ΑΠΟΨΕΙΣ
Ο Αύγουστος του ''Αντώνα''
Παρά την αστεία εμφάνιση, δεν ήταν καθόλου αστείος στα φερσίματα και τη συμπεριφορά ...
Του Δημήτρη Καρατζάνη
Ο ''Αντώνας'', ήταν ένας από τους χαρακτηριστικούς τύπους των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων στη Σύλαμο. Τότε που το εύφορο αυτό προσφυγοχώρι ,στη νοτική αυλή του Μεγάλου Κάστρου ,δε μέτραγε παραπάνω από 15-20 οικογένειες .
Ήταν ένας τύπος κοντός, γεροδεμένος .μαλλιαρός, μ ένα ολοστρόγγυλο , τελείως γυμνό κεφάλι , που θύμιζε πιο πολύ αλατσατιανό πεπόνι παρά ανθρώπινο κρανίο. Σ αυτό το τεράστιο κεφάλι ήταν κολλημένα στο πλάι δυο πελώρια αυτιά ,που βλέποντας τα κανεις ,έφερνε στο μυαλό του την κίνηση ''εις έκτασιν'',της σχολικής γυμναστικής
Αυτήν την περίεργη φάτσα ,πού μοιάζε πιο πολύ με κακοσχεδιασμένο παιδικό σκίτσο , ερχόταν να συμπληρώσουν δυο καταγάλανα γουρλωτά μάτια με δασιά αγκαθωτά φρύδια, που λές και προσπαθούσαν , να ισοφαρίσουν το εντυπωσιακό έλλειμμα μαλλιών, της κεφαλής.
Παρά την αστεία όμως αυτή εμφάνιση , δεν ήταν καθόλου αστείος στα φερσίματα και τη συμπεριφορά . Λιγομίλητος, δύστροπος, καυγατζής, δεν είχε με κανένα ιδιαίτερες παρτίδες ,και τους μόνους που λόγιαζε για ''φίλους'' , ήταν το τσίπουρο και το κρασί,που ''τιμούσε' με καθημερινή συνέπεια'. Κάθε καλοκαίρι μάλιστα φρόντιζε να αποθηκεύει και τα δυο, σε ''χουβαρντάδικες'' ποσότητες, ώστε να ναι ...απόλυτα εξασφαλισμένος στα κρύα του Χειμώνα.΄
Του Χειμώνα, που ήταν πράγματι δύσκολη για κείνον εποχή , καθώς δεν ''κατέβαινε'' στο χωριό όπως όλοι, αλλά συνέχιζε να διαμένει στον ''κάμπο''. Στο ίδιο ερειπωμένο μετόχι πού έμπαζε από παντού ,γιατί, έλεγε, το πορτοφόλι του δεν αντεχε για ... δεύτερο κεραμίδι.
.Μαζί του βέβαια τραβούσαν των ''παθών τους τον τάραχο', τόσο η γυναίκα του, όσο και τα τρία του κορίτσια ,που, ''μη έχοντας που την κεφαλή κλίναι','αναγκάζονταν να υπομένουν την απρόβλεπτη και συχνά βάρβαρη συμπεριφορά του Αυτό κράτησε όμως μέχρι που ξετσούμισαν τα παιδιά, γιατί τότε πήραν ''των ομματιών τους'' .΄Γεγονός που δε φαίνεται να τον ένοιαξε και πολύ ,καθώς η μόνη μεταβολή στη συμπεριφορά του, ήταν, πως τα μεθύσια του γίνηκαν πιο συχνά.
Ηταν λοιπόν Αύγουστος του 195..., Ένας Αύγουστος που κείνη τη χρονιά ήταν πραγματική ευλογία . Τ αμπέλια βαρυφορτωμένα από καλοδεμένα χοντρόρωγα σταφύλια ''έτριζαν'' από δύναμη χάρη στις μπόλικες βροχές του Χειμώνα Με το ''έμπα'' του μήνα τα σταφύλια , λες και τ άγγιξε θεικό χέρι αρχισαν να ''φουσκώνουν'' και να κιτρινίζουν μέρα με τη μέρα ,κάνοντας όλο και πιο κοντινή τη μερα του τρύγου ,Γυναίκα ετοιμόγεννη η κάθε κουρμούλα, πρόσμενε τον τρυγητή να την ξαλαφρώσει. απ το φορτίο της Να την ξεκουράσει απ την πεντάμηνη εγκυμοσύνη ,παραδίνοντας στα χέρια του το λιμπιστερο μαξούλι...Ενα μαξούλι πολύτιμο, δεμένο άμεσα με τη ζήση αλλά και τα όνειρα της κάθε οικογένειας για ολόκληρη χρονιά
Όνειρα έκανε και ο ''Αντώνας'' παρακολουθώντας τα εντυπωσιακά ξέτελα των αμπελιών .Ονειρα όμως πούχαν να κάνουν με σακκιά από αλεύρι ,με φάρδους από μπακαλιάρο, ρύζια ,μακαρόνια ,ντενεκέδες από παστές σαρδέλες και φωτιστικό πετρέλαιο. Προπαντός όμως με καργαριστές νταμιτζάνες κρασί και τσίπουρο για τις βαριές νύχτες του χειμώνα.
Ξεκίνησε λοιπόν ο τρύγος την επομένη της Παναγιάς και σε ελάχιστες μέρες η μαλαματόχρωμη σοδειά, μέσα σε μια ατμόσφαιρα γενικού πανηγυριού ,βρισκόταν ξαπλωμένη ανάσκελα στο χώμα. Ολοι ,μικροί μεγάλοι, έφερναν γύρα καμαρώνοντας τους οψιγιάδες και σχεδόν μεθούσαν από τη μυρωδιά των ξεραμένων σταφυλιων, του μούστου και της αιωρούμενης στο αέρα ''ευτυχίας'', που σχεδόν την άγγιζαν, όταν, εντελώς ξαφνικά ένα βράδυ, ξέσπασε το κακό.
Το δυσοίωνο μαντάτο αναγγέλθηκε από κατι άγρια ασταπόβροντα, εκεί περί το μεσονύχτι, που πάγωσαν το αίμα της αγροτιάς .Και, πριν καλά -καλά σπάσει εντελώς το σκοτάδι, κάτι σταγόνες φαρδιές σαν τάληρα , άρχισαν να μαστιγώνουν αλύπητα τους άοπλους στη βροχή οψιγιάδες, βυθίζοντας στην πιο μαύρη απελπισία έναν κόσμο ολόκληρο.
Ο ''Αντώνας'' ξύπνησε αργοπορημένος απ το γερό μεθύσι της προηγούμενης βραδιάς και τρίβοντας τα μάτια του πρόβαλε στην πόρτα του μετοχιού του..Στάθηκε λίγο σαν χαμένος κοιτώντας μια τον αγριεμένο ουρανό και μια τον καργαρισμένο οψιγιά ,όπου είχαν ήδη αρχίσει να σχηματίζονται τα πρώτα ρυάκια και, βγάζοντας μια κραυγή πληγωμένου θεριού ώρμηξε πάνω στους ''ταμπλάδες'' απλώνοντας τα χέρια και προσπαθώντας να συγκρατήσει με τις ανοιγμένες παλάμες του τη μισόξερη σταφίδα που την παράσερνε αμείλικτο, το νερό της βροχής.
Όταν συνειδητοποίησε πόσο μάταιη ήταν η προσπάθεια γύρισε με την πλάτη στο χώμα ,τέντωσε χέρια και πόδια κατά τον ουρανο κι άρχισε να μουτζώνει, ενώ απ το στόμα έβγαιναν κατάρες και βλαστήμιες που άλλη φορά δεν είχαν ξανακουστεί στο χωριό....
Ο Χειμώνας εκείνης της χρονιάς , που ήταν και ιδιαίτερα βαρύς, ήταν και ο τελευταίος του ''Αντωνα''. Τον βρήκαν πεθαμένο στο παγωμένο μετόχι του μια κρύα μέρα αρχές του Φλεβάρη.
''Τον τιμώρησε ο Θεός για τις βλαστήμιες του'', αποφάνθηκαν οι μεγάλοι
Εμείς οι μικροί όμως μείναμε με την απορία ''Είναι δυνατόν, ολόκληρος Θεός, να ξεσυνορίζεται ένα τόσο ταλαίπωρο και δυστυχισμένο πλάσμα, σαν τον Αντώνα'' αναρωτιόμασταν.