Μεγαλοβδομαδιάτικο ...λάθος

Δημήτρης Καρατζάνης
Δημήτρης Καρατζάνης

Στη Σύλαμο του 1928

Του Δημήτρη Καρατζάνη

Η Σύλαμος είναι ένας  οικισμός στη Νοτική ''αυλή ''του Ηρακλείου που αναφέρεται , με καταγραμμένα ιστορικά στοιχεία, από τη ΄Β ακόμα Βυζαντινή περίοδο(1195). Μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους ο χριστιανικός πληθυσμός του οικισμού απομειώθηκε σταδιακά, όπως προκύπτει από τις διάφορες απογραφές της εποχής και εκεί, περί το τέλος του 19ου αίωνα, ο οικισμός φέρεται να κατοικείται πια ,σχεδόν εξ ολοκλήρου, από Μουσουλμάνους.

Αυτός είναι προφανώς και ο λόγος, που ,με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 23,στον οικισμό εγκαθίστανται  καθ ολοκληρίαν πρόσφυγες από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας, αφού οι μέχρι τότε μουσουλμάνοι κάτοικοι του, μεταφέρθηκαν στην άλλη πλευρά του Αιγαίου

Παρά το ότι σε αρκετές περιοχές της Κρήτης η εγκατάσταση των προσφύγων προκάλεσε -αρχικά τουλάχιστον- αρκετές τριβές με τους ντόπιους, στην περίπτωση της Συλάμου, όχι μόνο δεν παρατηρήθηκαν  τέτοιες τριβές  ,αλλά, αντιθέτως, αναπτύχθηκαν  πολύ καλες  σχέσεις μεταξύ τους .
Ρόλο καταλύτη σ  αυτή την...ειρηνική συνύπαρξη , ίσως έπαιξε η αγάπη και των δυό κοινωνιών για τ αμπέλι, την καλλιέργεια του οποίου είχαν ξεκινήσει  δυναμικά οι ντόπιοι από τις αρχές του 20 αιώνα και  στην οποία  οι Μικρασιάτες  ήταν αληθινοί μαστόροι ,αφού στον τόπο τους η σταφίδα είχε μακριά ιστορία και αποτελούσε  από χρόνια  το κύριο εξαγωγικό   προιόν . 

Εκτός όμως από την καλλιέργεια της σταφίδας ήταν και κάτι άλλο που συνέδεε τις δυο κοινωνίες.΄Η αγάπη τους για το Βενιζέλο, που στην περίπτωση των  προσφύγων έπαιρνε ενίοτε τη μορφή αληθινής λατρείας  Και δεν ήταν σπάνιες οι φορές ,όπου, στο εικονοστάσι των προσφυγικών σπιτιών υπήρχε   ...  συγκατοίκηση .Ο διοπτροφόρος δηλαδή και μουσάτος ''Λευτεράκης'' ,να βρίσκεται δίπλα-δίπλα   με τις αυστηρές μορφές των αγίων που οι Μικρασιάτες  είχαν κουβαλήσει μαζί τους-με κίνδυνο της ζωής τους πολλές φορές -  από τις μακρινές τους πατρίδες

Μεγαλοβδόμαδα λοιπόν του 1928 και μια 15χρονη προσφυγοπούλα πήγε με εντολή της μάνας της στη βρύση του χωριού ,  για να γεμίσει το λαήνι της νερό για την αυξημένη, λόγω των άγιων ημερών, ''λάτρα'' του σπιτιού.
Δεν είχε προλάβει να πογεμίσει το λαήνι, όταν έφτανε στη βρύση καβάλα στο γάιδαρο του, ένας νεαρός Αρχανιώτης,  που δεν το ήβρισκες αλλιώς παρά με το παρατσούκλι ''Νότος''.
Ο λόγος ήταν, γιατί όταν επρόκειτο να πάει με τον κύρη του  στη δουλειά -τεμπέλης καθώς ήταν- άρχιζε τις διαμαρτυρίες : ''που θα πάμε ,μπρέ πατέρα. Δε θωρείς πως φυσεί Νότος; σε λίγο θα βρέξει''. 

-Να μου δώσει θες, μπρε κοπελιά, μια στάλα νερό απ το λαήνι σου,για να μην κατεβαίνω απ το οζό, απούμαι κουρασμένος ; την παρακάλεσε.
-Το κορίτσι έμεινε αμίλητο για μερικές στιγμές και μετά ,χωρίς ούτε  να σηκώσει  τα μάτια της να τον κοιτάξει , έτεινε προς το μέρος του το μισογεμισμένο λαήνι.
Εκείνος το πήρε ,κατέβασε μερικές γερές γουλιές ,και της το έδωσε πίσω, ενώ με την ανάστροφη του χεριού του σκούπιζε τα χείλη του .
-Μάνα μου ,μπρε κοπελιά,δροσά  απούχει το σταμουνάκι σου, της πέταξε κόβοντας χαρακτηριστικά τη λέξη στην πρώτη συλλαβή, και ,γελώντας πονηρά, νημάτισε το γάιδαρο του να φύγει όσο πιο  γρήγορα γινόταν
.Η μικρή έγινε κατακόκκινη. Αναμπουμπούρισε το σταμνί για  να τ αδειάσει εντελώς, το ξαναγέμισε και  ολοφούρκιστη τράβηξε για το σπίτι ,όπου διηγήθηκε με το νι και με το σίγμα τα καθέκαστα  στη μάννα της  Σε λίγο, τα δυο αδέρφια της κοπέλας που κείνη την ώρα έτυχε να βρίσκονται στο σπίτι και άκουσαν το τι συνέβη ,ξαμολιόταν σα δαιμονισμένοι προς την κατεύθυνση της βρύση με ένα κοντοστύλιαρο στο χέρι ο καθένας, για να ''ξεπλύνουν'' την προσβολή.
Ένας άλλος νεαρός Αρχανιώτης που δεν είχε την παραμικρή σχέση με το συμβάν, είχε φθάσει εν τω μεταξύ στη βρύση με το γάιδαρο του και γέμιζε τις κανίστρες του . Πριν  προλάβει να πεί κουβέντα ,πριν καλα-καλά καταλάβει  τι συνέβαινε ,τα δυο εξαγριωμένα αδέρφια τον είχαν κάνει ...αλατσογύριστο..
-Που ναι μπρε ο άλλος ,ρώτησαν τον δαρμένο  ,όταν συνειδητοποίησαν το λάθος τους με την υπόδειξη της αδερφής τως, πού τρεχε ξεγλωσσισμένη πίσω τους
.Εκείνος έδειξε με το χέρι του κατά τσ Αρχάνες και τα δυο αδέρφια σαν τα κυνηγόσκυλα που πιάνουν στον αέρα τη μυρουδιά του λαγού, πήραν φρενιασμένα το ανηφορικό μονοπάτι.

Το ''Νότο''τον πρόλαβαν στα ''Καρυδάκια''κι αν δεν έμπαινε στη μέση ένας γερο-πρόσφυγας που ο λόγος του ''περνούσε''  στον προσφυγόκοσμο, θα τον είχαν σακατέψει στο ξύλο. Εφαγε πάντως τόσες, που από τότε ,
δεν ξαναφάνηκα στη βρύση ,αλλά ούτε και στη Σύλαμο. 

Το βράδυ μια ...αντιπροσωπεία από δυο -τρείς ηλικιωμένους Αρχανιώτες κατέφθασε στον πατέρα των αγοριών ,για να παραπονεθεί για το συμβάν και το άδικο ξύλο πούχε φάει ο ένας από τους δαρμένους.
Ποιος ήτονε μωρέ, ρώτησε τους ...πρεσβευτές ο πατέρας των ...στυλιαροφόρων, ένα ανθρώπινο κυπαρίσι με πρόσωπο κρυμμένο ,μέσα σε αγκαθωτά γένια και μουστάκια.
-Ο τάδε, του είπαν εκείνοι ,καλό κοπέλι ,θεόψυχα μου.
Κούνησε το κεφάλι του ο γέρος.Ε,ίντα να γενεί μωρέ παιδιά ,λάθος εκάμανε τα κοπέλια ,είπε . Είναι και μεγαλοβδόμαδα που  συχωριούνται τα ... αμαρτήματα .Ας πιούμε το λοιπόν μια και ας το ξεχάσομε.
Και γυρίζοντας στους δυο γιούς του που τον παράστεκαν αριστερα και δεξιά, τους είπε ψιθυριστά.:
-Καλά του εκάμετε μπρε .''Μπάτζακας''(δεξιός)είναι 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ