Από τα μυθικά μέρη που ξεκίνησε κάποτε η Αργώ με τους ήρωες της Ελλάδας, τον Ηρακλή, τον Ορφέα, τον Ιάσονα, και τόσους άλλους, για να αναζητήσουν τη μακρινή γη που βρισκόταν το Χρυσόμαλλο Δέρας και να το φέρουν στην Ελλάδα, ξεκίνησε στα δικά μας χρόνια και ο Βαγγέλης Παπαθανασίου για να βρει το δικό του Χρυσόμαλλο Δέρας, που ήταν η μεγάλη του φήμη - που την έφερε κι αυτός στην Ελλάδα. Ήταν ένας διαφορετικός ήρωας, της δικιάς μας εποχής, που από αρχικά κόσμιος έγινε παγκόσμιος και μετά υπερκόσμιος, αφού με τη μουσική του κατάφερε και ξανάφερε τους Δρομείς των Ολυμπιακών Αγώνων του 1928, τον Κολόμβο πίσω στην Αμερική, τον Αλέξανδρο στις εσχατιές της Ασίας, στο Διάστημα από τις Στήλες του Ναού του Ολυμπίου Διός την αξέχαστη νυχτερινή «Μυθωδία» όπως λεγόταν, που είχε λόγια στα αρχαία ελληνικά και που την άκουγε τότε όλη η Γη - ακόμα και οι αστροναύτες και οι κοσμοναύτες ψηλά πέρα, από τους διαστημικούς τους σταθμούς.
Συνεργάστηκε με την άλλη «παγκόσμια γνωστή» Ελληνίδα ηθοποιό Ειρήνη Παππά το 1978 στο άλμπουμ του «Ωδές» που περιείχε παραδοσιακά τραγούδια όπως τα «Σαράντα παλικάρια» και, οκτώ χρόνια αργότερα, το 1986, επανέλαβε την ίδια συνεργασία με το νέο του μουσικό εγχείρημα «Ραψωδίες», όπου, με το δικό του χαρακτηριστικό ηλεκτρονικό στυλ, απελευθερώνει π.χ. από τα Εγκώμια το «Γλυκύ μου Έαρ» και το κάνει ν’ ακούγεται επιβλητικό και απόκοσμο.
Σαν ένας σύγχρονος Μότσαρτ στη μικρή του ηλικία,, από νωρίς φαινόταν να ξεχωρίζει. Στα τέσσερά του χρόνια κατέβαζε τις κατσαρόλες της μητέρας του και άκουγε διάφορους ήχους. «Καθετί που παράγει ήχο είναι θείο» θα σχολιάσει, μεγάλος πιά σε ηλικία, σε συνέντευξή του στον Θανάση Λάλα. Κι εκείνος θα τον ρωτήσει, έχοντας μπροστά του έναν πρωτοπόρο της ηλεκτρονικής μουσικής: «Γιατί εγκατέλειψες τα παραδοσιακά όργανα;» «Δεν τα εγκατέλειψα. Όλα μηχανές είναι. Περίμενα από μικρός τη μέρα που θα ’βγαιναν άλλα μηχανήματα που θα παράγουν άλλους ήχους. Ήχους που υπήρχαν στη Φύση, αλλά δεν μπορούσαν να αναπαραχθούν».
Σε ένα βιβλίο του 1954, με τίτλο «Απ’ την Ελλάδα», ο γνωστός συγγραφέας του «Η Ζωή Εν Τάφω» Στρατής Μυριβήλης γράφει για ένα παλαιότερο οδοιπορικό του στο Πήλιο. Κι εκεί μέσα, στη σελίδα 232, κάνει αναφορά στον μικρό Βαγγέλη Παπαθανασίου - αποτυπώνοντας, σαν διαχρονικό μήνυμα, όλα τα γράμματα που σχηματίζουν το όνομά του. Τον συναντάει έξη χρονών παιδί και γράφει ότι πιστεύει πως αυτό το παιδάκι θα γίνει…κάτι. Παραθέτουμε τα λόγια του θαυμασμού του: ««Ανάμεσα στις ευχάριστες εκπλήξεις που με περίμεναν στον Βόλο, ήταν και ένα παιδάκι έξη ή εξήμισυ χρονών που ανακάλυψα προικισμένο με το θείο δώρο του ταλέντου. Ο μικρός αυτός, με τις ποδίτσες της πρώτης δημοτικού και με τα γκρίζα γελαστά ματάκια του, είναι από τώρα ένας αυτοδίδακτος μικροσκοπικός συνθέτης. Μου
έπαιξε στο πιάνο δύο συνθέσεις του που με κατέπληξαν. Τη μια την έλεγε «Οι καμπάνες» και την άλλη «Ο χορός». Πρέπει να δει κανείς τα μικροσκοπικά δαχτυλάκια του να αγωνίζονται να πιάσουν τις θαυμάσιες συγχορδίες που κανείς δεν του δίδαξε, πρέπει να ακούσει τους χρωματισμούς και τα χαριτωμένα ευρήματά του, για να καταλάβει το νόημα του Ευαγγελιστού που είπε: Πνεύμα ο Θεός και όπου θέλει πνέει. Για να δούμε, λοιπόν, τί επιφυλάσσει η μοίρα σε τούτο το Βολιωτάκι».
Η περίπτωση αυτή, του Μυριβήλη με τον μικρό Βαγγέλη, μου φέρνει στο μυαλό ένα ανάλογο περιστατικό με τον Μπάυρον. Ο Μπάυρον (ο Λόρδος Βύρων των Ελλήνων) είχε κατέβει από την Ιταλία στην επαναστατημένη Ελλάδα, αλλά πριν έρθει στις μαχόμενες περιοχές μας ή πιο σωστά στις αντιμαχόμενες (γιατί στην εποχή εκείνη του 1823-24 οι δικοί μας είχαν παρατήσει τον Τούρκο και τρώγονταν μεταξύ τους σε αδελφοκτόνο διχόνοια), είχε μείνει για τέσσερεις μήνες στα αγγλοκρατούμενα, μετά το Βατερλώ του Ναπολέοντα, Επτάνησα - και συγκεκριμένα στην Κεφαλονιά, απ’ όπου αλληλογραφούσε με τους αρχηγούς του Αγώνα, τον Κολοκοτρώνη, τον Ανδρούτσο, τον Μπότσαρη, για να αποφασίσει προς τα πού να έρθει. Στη διάρκεια της παραμονής του στο νησί, σε μια βόλτα με το άλογό του, ξεπέζεψε και μπήκε στο σχολείο που υπήρχε στο Ληξούρι. Όλα τα παιδιά σηκώθηκαν όρθια, βλέποντας τον αλλιώτικα ντυμένο ωραίο ξένο. Ο δάσκαλος τότε τον καλωσόρισε, λέγοντας «Ιδού, Λόρδε μου, ο πιο καλός μου μαθητής». Και του έδειξε ένα παιδάκι. «Και ιδού, Λόρδε μου, ο πιο άτακτός μου μαθητής». Και του έδειξε ένα άλλο παιδάκι. Τότε ο Μπάυρον πήρε στην αγκαλιά του το δεύτερο παιδάκι και είπε: «Εμένα αυτά τα παιδιά μ’ αρέσουν». Εκείνο το παιδί, που κατά λάθος είχε διαλέξει ο Μπάυρον, έγινε αργότερα ο σπουδαίος Ανδρέας Λασκαράτος. Ο Μπάυρον όπως κι ο Μυριβήλης δεν είχαν κάνει λάθος.
Αν και τον είπαν μεγάλο πρωτοποριακό συνθέτη, δεν ήξερε να γράφει ούτε μια νότα! Απίστευτο - κι όμως μυθικά ελληνικό όπως έλεγα στην αρχή. Ήταν αυτό που λέμε αυτοδίδακτος. Έλεγε αργότερα ότι δεν χρειαζόταν να μάθει μουσική, ότι η μουσική υπάρχει ανεξάρτητα από εμάς και ότι ο δημιουργός στην πραγματικότητα την «κατεβάζει» στο υλικό πεδίο. Ότι δεν είναι «δική του» η μουσική, δεν υπάρχει «εγώ» στη δημιουργία, αλλά ότι - μέσα από μια διαδικασία που στηρίζεται στην απουσία σκέψης - αφήνει την μουσική να περάσει στο συνειδητό πεδίο και να εκφραστεί σε μια ορχήστρα, σ’ ένα ηλεκτρονικό στούντιο, σε μια ηχογράφηση. Σχολιάζοντας στους Αμερικανούς τη μουσική του επένδυση στην ταινία «Αλέξανδρος» του Όλιβερ Στόουν, αποκάλυψε ότι την έκανε βλέποντας την ταινία και πατώντας τα πλήκτρα στο πολύπλοκο συνθεσάιζερ του. Τους εξήγησε ότι το μυστικό της δικιάς του δημιουργικής πνοής ήταν η ελευθερία, με την φιλοσοφική ελληνική της έννοια: «Before I’m starting, I don’t know what I’m going to do…» (Πριν αρχίσω, δεν ξέρω (δεν είναι στη γνώση μου) τι πρόκειται να κάνω. Γιατί όταν ξέρεις τι ξεκινάς, αρχίζεις να σκέφτεσαι. Και με το να σκέφτεσαι, μειώνεις εκείνο το κάτι που είναι μεγαλύτερο από την σκέψη σου, από τον εαυτό σου). Όταν τον είχανε ρωτήσει εάν έχει διδάξει μουσική, η απάντηση του Βαγγέλη Παπαθανασίου ήταν η εξής: «Δεν μπορώ να διδάξω. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι, όσο το δυνατόν, να είμαι απών. Και να αφήνω τη μουσική να έρχεται μπροστά, να εκφράζεται και να εκδηλώνεται. Είναι λίγο γελοίο να θέλουμε να πάρουμε εμείς τη λάμψη από μια δύναμη που λάμπει πιο πολύ από εμάς».
Η είδηση του απρόσμενου θανάτου του - που μεταδόθηκε αστραπιαία σε όλο τον πλανήτη Γη - ήταν ότι πέθανε από κορωνοϊό. Αυτό είναι λάθος. Πράγματι, νοσηλευόταν επί μήνες σε νοσοκομείο στο Παρίσι, όπου είχε εισαχθεί προσβεβλημένος από κορωνοϊό και είχε διασωληνωθεί αμέσως. Η αλήθεια είναι όμως ότι ο εβδομηνταεννιάχρονος Βαγγέλης - ενώ είχε ξεπεράσει με επιτυχία το πρόβλημα και ετοιμαζόταν να βγει - παρουσίασε λοίμωξη του αναπνευστικού από μικρόβιο που το κόλλησε εκεί μέσα και η υποτροπή τής ήδη ταλαιπωρημένης υγείας του τον χτύπησε στην καρδιά. Έτσι έσβησε ξαφνικά από κοντά μας και άνοιξε άλλα μάτια, όχι τα γκρίζα που είχε, σε άλλους ουρανούς που τους ανίχνευε η μουσική του. Αυτό που λέω το επιβεβαίωσαν οι κατοπινές αναφορές και η επίσημη ανακοίνωση: «Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, ένας από τους πιο σημαντικούς συνθέτες των καιρών μας, ο πιο διεθνής Έλληνας δημιουργός, έφυγε από τη ζωή την περασμένη Τρίτη 17 Μαΐου, από καρδιακή προσβολή συνεπεία αναπνευστικών προβλημάτων, στις 10.10 το βράδυ στο Νοσοκομείο Ζωρζ Πομπιντού στο Παρίσι. Γνωστός διεθνώς ήταν ως «Vangelis», αλλά στην Ελλάδα ήθελε να τον αποκαλούμε με το ελληνικό του όνομα. «Είμαι ο Βαγγέλης Παπαθανασίου. Το Βαντζέλις είναι για τους ξένους», έλεγε».
Γεννήθηκε στα τέλη Μαρτίου του 1943 στην Αγριά, ένα χωριό σε απόσταση επτά χιλιομέτρων από τον Βόλο. Ο πατέρας του ο Οδυσσέας ήταν έμπορος υαλικών, η μητέρα του η Φωτεινή ήταν σοπράνο αλλά δεν τραγουδούσε επαγγελματικά. Το 1955 μετακόμισαν στην Αθήνα, στην οδό Μιχαήλ Νομικού στα Πατήσια. Πήγε σχολείο στη Λεόντειο. Και, παρά τα όσα έχουν γραφτεί, δεν
σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Όπως ήταν ένας αυτοδίδακτος μουσικός,
έτσι ήταν κι ένας αυτοδίδακτος ζωγράφος. Το 2003 αιφνιδίασε, αποκαλύπτοντας
το ταλέντο του με την ενασχόλησή του και στη ζωγραφική, παρουσιάζοντας εβδομήντα έργα του σε μια προσωπική του έκθεση που είχε ονομαστεί «Vangelis Pintura» και ήτανε στα πλαίσια της Μπιενάλ στη Βαλένθια της Ισπανίας. Όταν όμως ρωτήθηκε αργότερα τί έχει να πει συγκρίνοντας τη μουσική με τη ζωγραφική, ο Βαγγέλης δεν αναρωτήθηκε καθόλου: «Επομένως, εφόσον η
μουσική είναι έλλογη, τότε θα πρέπει να την θεωρείτε ενεργό παράγοντα στη Δημιουργία…» «Βεβαίως, απολύτως». «Γιατί όμως να είναι η μουσική νοητική και όχι η ζωγραφική;» «Δεν είναι το ίδιο πράγμα. Η ζωγραφική χρειάζεται τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος φτιάχνει έναν πίνακα. Η μουσική δεν έχει ανάγκη κανέναν. Η μουσική είναι ένα θείο πράγμα. Είναι μια τεράστια δύναμη που διαμορφώνει τον κόσμο».
Του άρεσε να μιλάει για την φιλοσοφική διάσταση της μουσικής, για το Διάστημα , αλλά και για την Ελλάδα σαν αιώνιο φως, σαν πνευματική υπόσταση. Η λάμψη και οι επιτυχίες τόσων δεκαετιών, η θέση του στο παγκόσμιο γίγνεσθαι δεν άφηναν να αποκαλυφθεί, σε όλους τους θαυμαστές του, η προσωπικότητα ενός μύστη της μουσικής σε κατάσταση δημιουργίας που έμοιαζε με πολύωρο διαλογισμό σε καθημερινή βάση. Κι όταν λέμε θαυμαστές, θα αναφέρω μόνο δύο
για παράδειγμα: Ο Σων Κόννερυ, που ενσάρκωσε ιδανικότερα από κάθε άλλο ηθοποιό τον Τζαίημς Μποντ πράκτορα 007 (ο αριθμός του αυτός έκρυβε τα σύμβολα ∞≥ που σήμαιναν «το άπειρο μεγαλύτερο από όλα τα άλλα») και ο Πωλ Άλεν, ο συνιδρυτής της Microsoft, που κάποτε είχε έλθει με το πλοίο του έως τη Βουλιαγμένη για να τον συναντήσει.
Ο Βαγγέλης είχε γίνει στην αρχή ευρύτερα γνωστός ως ιδρυτικό μέλος των συγκροτημάτων Forminx ( που είναι η αρχαία ελληνική λέξη φόρμιγξ, η φόρμιγγα με τις επτά ή εννιά χορδές της που θυμίζει λύρα) και Aphrodite’s Child ( το Παιδί της Αφροδίτης, δηλαδή ο Έρως, ο Έρωτας) - με την καριέρα του να απογειώνεται όταν αποφάσισε μετά να ακολουθήσει δικά του, ουράνια πιά, μονοπάτια. Όπως σχολίασε κάποιος την κατάληξή του αυτή «ευλογημένος από την Φύση που απλόχερα του χάρισε το ταλέντο, που εκείνος άοκνα σε όλη την πορεία της ζωής του φρόντιζε να το καλλιεργεί και να το πηγαίνει ακόμη παραπέρα, μέχρι το…Διάστημα!»
Και για ν’ αρχίσουμε από κει που άρχισε, τα πρώτα του γερά βήματα στη μουσική, ακουστά μέχρι σήμερα, τα έκανε στα είκοσί του χρόνια, τότε στις αρχές της δεκαετίας του ’60, με τη συμμετοχή του στο πρωτοπόρο για την Ελλάδα συγκρότημα των Forminx, από τους οποίους - μετά τον θάνατο και του Βαγγέλη - ζει μόνο ένας πιά. Και μαζί και ο Νίκος Μαστοράκης, που έγραφε τους ξένους στίχους των τραγουδιών τους που γίνονταν επιτυχίες.
Κορυφαία τους επιτυχία (όμως χωρίς λόγια, μόνο με το «Λα Λα Λά» τη μουσική επινόηση του νέου τότε Παπαθανασίου) ήταν το «Γιάνκα», ναι, ναι, το περίφημο «Γιάνκα» με τον ξεχωριστό του χορό! Το τραγούδι (ήταν χωρίς στίχους, μόνο κάπου ένα κουπλεδάκι, όμως έτσι το είπανε) «Jeronimo Yanka» έγινε χρυσό 45άρι με είκοσι χιλιάδες αντίτυπα στην πρώτη κιόλας εβδομάδα κυκλοφορίας του κι όλη η Ελλάδα, όχι μόνο η νεολαία, το χόρευε μετά μανίας!. Η αλήθεια είναι ότι το «Γιάνκα» αίρει την αρχή του από κάποιο φιλανδέζικο παραδοσιακό, που ο Βαγγέλης το μετουσίωσε τελείως και το
έκανε δικό μας. Έχουν κινηματογραφηθεί τα χέρια του στην ώρα του παιξίματός του: Παίζει στα κουτουρού τα πλήκτρα κι όμως βγαίνει μουσική! Και γιατί το είπε «Jeronimo»; Αυτό αναλαμβάνει να μας το εξηγήσει ο Μαστοράκης, που έζησε τον Βαγγέλη στα νιάτα του από κοντά: «Ελάχιστοι ξέρουν τί είναι ο Jeronimo για τον οποίο, στο τέλος του κομματιού, ακούγεται και μια υστερική κραυγή (από τη φωνή του Παπαθανασίου): Ο Βαγγέλης είχε από μικρός μια τρελή φαντασίωση: Να μπορούσε να καλωδιώσει με κρυφά μεγάφωνα όλες τις πολυκατοικίες της Αθήνας και μια νύχτα ν' ανέβει με το μικρόφωνο και μ’ ένα γιγαντιαίο ενισχυτή στον Λυκαβηττό και να ουρλιάξει «Τζερόνιμοοοοοοοοο», για να δει χιλιάδες ανθρώπους να εγκαταλείπουν πανικόβλητοι τους κλειστούς χώρους τους. Ήταν ίσως, μεταφορικά, η αντιπάθειά του για τις πολυκατοικίες της Αθήνας. Αυτό το όνειρο μπορεί να μην το πραγματοποίησε ποτέ του, αλλά το έκανε ηχητική πραγματικότητα (κραυγάζοντας «Τζερόνιμοοοοο») στο φινάλε της μεγαλύτερης επιτυχίας των Forminx».
Το 1968 έφυγε ξαφνικά από τη χώρα μας (αλλά όχι από την ιδέα της) και μαζί με τον Λουκά Σιδερά και τον Ντέμη Ρούσσο μετακόμισαν στο Παρίσι, όπου δημιούργησαν τους «Aphrodite’s Child», που έμελλε να γίνουν το πιο
επιτυχημένο ελληνικό συγκρότημα στο εξωτερικό. Κι εδώ ο Βαγγέλης, ντυμένος πλέον με την ποπ μόδα των χίπηδων και συνεπικουρούμενος από την θεσπέσια φωνή του Ντέμη, βγάζει αλλεπάλληλα επιτυχημένα μουσικά κομμάτια όπως το «Rain and Tears», το «It’s five o’clock», ή το «Spring,
Summer, Winter, and Fall». Το θρυλικό τους άλμπουμ είναι, χωρίς αμφιβολία,
το «666» (που έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα διαμάντια της προοδευτικής-ψυχεδελικής μουσικής και είναι προγραμματισμένο να επανεκδοθεί στο τέλος του 2022). Μας φέρνει κατευθείαν σ’ εκείνη την εποχή και αναφέρεται στο σεξ περιλαμβάνοντας και φυσικούς ήχους. Ο Ντέμης Ρούσσος, σε κατοπινή συνέντευξή του, είχε εξομολογηθεί: «Τότε χρησιμοποιήσαμε τον οδηγό του Βαγγέλη Παπαθανασίου που έκανε σεξ με μια πόρνη για τις ανάγκες της ηχογράφησης. Είναι αληθινή ιστορία».
Όταν ο Ντέμης Ρούσος, όπως τώρα ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, έφυγε από τη ζωή στα 69 του χρόνια στην Αθήνα, ο Βαγγέλης είχε αποχαιρετήσει τον φίλο του με τα ίδια θαρρείς λόγια που σκεφτόμαστε κι εμείς τώρα για τον ίδιο: «Ντέμη φίλε μου, μόλις έμαθα ότι αποφάσισες να κάνεις το μακρύ ταξίδι. Είμαι σοκαρισμένος, γιατί δεν πιστεύω ότι αυτό συνέβη τόσο σύντομα. Η Φύση σου έδωσε αυτή τη μαγική φωνή, που έκανε εκατομμύρια ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο πολύ ευτυχισμένους. Όσο για μένα, κρατώ τις πολύτιμες αναμνήσεις που μοιραστήκαμε μαζί εκείνες τις πρώτες μέρες και ελπίζω να είσαι ευτυχισμένος, όπου κι αν βρίσκεσαι».
Και των δυό τους τα ονόματα, που ξεχώρισαν και γι’ αυτό θα λάμπουν για πάντα στο μουσικό στερέωμα, έχουν δοθεί από τους αστροφυσικούς στον ουρανό να λάμπουν και σε αστεροειδείς, τιμώντας τους έτσι και μάλιστα εν ζωή! Συγκεκριμένα, το 1995 το Minor Planet Center (αν και τα δύο τρίτα είναι ελληνικές λέξεις, το μεταφράζω: Το Κέντρο Μικρότερων Πλανητών) της Διεθνούς Αστρονομικής Ένωσης, ως φόρο τιμής στη μουσική του προσφορά αλλά και στην αγάπη του Βαγγέλη Παπαθανασίου για το Διάστημα, έδωσε το όνομα του συνθέτη στον αστεροειδή 6354 της Κύριας Ζώνης, που πλέον ονομάζεται 6354 Vangelis. Δεκατέσσερα χρόνια μετά, το Ειδικό Αστροφυσικό Αστεροσκοπείο της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών έδωσε το 2009 το όνομα του Αλεξανδρινού φίλου του, του Ντέμη με την θεσπέσια φωνή, στον αστεροειδή 279226 της Κύριας Ζώνης, που λέγεται 279226 Demisroussos. Αυτά όμως τα ωραία συμβαίνουνε στη Γη και μάλιστα τώρα κάτω από τη γη, θυμίζοντάς μας τον Όμηρο που έβαλε τον ίσκιο του Αχιλλέα να θέλει να είναι ο τελευταίος άνθρωπος αλλά ζωντανός, παρά να είναι βασιλιάς στον Άδη. Οι δυό «μακρουλοί» αριθμοί 6354 και 279226 δίπλα στα αγαπημένα αυτά ονόματα, φέρνουν στην θύμησή μας μια σκωπτική εικόνα που έδειχνε το αχανές Διάστημα - και κάπου στη μέση του, έβγαινε μια φωνή και έλεγε: «Ξέρεις ποιός είμαι εγώ, ρέ ! »
Μετά τα δυο επιτυχημένα συγκροτήματα στην Ελλάδα και στη Γαλλία, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου άλλαξε πάλι ρότα. Άρχισε δειλά-δειλά να δοκιμάζει φτερά Δαιδάλου γράφοντας κινηματογραφική μουσική, αλλά γρήγορα τα άλλαξε και πέταξε ψηλά με φτερά Ικάρου, κάνοντας στο σινεμά κάτι πρωτοπόρο: Στη συνήθως ψυχρή και απόκοσμη ηλεκτρονική μουσική έβαλε ανθρώπινη πρωτεΐνη, έβαλε το αισθαντικό ντι-εν-έι του που είχε και πόνο και ηρωισμό - και την έκανε κατανοητή και προσιτή, ακόμη και σ’ ένα κοινό που με καμιά δύναμη δεν θα μπορούσε να την καταλάβει. Έτσι «συνόδεψε μουσικά και μοναδικά» ταινίες όπως το «Μπλέηντ Ράννερ» ή το «1492: Χριστόφορος Κολόμβος», αλλά και ταινίες με δικούς μας γίγαντες όπως ο «Καβάφης» ή ο «Ελ Γκρέκο» του Γιάννη Σμαραγδή και ο «Αλέξανδρος» του Όλιβερ Στόουν. Ανήμερα των γενεθλίων του, τον Μάρτιο του 1982, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου έγινε Βαντζέλις κατακτώντας το Όσκαρ Μουσικής (το αφιέρωσε στον πατέρα του, που ήταν ερασιτέχνης δρομέας) για την ταινία του Χιου Χάτσον «Οι Δρόμοι της Φωτιάς» που μέχρι σήμερα θεωρείται μια από τις κορυφαίες με αθλητικό περιεχόμενο.
Κι αυτή η βραβευμένη μουσική του γέννησε μια διαρκή επαφή του με τον στίβο. Το 1997 έκανε την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα: Σχεδίασε και διηύθυνε εξ ολοκλήρου την τελετή έναρξης του Έκτου Παγκόσμιου Πρωταθλήματος Ανοιχτού Στίβου της IAAF. Την θυμόμαστε αυτήν την τελετή έναρξης, με τη μαγεία του Βαγγέλη, γιατί ήταν το πρόκριμα για να πάρουμε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Χάρη στον Παπαθανασίου, ο στίβος του Παναθηναϊκού Σταδίου μετατράπηκε σε τεράστια νυχτερινή οθόνη! Και το στοίχημα κερδήθηκε. Το 1999 συνέθεσε τη μουσική που συνόδευσε την παρουσίαση του επίσημου εμβλήματος των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Δημιούργησε και τη μουσική για την τελετή παράδοσης της Ολυμπιακής Φλόγας στο Σίδνεϋ. Στο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 2002 στις χώρες Κορέα-Ιαπωνία η μουσική ήταν δικιά του.
Και για να τελειώσω τον χαιρετισμό μου στον Βαγγέλη Παπαθανασίου (για τέτοιους ανθρώπους δεν υπάρχει αποχαιρετισμός) θα πάω πίσω στην αρχή του άρθρου μου και στην αναφορά μου στα μυθικά μέρη που ξεκίνησε κάποτε η Αργώ με τους ήρωες της Ελλάδας. Και θα ξαναπώ ότι από το ίδιο μέρος - στην εποχή μας όμως - ξεκίνησε και ο σύγχρονος αυτός ήρωας, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, βαδίζοντας στα θρυλικά μουσικά ίχνη του αλλοτινού αργοναύτη Ορφέα. Δεν βαριέστε! Η ανιψιά του αποκάλυψε, μετά τον θάνατό του, ότι ο σεμνός πάντα αν και διάσημος θείος της πέθανε μ’ ένα παράπονο, που τον έκανε να πεισματώσει σαν μικρό παιδί και να μην ξανάρθει ποτέ, από τότε, στον τόπο που τον γέννησε. «Όπου και να πάω, η Ελλάδα με πληγώνει» έγραψε κάποτε ο Σεφέρης κι αυτό έμελλε να το ζήσει και ο κορυφαίος μας μουσικός. Τί έγινε; Θα το πω και με αυτό θα κλείσω:
Στο τελευταίο του ταξίδι στον Βόλο το 2007, αν και το είχε κανονίσει από πριν και είχε καταφθάσει με επιστήμονες της NASA για να πάνε βόλτα στον Παγασητικό Κόλπο με την Αργώ ( ένα πιστό αντίγραφο αρχαίου πλοίου του 13ου αιώνα π.Χ.), αυτό δεν έγινε μπορετό γιατί δεν το επέτρεψε ο τότε πλοίαρχος κι ούτε υπήρξε κάποια παρέμβαση από τον τότε δήμαρχο! Η αρχική έκπληξη και η οργή μετατράπηκε σε παράπονο και ο Βαγγέλης Παπαθανασίου δεν ξαναπάτησε ποτέ πιά στον γενέθλιο τόπο του. Όσο για το καράβι, την Αργώ,
που είναι μονήρης πεντηκόντορος, είχε ναυπηγηθεί - εκείνη την εποχή - από ξύλο πεύκου, βελανιδιάς και μηλιάς, από δένδρα που συμβολίζανε, και τα τρία, το Πήλιο. Όμως αργοπεθαίνει δεμένο στο λιμάνι του Βόλου λόγω ελλιπούς συντήρησης και φύλαξης και σκέφτονται να το βγάλουν από την θάλασσα και να το διατηρήσουν σε μουσείο. Έτσι το νεότευκτο «αρχαίο καράβι» που το αρνήθηκαν τότε στον Βαντζέλις και στους διαστημικούς επιστήμονες πρόκειται να «ναυαγήσει» τώρα στη στεριά».
Ένας γιατρός από τον Βόλο, ο Γιώργος Χαρίτος, σε άρθρο του στην τοπική εκεί εφημερίδα που είχε τίτλο «Δεν μας άξιζες, Βαγγέλη Παπαθανασίου», αφού κατακεραυνώσει την πόλη του για την αναπάντεχη απρέπεια που του επεφύλαξε το 2007 και αφού ειρωνευτεί τους Βολιώτες για την άγνοιά τους και για την αδιαφορία τους να μάθουν ποιός ήταν ο σπουδαίος αυτός συμπολίτης τους, καταλήγει:
«Και το αστείο είναι ότι δεν ανήκει σε τούτο τον πλανήτη καν. Η «Μυθωδία» του έχει ταξιδέψει με την ΝΑΣΑ σε διαστημικούς σταθμούς και σε προσεδαφίσεις μετεωριτών - στο πρόγραμμα «Nasa Mission: 2001 Mars Odyssey». Στην κηδεία του Στήβεν Χώκινγκ έστρεψαν τον πομπό στην κοντινότερη γνωστή μαύρη τρύπα του Σύμπαντος και έστειλαν την μουσική του Βαντζέλις εκεί, για να «αιωρείται στο Άπειρο» του Διαστήματος. Και, φυσικά, υπάρχει ένας γνωστός αστεροειδής (!) που ονομάστηκε προς τιμή του, ο 6354 Vangelis, ο οποίος βρίσκεται 247 εκατομμύρια χιλιόμετρα μακριά από τον Ήλιο. Είναι λοιπόν, Σύμπαντος φαεινότερο, ότι ο Παπαθανασίου ποτέ δεν ανήκε εδώ. Ήταν στ’ αλήθεια ένα πνεύμα, μια εξωγήινη μορφή ζωής (όπως μαρτυρά και η μουσική του) που σωματοποιήθηκε σ’ ένα μικρό αγόρι - που χτυπούσε κάποτε αμήχανα τα κύμβαλα ενός πιάνου στον Βόλο».