ΑΠΟΨΕΙΣ
Ο «Κάιν» του Μπάυρον το 1821
Λίγη σημασία έδωσαν Πολιτεία και Λαός σ’ αυτό το φαινόμενο υπαρκτού Φιλελληνισμού, που έβαλε την ταμπέλα «Ελλάς» ανάμεσα στα σημερινά κράτη
Του Θανάση Γιαπιτζάκη
Μαζί με τόσα άλλα που μας απασχόλησαν εφέτος, είμαστε στο μήνα που τελειώνει μαζί του κι ένας ιδιαίτερος χρόνος: Το επετειακό έτος - που μας αφορά όλους μας κι ας μη το ξέρουμε. Ήταν αφιερωμένο στον Λόρδο Βύρωνα για τα διακόσια χρόνια (1824-2024) από τον θάνατό του τότε, μέσα στο πολιορκημένο Μεσολόγγι.
Απ’ ό,τι είδαμε, λίγη σημασία έδωσαν Πολιτεία και Λαός σ’ αυτό το φαινόμενο υπαρκτού Φιλελληνισμού, που έβαλε την ταμπέλα «Ελλάς» ανάμεσα στα σημερινά κράτη. «Ο Κορσικανός κυρίευε χώρες, ο Βρετανός κυρίευε καρδιές» έλεγαν όλοι οι Ευρωπαίοι της εποχής εκείνης για τον Ναπολέοντα και για τον Μπάυρον. Όμως η Επανάσταση των Ελλήνων το 1821 εύρισκε τον Βοναπάρτη να πεθαίνει εξορισμένος και ξεχασμένος και μάλλον δηλητηριασμένος στο μακρινό μικρό νησάκι της Αγίας Ελένης και τον Μπάυρον να βρίσκεται με την Ιταλίδα ερωμένη του στη Ραβέννα και να γράφει με δημιουργικό οίστρο ένα πολύ διαφορετικό θεατρικό έργο. Ένα τρίπρακτο μεταφυσικό δράμα, που ο ίδιος το είχε πει «A Mystery» ( Ένα Μυστήριο).
Όμως το μυστήριο για εμάς, τους κατοπινούς Έλληνες, είναι πού άραγε να βρισκόταν και το ενδιαφέρον του Μπάυρον εκεί στην Ιταλία, καθώς ξεσπούσε η Επανάστασή μας και μάθαινε τα πρώτα νέα της. Η απάντηση είναι ότι βρισκόταν στη δημιουργία ενός από τα κορυφαία έργα του, τον «Κάιν», που τον έγραψε μέσα σε έξη πυρετώδεις εβδομάδες το καλοκαίρι του 1821, ενώ περίμενε τα νέα του Ξεσηκωμού μας από την άλλη μεριά της Αδριατικής. Ήταν τότε μόλις τριαντατριών χρονών, ήταν εδώ και αρκετό καιρό αυτοεξόριστος από την πατρίδα του και ήδη ο διασημότερος ποιητής στην Ευρώπη.
Το δράμα του αυτό που έγραφε, δεν το «είδε» σαν θεολόγος, γιατί ποτέ του δεν έγινε - κι ούτε μπορούσε να γίνει. Υπάρχουν όμως σκόρπιες, γενικά στα έργα του τα ποιητικά και στην πρόζα του, πολλές σκέψεις που δείχνουν ότι πάλευε - και πάλευε οδυνηρά - να βρει τον δρόμο προς τον Θεό. Ούτε σαν φιλόσοφος το «είδε», αν και πολλές του λέξεις σχηματίζονται από φιλοσοφικές - μεταφυσικές - αγωνίες.
Ο Σέλλεϋ θαύμασε τον Μπάυρον ακόμα περισσότερο, όταν διάβασε τα χειρόγραφα του «Κάιν». Και ονόμασε το έργο του αυτό «αποκαλυπτικό - μια αποκάλυψη που ποτέ πριν, δεν είχε γίνει σε άνθρωπο». Ο Ουώλτερ Σκωτ είπε ότι ο Μπάυρον με το έργο αυτό «δείχτηκε εφάμιλλος με τον Μίλτον (που έγραψε τον «Χαμένο Παράδεισο») επάνω στο ίδιο το έδαφός του». Και ο Γκαίτε - όταν του είπε κάποιος ότι διάβασε το έργο κι ότι θαύμασε κυρίως το τέλος, με την αιτιολόγηση του φόνου του Άβελ - απάντησε: «Είναι μιας τόσο μοναδικής ομορφιάς, που τέτοιο πράγμα δεν ξαναβρίσκεται στον κόσμο».
Μήπως άλλαξαν τόσο πολύ τα κριτήρια στις μέρες μας για την όποια εκτίμηση μιας πνευματικής δημιουργίας, που να έχουμε γίνει ανίκανοι να συμμεριστούμε την κρίση του Γκαίτε ή του Σέλλεϋ, ή του Γουώλτερ Σκωτ για τον «Κάιν» του Μπάυρον; Ένας σύγχρονος κριτικός, ο Πωλ Γουέστ, δεν συμμερίζεται τη μεγάλη ιδέα που είχε ο ίδιος ο Μπάυρον για τα δράματά του εκείνα που έφταναν «στα αιώνια θέματα», όπως άλλωστε την ίδια μεγάλη ιδέα είχε και ο Γκαίτε. Όμως, διατυπώνει τουλάχιστον μια αμφιβολία για την προσωπική του γνώμη , και λέει: «Ίσως είχαν δίκιο εκείνοι» (Ο Μπάυρον και ο Γκαίτε).
Πέρσυ Σέλλεϋ
Γουώλτερ Σκωτ
Βόλφγκανγκ Γκαίτε
Και είχαν δίκιο. Η δραματική ποίηση στον «Κάιν» ήταν υψηλού ύφους. Ο Μπάυρον, που στα παιδικά του χρόνια είχε ανατραφεί μέσα στο πνεύμα του Καλβινισμού, δεν μπορούσε να συλλάβει την «προκαθορισμένη» καταδίκη του αμαρτωλού (του εαυτού του) από τον Θεό. Τον είχε αναστατώσει, στα παιδικά του χρόνια, το θέμα «του ανθρώπου, του καταδικασμένου από τον Θεό προ του εγκλήματος». Ακατανόητο τού ήταν ότι υπάρχει το κακό στην πλάση του πανάγαθου Θεού, αλλά ακόμη περισσότερο το ότι έχει «προκαθοριστεί» (πριν από τη Δημιουργία) ποιοί θα πράξουν το κακό στη ζωή ετούτη - και θα υποστούν την αιώνια καταδίκη στον Άλλο Κόσμο. Η αδυναμία του «προορισμένου» αμαρτωλού να σωθεί με αγαθές πράξεις (με την υποταγή του στις εντολές του Θεού) από την αιώνια καταδίκη, η φοβερή και αδυσώπητη αυτή διδαχή του Καλβινισμού (και του Λούθηρου) έκαναν τον Μπάυρον να πονάει βαθύτατα και να εξεγείρεται. Δεν αγνοούσε τα επιχειρήματα των θεολόγων, αλλά δεν του αρκούσαν. Και σε ποιόν τάχατες αρκούν; Ίσως ούτε στους θεολόγους. Αρκούν μόνο στους άφωνους πιστούς, που ούτε θεολόγοι είναι ούτε βιβλία γράφουν ούτε κάνουν κηρύγματα, αλλά που πιστεύουν και σιωπούν.
Ο Μπάυρον όμως ήταν ποιητής. Έπρεπε να μιλήσει. Όχι να παρατάξει επιχειρήματα και συλλογισμούς, αλλά να μετουσιώσει την αγωνία του σε ποιητική φωνή, σε ποιητική κραυγή. Πριν οκτώ χρόνια από τότε, το 1813, είχε βάλει τον πρωταγωνιστή του στο έμμετρο αφήγημα «Γκιαούρ» να λέει στον εξομολογητή του ότι είναι γραμμένα στο μέτωπό του το έγκλημα του Κάιν και η κατάρα.
Τώρα, στο 1821, ο Μπάυρον αποφασίζει να κάνει το πρόβλημα που τον βασανίζει από τα παιδικά του χρόνια, θέμα ενός ολόκληρου δραματικού έργου. Στον Κάιν του έργου αυτού βλέπουμε να ενσαρκώνεται ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Ο Μπάυρον τελικά δεν βρήκε τη λύση. Δεν τη βρήκε, γιατί δεν υπάρχει λύση για το Ανθρώπινο Πνεύμα. Αλλά βρήκε τη δύναμη να κάνει το μέγα άλυτο πρόβλημα, ποίηση και δράμα. Και κατά κάποιον τρόπο σώζεται ο Κάιν, σώζεται το ανθρώπινο γένος, όχι στον Άλλο Κόσμο, αλλά εδώ που υπάρχει - στη Γη. Ο Μπάυρον μάλιστα προχωράει στο έργο του ακόμα πιο πέρα. Είναι, όπως λέει η Σίτσα Καραϊσκάκη «ένα δράμα αιωνιότητας, μια τραγωδία της μοίρας του Κόσμου». Και επεξηγεί τη σκέψη της με παρατηρήσεις - που αξίζει να τις παραθέσουμε:
«Η πρωτοαιτία της δημιουργίας, η έννοια της ύπαρξης, το πεπρωμένο της κληρονομικής αμαρτίας, και το αίνιγμα του θανάτου, είναι τα μυστικά που το προφητικό μάτι του Μπάυρον ερευνάει και αγωνίζεται να διαπεράσει. Τα ερωτήματα φτάνουν πέρα από τον ανθρώπινο κόσμο και επιστρέφουν πάλι σ’ αυτόν… Ο Θεός μένει αόρατος, δεν ακούγεται μέσα στην νύχτα του Σύμπαντος. Αποτραβηγμένος και χωρίς σωτηρία, στέκεται ο άνθρωπος μπροστά στο άμετρο του Χώρου και του Χρόνου. Στο έργο του Μπάυρον «Κάιν» δεν παρουσιάζεται μόνο ένα δράμα της Ανθρωπότητας, αλλά κι ένα δράμα του Σύμπαντος. Είναι ποίηση μεγαλείου, που σε αναγκάζει να κλίνεις το γόνυ. Σε αναγκάζει! Το Σύμπαν είναι η αρένα του έργου…»
Το Παλάτσο Γκουιτσιόλι στην Ραβέννα, όπου ο Μπάυρον έγραψε τον «Κάιν»
Αφού τα είπαμε όλα αυτά, ας δούμε το 1821 όταν για μας σήμανε Επανάσταση για Παλιγγενεσία (πάλιν - γενεσία) τί υπήρχε μέσα στο δημιουργικό πνεύμα του Μπάυρον εκεί στη Ραβέννα, έχοντας την ενημερωτική βοήθεια της «Ιστορίας του Ευρωπαϊκού Πνεύματος».
Στην πρώτη σκηνή, τους βρίσκουμε όλους συγκεντρωμένους. Όλους όσους ζούσαν τότε επί της Γης πριν έρθει ο θάνατος, εκτός από τα μικρά παιδιά (τα εγγόνια των πρωτόπλαστων): Τον Αδάμ, την Εύα, τον Κάιν, τον Άβελ, και τις δύο θυγατέρες των πρωτόπλαστων, που η μία είχε συζευχθεί τον Κάιν και η άλλη τον Άβελ. Επειδή - διαβάζουμε στον «Πρόλογο» του έργου του - η Παλαιά Διαθήκη δεν αναφέρει τα ονόματα των γυναικών του Κάιν και του Άβελ, ο Μπάυρον έδωσε στα δυό πρόσωπα αυτά «the earliest female names» («τα πρώτα θηλυκά ονόματα») που παρουσιάζονται στο βιβλίο της Γένεσης, τα ονόματα των γυναικών του Λάμεχ: Αδά και Σελλά. Όλοι τους, στην πρώτη αυτή σκηνή του έργου, υμνούν τον Θεό, αναπέμπουν ευχαριστίες στον Ιεχωβά, εκτός από τον Κάιν. Στην ερώτηση του Αδάμ, γιατί μένει σιωπηλός, ο Κάιν προσπαθεί να αποφύγει ν’ απαντήσει. Αλλά ο Αδάμ επιμένει στην ερώτησή του.
Το ταξιδιωτικό γραφείο του Μπάυρον στο Μουσείο της Ραβέννας
Κάιν: «Δεν έχω να ζητήσω τίποτε». Αδάμ: «Ούτε να ευχαριστήσεις για τίποτε;» Κάιν: «Όχι». Αδάμ: «Μήπως δεν ζεις;» Κάιν: «Μήπως δεν πρέπει να πεθάνω;» Εύα: «Αλίμονο! Ο καρπός του Απαγορευμένου Δέντρου μας αρχίζει να πέφτει» Αδάμ: «Και πρέπει να τον μαζέψουμε ξανά…» Όταν μένει μόνος, ο Κάιν λέει: «Ο πατέρας μου δεν μπόρεσε να κρατήσει την θέση του στην Εδέμ. Τί σχέση είχα εγώ μ’ αυτό; Ήμουν αγέννητος. Δεν ζήτησα να γεννηθώ. Ούτε αγαπώ την κατάσταση αυτή που η γέννησή μου μ’ έφερε. Γιατί να ενδώσει (ο Αδάμ) στον όφι και στη γυναίκα;Ή, γιατί αφού ενέδωσε, πρέπει να υποφέρει; Ποιό ήταν το φταίξιμό του; Το δέντρο φυτεύτηκε. Και γιατί, τάχα, όχι γι’ αυτόν; Κι αν όχι, γιατί το έβαλαν εκεί κοντά που μεγάλωσε, κι έγινε το ωραιότερο στο κέντρο (του Παραδείσου) ;» Στις ερωτήσεις μου δεν δίνουν παρά μια μοναδική απάντηση: «Ήταν το θέλημά Του, και είναι αγαθός». Πώς το γνωρίζω; Επειδή είναι παντοδύναμος, έπεται αναγκαία πως είναι πανάγαθος; Εγώ κρίνω μόνο από τους καρπούς, κι αυτοί είναι πικροί. Και πρέπει να τραφώ μ’ αυτούς, για φταίξιμο που δεν είναι δικό μου…»
Με τον πρώτο διάλογο και με τον πρώτο μονόλογο του Κάιν, σημειώνεται η δραματική ένταση. Πριν ακόμα εμφανιστεί μπροστά του ο Εωσφόρος, ο Κάιν έχει παραδοθεί στον πειρασμό χωρίς να έχει φταίξει σε τίποτε, και εξεγείρεται - είναι ο πρώτος αντάρτης του ανθρώπινου γένους - κατά του παντοδύναμου Δημιουργού. Ο Εωσφόρος είναι μέσα του. Όταν εμφανίζεται και μπροστά του, ο Εωσφόρος του αποκαλύπτει κάτι που δεν το ήξερε ακόμα - κάτι το πρωτάκουστο για τα ανθρώπινα αυτιά. Του λέει ότι με τις «σκέψεις» μιλάει μέσα του - μέσα στον Κάιν, μέσα στον άνθρωπο - «το αθάνατο κομμάτι» του εαυτού του. Ο Κάιν απορεί. Νόμιζε ως τότε ότι ο καρπός του Δένδρου της Γνώσεως δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά ο θάνατος. Ο Εωσφόρος του λέει: «Σε εξαπάτησαν…» Όταν τον ρωτάει ο Κάιν «Ποιός είσαι;», ο Εωσφόρος του απαντάει: «Κάποιος, που φιλοδόξησε να ’ναι εκείνος που σ’ έπλασε - και που δεν θα σ’ έπλαθε τέτοιον που είσαι».
Άγαλμα του Μπάυρον στο Αχίλλειον της Κέρκυρας, γιατί τον λάτρευε η αυτοκράτειρα Σίσσυ
Ξεχωρίζω εδώ δυό ακόμα στιχομυθίες - Κάιν: «Εσύ έβαλες σε πειρασμό τη μητέρα μου;» Εωσφόρος: «Δεν έβαλα σε πειρασμό κανένα, παρεκτός με την αλήθεια…» Και αλλού - Εωσφόρος: «Τολμάς ν’ ατενίσεις τον θάνατο;» Κάιν: «Δεν έγινε ακόμα ορατός ».
Στη δεύτερη πράξη του έργου, ο Κάιν λείπει απ’ όλους τους άλλους. τον παίρνει μαζί του ο Εωσφόρος στην άβυσσο και ύστερα από μια περιήγηση στους Αιθέρες, τον οδηγεί στον Άδη. Η δεύτερη πράξη, αν και περιέχει κι αυτή κάποιες ωραίες και ρωμαλέες ποιητικές στιγμές, είναι η πιο αδύναμη από τις τρεις πράξεις. Είναι κάτι ενδιάμεσο, ένα ιντερμέτζο, που όμως διαρκεί πολύ. Μια φαντασμαγορία, που κόβει το δράμα στα δύο προκαλώντας ένα χάσμα, που το έχει παραγεμίσει ο Μπάυρον με συλλογισμούς. Ο Εωσφόρος δείχνει στον Κάιν την αλήθεια, την αληθινή πραγματικότητα, εκείνη που υπάρχει πέρα από τον κόσμο των φαινομένων, πέρα όχι μόνο από τη ζωή αλλά και από τον θάνατο. Στο τέλος, ξαναφέρνει τον Κάιν στη Γη.
Στην τρίτη πράξη, ο Εωσφόρος δεν εμφανίζεται πιά. Κι αρχίζει η πράξη αυτή που θα καταλήξει στη συμφορά, με μια ειδυλλιακή σκηνή. Ο Κάιν και η Αδά βρίσκονται πλάι στο κοιμισμένο μικρό τους παιδί. Αλλά την ειδυλλιακή σκηνή, που αποκαλύπτει τη μεγάλη πατρική τρυφερότητα του Κάιν, τη συσκοτίζουν οι μελαγχολικές σκέψεις του πατέρα, που γεμίζουν φόβο την καρδιά της Αδά. Διαισθάνεται ότι κάποτε θα ’ρθει «ένα θύμα» που θα συμφιλιώσει τον Θεό με τον άνθρωπο και θα τον λυτρώσει από τον θάνατο. Ο Κάιν, αν και με δικές του λέξεις επισημαίνει τον ερχομό του «αμνού», δεν καταλαβαίνει ένα τέτοιο είδος συμφιλίωσης του Θεού με το ανθρώπινο γένος που θα προκύψει από την θυσία «του αθώου για χάρη του ενόχου», κυρίως επειδή θεωρεί τον εαυτό του και όλους τους ανθρώπους αθώους. Η Αδά αντιτίθεται στις ασεβείς σκέψεις του. Αλλά, όταν της λέει ο Κάιν να τον εγκαταλείψει, απαντάει : «Ποτέ, αν και ο Θεός σ’ εγκατέλειψε».
Στο σημείο αυτό της συνομιλίας τους, ο Κάιν βλέπει δυό βωμούς στημένους. Η Αδά τού εξηγεί ότι τους έστησε ο Άβελ, για να προσφέρουν μαζί θυσίες στον Θεό ύστερα από την αίσια επιστροφή του (του Κάιν). Θα αρκούσε, απαντάει ο Κάιν, ένας μόνο βωμός, γιατί ο ίδιος δεν έχει να του προσφέρει τίποτε. Η Αδά τού απαντάει ότι θα ήταν ωραία προσφορά στον Θεό οι καρποί της γης και τα λουλούδια. Κάιν: «Μόχθησα, καλλιέργησα, ίδρωσα στον ήλιο σύμφωνα με την κατάρα. Πρέπει να κάνω περισσότερα; Για ποιό πράγμα πρέπει να είμαι ευγνώμων; Για το ότι είμαι γη και κυλιέμαι στη γη ώσπου να επιστρέψω στη γη; Αν είμαι ένα τίποτα, πρέπει για το τίποτα να γίνω υποκριτής και να δείξω ευαρέσκεια στον πόνο;»
Στη δεύτερη σκηνή, εμφανίζεται ο Άβελ. Και, αφού αποσύρεται η Αδά, κορυφώνεται η δραματική ένταση στο διάλογο των δύο αδελφών. Ο Κάιν παρακαλεί τον Άβελ να μην επιμείνει να προσφέρουν θυσίες και οι δύο. Αλλά τελικά υποχωρεί στην επίμονη προτροπή, στην παράκληση του Άβελ, ζητώντας όμως να προηγηθεί ο νεότερος αδελφός του στην προσευχή και στην προσφορά της θυσίας. Εκείνος προσεύχεται γονατιστός στον Θεό, στον Κύριο του Φωτός και του Αγαθού και της Αιωνιότητας. ο Κάιν απευθύνεται όρθιος στο «Πνεύμα», όποιο και να ’ναι, όσα και να ’ναι τα ονόματά του, τόσα όσα και τα έργα του.
«Αν αγαπάς αίμα» του λέει «ο βωμός του βοσκού, που καπνίζει εδώ δεξιά μου, το έχυσε… Αν ένα θυσιαστήριο χωρίς θύμα, ένας βωμός χωρίς αίμα, μπορεί να κερδίσει την εύνοιά σου, κοίταξε τον δικό μου…» Ένας ανεμοστρόβιλος ανατρέπει τον βωμό του Κάιν και σκορπάει τους καρπούς. Ο Άβελ γονατίζει και λέει: «Ω αδελφέ, προσευχήσου! Ο Ιεχωβάς είναι θυμωμένος μαζί σου… Σκορπίστηκαν στη γη οι καρποί σου». Κάιν: «Από τη γη ήρθαν, στη γη ας επιστρέψουν, οι σπόροι τους θα φέρουν νέους καρπούς πριν το θέρος. Η δική σου θυσία της καμένης σάρκας ευδοκιμεί καλύτερα. Κοίτα πώς γεύεται ο ουρανός τις φλόγες, όταν είναι από αίμα πυκνωμένες!»
Ο Άβελ λέει στον Κάιν να ετοιμάσει μια νέα προσφορά «προτού να είναι πολύ αργά». Κάιν: «Δεν θα στήσω άλλους βωμούς, αλλά ούτε θα ανεχθώ άλλους» Άβελ: «Κάιν, τί σκέφτεσαι να κάνεις;» Ο Κάιν του απαντάει ότι ο βωμός του «με το αίμα αρνιών και κατσικιών» πρέπει να καταστραφεί «μες στο αίμα». Ο Άβελ αντιστέκεται. Κάιν: «Παραμέρισε! Το αιματοβαμμένο αυτό μνημείο δεν θα σταθεί κάτω από τον ήλιο, ντροπιάζοντας την πλάση!» Άβελ: «Αδελφέ, κάνε πίσω! Δεν θ’ αγγίξεις τον βωμό μου με τη βία! Αν θέλεις να τον κάνεις δικό σου για να δοκιμάσεις άλλη θυσία, πάρ’ τον» Κάιν: «Άλλη θυσία!...Παραμέρισε, ειδάλλως η θυσία αυτή μπορεί να είναι…» Άβελ: «Τί εννοείς;» Κάιν: «Κάνε πέρα! Ο Θεός σου αγαπάει αίμα!...» Ο Άβελ επιμένει να στέκεται ανάμεσα στον Κάιν και στον βωμό αυτόν, που εκεί την θυσία του τη δέχτηκε ο Θεός. Ο Κάιν τον προειδοποιεί και πάλι: «Αν αγαπάς τον εαυτό σου, παραμέρισε… Αλλιώς…» Άβελ: «Αγαπώ τον Θεό περισσότερο από τη ζωή μου».
Και γίνεται το κακό, το ανεπανόρθωτο. Είναι η πρώτη ανεπανόρθωτη πράξη πάνω στη γη. Και ο Μπάυρον δίνει στον ετοιμοθάνατο Άβελ όλες τις αρετές της ταπεινοσύνης, της μεγαλοθυμίας, της ανεξικακίας: «Ω Θεέ! Δέξου τον δούλο σου και συγχώρεσε αυτόν που με σκοτώνει, γιατί δεν ξέρει τί έκανε… Κάιν, δώσ’μου, δώσ’μου το χέρι σου…» Εκατόν είκοσι χρόνια αργότερα, ο Δημήτριος Καπετανάκης, στο ποίημά του «Άβελ», ανεβάζει τον Κάιν και τον Άβελ σε ισότιμα πανανθρώπινα σύμβολα, ταυτίζοντας το πρόσωπο του ενός με το πρόσωπο του άλλου (τόσο, που έδωσε το έναυσμα στον Τζων Λέμαν να χρησιμοποιήσει τις λέξεις του τελευταίου στίχου του ποιήματος για τον τίτλο του βιβλίου του «Είμαι ο Αδελφός μου». Το ίδιο, με τον δικό του τρόπο, είχε κάνει ο Μπάυρον. Και το έκανε σε δύο φάσεις. Όταν ο Άβελ που ψυχορραγεί ζητάει από τον αδελφό του να του δώσει το χέρι, ο Κάιν τα χάνει, χάνει τη συνείδηση της ταυτότητάς του, και λέει: «Πού είμαι; Μόνος! Πού είναι ο Άβελ; Πού ο Κάιν; Can it be that I am he? Μήπως είμαι εγώ εκείνος;»
Εδώ πρόκειται για ένα στιγμιαίο επεισόδιο στη συνείδηση του Κάιν. Ο φόβος και η ανησυχία για την κατάσταση του Άβελ, που κείτεται χάμω και που τη στιγμή εκείνη πεθαίνει, κάνουν τον Κάιν να ανακτήσει τη συνείδηση της δικής του ταυτότητας: «Τα μάτια του είναι ανοιχτά! Δεν είναι λοιπόν νεκρός! Ο θάνατος είναι σαν τον ύπνο. Και ο ύπνος κλείνει τα βλέφαρά μας…» Τώρα σημειώνεται για δεύτερη φορά, η σύγχυση της ταυτότητας του Κάιν με την ταυτότητα του σκοτωμένου αδελφού του. Όμως δεν πρόκειται πιά για σύγχυση. Δεν έχει χάσει τη συνείδηση της ταυτότητάς του, όπως είχε συμβεί στο προηγούμενο στιγμιαίο επεισόδιο. Τώρα ταυτίζει με άλλο νόημα τον εαυτό του με τον Άβελ. Στη Γένεση (Δ15) διαβάζουμε «Και έθετο Κύριος ο Θεός σημείον τω Κάιν του μη ανελείν αυτόν πάντα τον ευρίσκοντα αυτόν». Είναι η στιγμή που ο Θεός σημαδεύει τον Κάιν. Ο Μπάυρον αποφεύγει - κι έκανε πολύ καλά που απέφυγε - να παρεμβάλει την υπερφυσική αυτή σκηνή στην πέρα για πέρα ανθρώπινη και εγκόσμια τρίτη πράξη του δράματός του. Έτσι το σημάδεμα του Κάιν με το χέρι του Θεού δεν το βλέπουμε, αλλά υποδηλώνεται: Ο Κάιν νιώθει κάποιο υγρό στα φρύδια του. βάζει το χέρι του στα φρύδια κι ύστερα το κοιτάζει. Κάιν: «Κι όμως, δεν είναι ιδρώτας! Είναι αίμα, το δικό μου αίμα, του αδελφού μου και δικό μου! Και το έχυσα εγώ! Τί περισσότερο έχω να κάνω με τη ζωή, αφού αφαίρεσα τη ζωή από το ίδιο μου το σώμα;…» Εδώ η ταύτιση του ένοχου με το αθώο θύμα, του φονιά με τον σκοτωμένο, ξεπερνάει την ιδιαίτερη περίπτωση του Κάιν και του Άβελ, και προβάλλει σαν μοίρα του ανθρώπινου γένους γενικά. Μη ξεχνάτε, στις μέρες μας, την Ουκρανία και τη Γάζα.
Ο σκηνοθέτης Μίνως Βολανάκης μετέφρασε και παρουσίασε στο θέατρο λίγο πριν πεθάνει τον «Κάιν» του Μπάυρον
Αλλά ο Μπάυρον δεν κλείνει το έργο του μόνο με τη συμφορά. Με κάποιον τρόπο σώζεται ο Κάιν - σώζεται το ανθρώπινο γένος – όχι στον Άλλο Κόσμο, αλλά εδώ κάτω, στη γη. Η Σελλά, η αδελφή και σύζυγος του Άβελ, αντικρίζοντάς τον σκοτωμένο, κραυγάζει με αλλοφροσύνη: «Ο θάνατος ήρθε στον κόσμο!» («Death is in the world!» Τους καλεί και φτάνουν όλοι. Ο Μπάυρον βάζει την Εύα - αν κι αυτή είναι η πρώτη ένοχη - να καταριέται τον Κάιν. Φίδια - του λέει - να ξεπηδούν στα βήματά του, στάχτη να γίνονται στο στόμα του οι καρποί της γης, ο θάνατος να’ ναι γι’ αυτόν χειρότερος κι από τον θάνατο, ο ήλιος να του αρνηθεί το φως του, κι ο ουρανός τον Θεό! Οι στίχοι του Μπάυρον που περιέχουν τις κατάρες αυτές, είναι από τους πιο συγκλονιστικούς που έχει γράψει δραματικός ποιητής. Η Εύα εμφανίζεται έτσι (όπως ο Μπάυρον θέλησε να την παραστήσει) περισσότερο η μητέρα του νεκρού της γιού, παρά η μητέρα του άλλου της γιού που εξακολουθεί να ζει. Ο Αδάμ λυπάται και τον ζωντανό. Ξέρει ότι και ο ένοχος δεν φταίει. Εξάλλου σκέφτεται ότι από τον ζωντανό και ένοχο γιο του (ο Άβελ πέθανε άτεκνος και ο Αδάμ δεν είχε γεννήσει ακόμα τον Σηθ) θ’ αρχίσει η μεγάλη οδοιπορία των ανθρώπων στην απέραντη έρημο της ζωής.
Από την σκέψη του Αδάμ γεννιέται η επιείκεια. Και από την καρδιά της Αδά, της γυναίκας του Κάιν, που αγαπάει και τον Άβελ, αλλά που αποφασίζει - μολονότι ο Κάιν προσπαθεί να την αποτρέψει – να ακολουθήσει τον αδελφοκτόνο στην απέραντη έρημο, βγαίνουν η καλοσύνη και η καρτερία. Ο ένοχος που τιμωρείται και δεν θα σωθεί ποτέ, θα έχει ωστόσο την καλοσύνη πλάι του (ή και μέσα του). Αδά: «Έργο μου θα ’ναι, από δω και μπρος, να στεγνώνω δάκρυα κι όχι να τα χύνω… Τώρα, Κάιν, θα συμμεριστώ το φορτίο σου μαζί σου». Κάιν: «Θα τραβήξουμε ανατολικά από την Εδέμ. Είναι ο πιο έρημος τόπος και ταιριάζει με τα βήματά μου». Αδά: «Οδήγα! Εσύ θα ’σαι ο οδηγός μου - και είθε ο Θεός μας να είναι ο δικός σου!...»
Η έκδοση του «Κάιν», τον Δεκέμβριο του 1821, προκάλεσε στην Αγγλία την εξέγερση των ευσεβών και των υποκριτών. Όταν το πληροφορήθηκε ο Σέλλεϋ, έγινε έξω φρενών. Και ο Γκαίτε, όταν έξη χρόνια αργότερα, του υπενθύμισαν την αντίδραση των εκκλησιαστικών κύκλων, είπε: «Μα είναι κι ανοησία, γιατί κατά βάθος δεν υπάρχει τίποτα σε ολόκληρο τον «Κάιν», που να μη το διδάσκουν οι ίδιοι οι Άγγλοι επίσκοποι».
Όσο για τον Μπάυρον, το μεγάλο αυτό πνευματικό ανάστημα κι ένα από τα κορυφαία όλων των εποχών, όταν δύο χρόνια αργότερα, το 1823, πάτησε το πόδι του στην αγγλοκρατούμενη τότε Κεφαλονιά και στο τέλος της χρονιάς αυτής βρέθηκε μέσα στο ξεσηκωμένο Μεσολόγγι της αχανούς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επισφράγισε με τον ερχομό του και με τον θάνατό του την παρουσία του ανάμεσά μας. Αυτός ο ρομαντικός επαναστάτης «με την θυελλώδη ψυχή», που έφερνε σαν «στίγμα του Κάιν» τη βαθιά μοναχικότητα εκείνου που δεν ανήκει πουθενά, βρήκε στην Ελλάδα την πατρίδα που δεν είχε. Ο Μπάυρον έγινε ο Λόρδος Βύρων των Ελλήνων