κάπου, όχι σαν ποιητής αλλά σαν κάποιος θρησκευόμενος που έχει γραπωθεί από τα λόγια που λένε οι Γραφές για την προσδοκία της ανάστασης. Όμως προτάσσει τις αμφιβολίες του - σε πεσιμιστικές εικόνες και σε αρνητικές σκέψεις - με επαναλαμβανόμενη την φράση «Μα, αν είναι έτσι». Στο τέλος, ανατρέπει ακόμα και το τι λένε οι Γραφές, ξεσπώντας με την επίκληση της ανάστασης: «Μπορεί νάρθει και χωρίς αυτές!»





 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση