ΑΠΟΨΕΙΣ
Κι ένα τέταρτο μητέρας αρκεί για δέκα ζωές και πάλι κάτι θα περισσέψει..
Εγώ που σήμερα γιορτάζω και με γιορτάζουν, που είμαι μάνα και κόρη μαζί, που είμαι η μάνα που μεγαλώνει, που φοβάται, που φωνάζει τα πρέπει και τα μη κι η κόρη που λαχταρά να ελευθερωθεί
της Μαρίας Λιονάκη
Την πρώτη Κυριακή του Μαΐου έχει θεσμοθετηθεί να γιορτάζει το πρόσωπο που γεννά τη ζωή, που του οφείλουμε την ύπαρξη μας, το μεγάλωμά μας, τις αναμνήσεις, τα βιώματα της παιδικής μας ηλικίας, τα πρώτα συναισθήματα που νιώσαμε, τις πρώτες λεξούλες που ακούσαμε και είπαμε, αγάπη και στοργή. Όλα αυτά δηλαδή που πήραμε φεύγοντας, μεγαλώνοντας, μαζί μας, προίκα και εξοπλισμό και τα φυλάξαμε στο σεντούκι της ψυχής μας για τις δύσκολες ώρες…
Το πρόσωπο που μας έδωσε τα πάντα, ό,τι είχε κι ο,τι δεν είχε, χωρίς αντάλλαγμα, που γιάτρεψε την αρρώστια, τον πόνο, το φόβο, που ένιωσε την αγωνία, τη χαρά και την κούραση μας, που μοιράστηκε τα όνειρα, τα σχέδια και τις ελπίδες μας και που σίγουρα γιορτάζει κάθε μέρα στις ζωές όλων μας, έχουμε συμφωνήσει να γιορτάζουμε το μήνα αυτό της άνοιξης και των λουλουδιών, της αναγέννησης στη φύση. «Κι ένα τέταρτο μητέρας αρκεί για δέκα ζωές και πάλι κάτι θα περισσέψει που να το ανατρέξεις σε στιγμή μεγάλου κινδύνου» έγραψε ο Οδυσσέας Ελύτης για το πιο ιερό πρόσωπο της ζωής μας.
Γιορτή της μητέρας λοιπόν κι η σκέψη μου πηγαίνει πιο έντονα σήμερα στα Χανιά, στη μανούλα μου, την κυρά Ξανθίππη, που ζει εκεί, στο πατρικό μου σπίτι, το σπίτι που μεγάλωσα και έπαιξα μικρή, το άδειο σπίτι τώρα πια, με τις πολλές αναμνήσεις και τις πολλές φωτογραφίες...Το σπίτι με τα ολάνθιστα αυτή την εποχή λουλούδια, που είναι η δική της φροντίδα, παρέα, συντροφιά. Στην κυρά Ξανθίππη που περιμένει κάθε μέρα το τηλέφωνο της κόρης της και που μετρά το χρόνο, τα χρόνια της τώρα πια, με τις επισκέψεις των παιδιών, των εγγονιών της. Που δεν γνώρισε υπολογιστή, που δεν χάνει ούτε μια εκπομπή από την αγαπημένη της σειρά: «Μην αρχίζεις τη μουρμούρα», που δε βλέπει με καλό μάτι ότι κάνει η κόρη της γυμναστική, αλλά τι να πει… Στη μάνα που με βλέπει ακόμα παιδί και στη μάνα που είναι κι αυτή η ίδια τώρα πια παιδί, που κάποια πράγματα τα αμελεί και θέλει τη δική μου συμβουλή…. Που με βλέπει πάντα όμορφη, πάντα νέα, που μου έχει ένα σεντονάκι δίπλα, ακόμα και στον καύσωνα, μη χρειαστεί… που μου λέει ακόμα συνέχεια, φάε και φάε, όταν πηγαίνω, όπως, όταν ήμουν μικρή…. Στη μάνα που με σταυρώνει πριν βγω στο δρόμο και που αδειάζει τα ντουλάπια της κάθε φορά που φεύγω για να μου τα δώσει όλα…
Ο Νίκος Καζαντζάκης στο έργο του Αναφορά στον Γκρέκο λέει: «Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο. Καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να 'ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα».
Μαμά… Λέξη δισύλλαβη. Λέξη που την πρωτοακούς συλλαβιστά, χορωδιακά, που τη μαθαίνεις και τη λες πρώτη στη ζωή σου. Λέξη που θα παραμείνει πάντα πρώτη στη ζωή σου. Λέξη που σκορπίζει χαμόγελα και ευτυχία μόλις πρωτοακουστεί. Λέξη γλυκιά, τρυφερή. Έχει τον ήχο κουδουνίστρας σε βρεφικό χεράκι, την ήσυχη ανάσα νανουρισμένου, χορτασμένου, αποκοιμισμένου στο στήθος μωρού. Έχει χρώμα ροζ σαν τα μάγουλα και τα χειλάκια μικρού παιδιού και μυρίζει χαμομήλι ή γιασεμί. Λέξη με τέσσερα γράμματα, με τα οποία γράφεται ο κόσμος, όλες οι άλλες λέξεις. Λέξη που γεννά τη ζωή… Λέξη συνώνυμη με τις λέξεις αγάπη, προσφορά, φροντίδα, αφοσίωση, καλοσύνη, ευθύνη, υπομονή. Λέξη που αποκτά ενασχόληση χωρίς ωράριο, αυθόρμητη, όχι υποχρεωτική, που είναι κοπιαστική, αλλά δεν κουράζει. Ιδιότητα εφ’ όρου ζωής, ισόβια, τίτλος και αξίωμα τιμητικό, βραβείο που δίνει η ίδια η ζωή, αιώνιο χρέος. Είτε γεννά, είτε μεγαλώνει υιοθετημένο παιδί, είναι γι’ αυτό πάντα εκεί. Το ντύνει με την αγάπη της, κρατά απ’ το χέρι πιστά κι ευλαβικά τη ζωή του, ζεσταίνει με την ανάσα της το κρύο της ψυχής του, δικαιολογεί τα λάθη του, ξορκίζει δαίμονες και φόβους, συμβουλεύει, συγχωρεί… Στέκεται ως ηρωίδα μάνα, αφοσιώνεται απόλυτα στο άρρωστο παιδί, στο παιδί με ειδικές ανάγκες…
Μορφή καρτερική, ίδια αγγέλου πάνω από την κούνια μωρού παιδιού. «Ανασαίνει άραγε;» σκέφτεται κι ακούραστα παραφυλάει. Σκοπιά, εκεί! Φύλακας άγγελος, βρεφικής, παιδικής, ενήλικης ζωής. Από την πρώτη ανάσα ενός παιδιού ως την τελευταία δική της. Δίπλα, μαζί με το παιδί της. Να προλάβει μη στραβοκαταπιεί, μην πνιγεί αρχικά, μη ξεσκεπαστεί, μην κρυώσει, μην αρρωστήσει, τον πυρετό μην ανεβεί. Κι αν ανεβεί, να φροντίσει αμέσως να κατεβεί. Να πάρει τα φάρμακα σωστά, να κάνει τη δίαιτα που πρέπει στο παιδί, όπως την είπε ο γιατρός, να γιατρευτεί. Να είναι εκεί, μην πέσει και χτυπήσει μόλις μεγαλώσει λίγο, μην πονέσει, μη μείνει μόνο του στο σκοτάδι και φοβηθεί. Να γίνει καλός μαθητής, να μην προσβάλλει, μην προσβληθεί. Πότε ήταν μια σταλιά μικρό, τοσοδούλικο πλασματάκι, ανυπεράσπιστο, αδύναμο, αφημένο στη δική της φροντίδα και προσοχή, πότε μεγάλωσε… και τι όμορφο αγόρι που έγινε… Κοτζάμ άντρας! -Άλλαξε ο καιρός, παιδί μου κρύωσε… Να βάλεις το μπουφάν του, να ντυθείς! - Μα κάνει ζέστη… -Δεν ξέρεις εσύ ! Να φορέσεις κι εκείνο το πουλόβερ που σου έπλεξα που έχει χρώμα θαλασσί , σαν τα μάτια σου, που σου πάει πολύ… Να πάρεις μαζί σου και μια ομπρέλα… δεν ξέρεις, μπορεί να βρέξει πιο μετά, μη βραχείς. Και να έρθεις νωρίς… Θα έχω φτιάξει το αγαπημένο σου φαγητό, μην τρως συνέχεια έξω. Το σπιτικό φαγητό είναι καλό… Θα το βρεις ζεστό… κι αυτό το κέικ ή το γλυκό θα φτιάξω ή μάλλον και το κέικ και το γλυκό που σου αρέσει, με μπόλικη σοκολάτα, έτσι όπως το προτιμάς! Και κουλουράκια μυρωδάτα κανέλας θα φτιάξω για το πρωινό …Το γάλα σου να πίνεις κι όχι καφέ συνέχεια, θα σε πονέσει το στομάχι σου με τόσους καφέδες που πίνεις. Να σκεπάζεσαι τα βράδια… και μην περπατάς ξυπόλυτος. Μην ξενυχτάς, το ξενύχτι δεν κάνει καλό… Και μην πίνεις ποτά έξω, δεν ξέρεις τι βάζουνε μέσα … Τις παρέες σου πρόσεχε παιδί μου! Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι καλοί. Και πως οδηγείς… Και μην ξεχνάς το στόχο σου, να διαβάζεις, να σπουδάσεις, να βρεις μια καλή δουλειά, όταν μεγαλώσεις… Να βρεις κι ένα σωστό άνθρωπο να παντρευτείς. Να κάνεις οικογένεια, μη μείνεις μόνος σ’ αυτή τη ζωή. Εγώ θα πεθάνω μια μέρα…
Εσύ δε θα πεθάνεις! Λέει ο γιος στη μάνα στην ποίηση του Μιχάλη Γκανά.
«-Μάζεψε τη φωτιά.
-Πεθαίνουν οι μανάδες; Δεν πεθαίνουν.
–Όχι. Κοίταξε μην καείς.
–Κι η μάνα του Νικόλα γιατί πέθανε;
-Ήταν άρρωστη πόναγε η καημένη.
-Κι εσένα που σε πόναγε το δόντι;
-Άλλο το δόντι. Δεν πέθανε κανένας από δόντι.
Σύρε να παίξεις.
-Δε θέλω. Θέλω να μην πεθάνεις.
–Μπα σε καλό σου…»
Αφιέρωμα στη μάνα έχει σήμερα ο ραδιοφωνικός σταθμός. Τρυφερές νότες σκορπίζει στο δωμάτιο η φωνή, η αισθαντική της Τάνιας Τσανακλίδου. Ενός τραγουδιού που κάθε φορά που το ακούω με κάνει να συγκινηθώ. «Μαμά, πεινάω μαμά, φοβάμαι μαμά, γερνάω μαμά. Και τρέμω να ’μαι αυτό που χρόνια ανησυχείς: Ωραία, νέα κι ατυχής…»
Κι όπως ακούω, αυτούς τους στίχους, στο ραδιόφωνο, του αγαπημένου μου τραγουδιού νιώθω να ταυτίζομαι, νιώθω για άλλη μια φορά ότι με εκφράζουν… Εγώ που σήμερα γιορτάζω και με γιορτάζουν, που είμαι μάνα και κόρη μαζί, που είμαι η μάνα που μεγαλώνει, που φοβάται, που φωνάζει τα πρέπει και τα μη κι η κόρη που λαχταρά να ελευθερωθεί, να γίνει ακατάστατη κι απρόσεκτη, ανέμελη, πάλι παιδί, να πάψει να τα νοιάζεται όλα και να τα προλαβαίνει όλα… Εγώ που μεγάλωσα και δεν πιστεύω πια στα παραμύθια που άκουγα, όταν ήμουν μικρή, εγώ που τώρα ζω τον απόλυτο ρεαλισμό μιας απάνθρωπης εποχής και μιας απαιτητικής ζωής νιώθω σήμερα, στη γιορτή της μητέρας την ανάγκη να ξεχαστώ για λίγο, να παρηγορηθώ με ένα παραμύθι μητρικό. Που να μη μιλά όμως για δράκους, λύκους, μάγισσες, κακές μητριές , αλλά για βασιλοπούλες και βασιλόπουλα ευτυχισμένα, για πριγκίπισσες, παλάτια κι άμαξες που καλπάζουν στη φύση με ανέφελο καιρό, για ένα χρυσό γοβάκι, για ένα χρυσό ραβδάκι που θα μεταμορφώσει, θα μαγέψει τον κόσμο, θα ξορκίσει το κακό με ένα τέλος, σαν κι αυτό: « Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…», όλα τα χρόνια, τα πολλά, τα καλά… Μανούλες Χρόνια μας πολλά!