ΑΠΟΨΕΙΣ
Και πάλι για το ΚΙΝΑΛ
«Το φως κυνηγημένο από τα μάτια μας έχει καταφύγει κάπου στα κόκκαλα μας Το κυνηγούμε κι εμείς να του αποκαταστήσουμε το στέμμα» (Ρενέ Σαρ, ‘Σελίδες Ύπνου).
Του Σίμου Ανδρονίδη
Μία ενδιαφέρουσα συνάντηση, διαδικτυακού τύπου, πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 28 Φεβρουαρίου, μεταξύ πολιτικών προσώπων που πρόσκεινται στην Ανανεωτική Αριστερά και στις Κινήσεις Πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία, που εν προκειμένω, υποστηρίζουν το εγχείρημα του Κινήματος Αλλαγής.
Για την ακρίβεια, τμήματα της πάλαι ποτέ Δημοκρατικής Αριστεράς,[1] από κοινού με τις Κινήσεις Πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία, συνιστούν συνιστώντα μέρη του Κινήματος Αλλαγής, μαζί με το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ), με το Κίνημα Αλλαγής να έχει καταστεί η πλέον οργανωμένη και μαζική έκφραση της κεντροαριστεράς εν Ελλάδι.
Η συζήτηση, στην οποία και συμμετείχαν ομιλητές από τους συγκεκριμένους χώρους, όπως και ο γραμματέας οργανωτικού του Κινήματος Αλλαγής Στέφανος Παραστατίδης, περιστράφηκε γύρω από τους εξής άξονες: Από τα ζητήματα, ή αλλιώς, με μία δόκιμη πολιτική ορολογία από τα προτάγματα που θέτει η συγκυρία της πανδημικής κρίσης και η διαχείριση της σε εγχώριο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Από την ιδιαίτερη εστίαση σε επιμέρους θέματα που άπτονται της οργάνωσης και της αναπαραγωγής του κομματικού-πολιτικού συστήματος και της δημόσιας διοίκησης, εάν και σε αυτή την περίπτωση, δεν λείπει μία προσέγγιση που τείνει μονοσήμαντα έως απλοϊκά προς την κατεύθυνση του λεγόμενου ‘ελληνικού εξαιρετισμού.’
Από τους τρόπους με τους οποίους το Κίνημα Αλλαγής, που ιδίως αυτή την περίοδο αποδίδει ιδιαίτερη έμφαση στην Κοινοβουλευτική του παρουσία, καταθέτοντας μία σειρά προτάσεων, θα κατορθώσει να αφουγκρασθεί τις τάσεις της εποχής, ενσωματώνοντας τες στη διαμόρφωση μίας σύγχρονης Σοσιαλδημοκρατικής πρότασης που στο βωμό της πάση θυσία διαφοροποίησης δεν θα θυσιάζει το πρακτικό στοιχείο ή αλλιώς, τις πρακτικές λύσεις. Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την όλη συζήτηση γόνιμη και πολιτικά αλλά και θεωρητικά, παραγωγική, στο βαθμό που και ετέθησαν ζητήματα που άπτονται των προεκτάσεων της πανδημίας η οποία και λειτούργησε και λειτουργεί (εμμένουμε σε έναν παροντικό χρόνο), και ως επιταχυντής εξελίξεων αλλά και ως ‘ανατροπέας’ πρακτικών και παραδεδεγμένων πολιτικών, οικονομικών και πολιτισμικών αξιών, αλλά και συγκροτεί μία βάση για την περαιτέρω επεξεργασία όλων όσων συζητήθηκαν διεξοδικά.[2]
Σε αυτό το πλαίσιο, τις κατατεθειμένες προτάσεις μπορεί να τις αξιοποιήσει πολιτικά και κοινοβουλευτικά το Κίνημα Αλλαγής, εμπλουτίζοντας τις ήδη διαμορφωθείσες θέσεις του, κύρια εάν το κόμμα επιθυμεί να αντιμετωπίσει έμπρακτα μορφές του σύγχρονου κοινότοπου λόγου που ένα χαρακτηριστικό του οποίου, είναι η επίκληση της ‘θυσίας,’ καθώς και να διεκδικήσει το ίδιο το κόμμα το ‘κάτι παραπάνω’ από τον εαυτό του. Εδώ εντοπίζουμε ένα κρίσιμο σημείο που σχετίζεται και με την παραπάνω συζήτηση και με την παρουσία του Κινήματος Αλλαγής στο κοινωνικό-πολιτικό γίγνεσθαι. Και ποιο είναι αυτό;
Είναι το σημείο της μετατροπής του κόμματος σε κόμμα ‘υψηλών προσδοκιών’ που δεν θα διστάζει να ανοίγει ζητήματα, ακόμη και θεωρούμενα ως δύσκολα ζητήματα, να καυτηριάζει κακώς κείμενα και να διευρύνει ή αλλιώς, να ανοίγει κατά τι την βεντάλια των θέσεων και των προγραμματικών επεξεργασιών του, ωθώντας έτσι, όχι μόνο τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις να τοποθετηθούν, αλλά και μερίδες κοινωνικές τάξεων να σπεύσουν να αξιολογήσουν αυτές τις θέσεις-προτάσεις.
Θέσεις-προτάσεις για την εξέλιξη και την διαχείριση της πανδημίας, για την ενίσχυση και αναβάθμιση των δημόσιων δομών υγείας, καθώς και για την δια-συνδεσιμότητα των επιμέρους τμημάτων του. Για την μετεξέλιξη της εκπαίδευσης προς την κατεύθυνσης λειτουργίας της ως ενός κινητήριου μοχλού για την επίτευξη μίας και νέας κοινωνικής κινητικότητας. Για την διαμόρφωση ενός διαφορετικού παραγωγικού μοντέλου με ευδιάκριτες οικολογικές αποχρώσεις.
Για την ποιοτική ενίσχυση του κοινοβουλευτικού ως της καθαυτό θεσμικής μνήμης της δημοκρατίας αλλά και της Τρίτης ελληνικής δημοκρατίας. Για την αντιμετώπιση των διευρυμένων κοινωνικών[3]-ταξικών ανισοτήτων (θα λέγαμε και εκπαιδευτικών), μέσω της θέσπισης σε λειτουργία μηχανισμών αναδιανομής του κοινωνικά παραγόμενου πλούτου. Για την θέση της Ελλάδας εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης (με αφορμή και το ταμείο ανάκαμψης), και της ευρύτερης περιφέρειας της, πλαίσιο στο οποίο το Κίνημα Αλλαγής υστερεί, αδυνατώντας να αναδείξει κρίσιμα όσο καινοτόμα σημεία.[4]
Και αυτές μόνο κάποιες ενδεικτικές θέσεις Κιναλίτικου ενδιαφέροντος για το παρόν, με το ζητούμενο να παραμένει, πέραν του ‘παντρέματος’ της Σοσιαλδημοκρατίας με τμήματα της Ανανεωτικής Αριστεράς και το πως αυτή επιτελείται, και η μείξη θεωρητικών επεξεργασιών και μαχόμενης πολιτικής που δεν κλείνει μάτια και αυτιά. Υπό το πρίσμα συγκρότηση μίας νέας Σοσιαλδημοκρατίας.
[1] Πολιτικά όσο και θεωρητικά, μπορούμε να σημειώσουμε πως το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς, που μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2012, κατάφερε να εκπροσωπηθεί και στο Κοινοβούλιο, συμμετέχοντας σε δεύτερο επίπεδο και στην κυβέρνηση συνεργασίας που συμπεριελάμβανε επίσης την Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, εκφράζοντας, αρκετό χρόνο πριν από την άνοδο του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ), στην κυβερνητική εξουσία, μία πρώιμη εκδοχή της κυβερνώσας Αριστεράς. Η Δημοκρατική Αριστερά δεν κατάφερε να αποκτήσει βαθύτερες κοινωνικές και πολιτικές ρίζες, όπως και ένα ιδιαίτερο επίπεδο οργανωτικής ανάπτυξης, όντας ευεπίφορη και σε πολιτικοϊδεολογικές πιέσεις και πλαγιοκοπήσεις αλλά και στις αντιφάσεις και αντιθέσεις της βαθιάς κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής κρίσης, φθάνοντας έως του σημείου της τριχοτόμησης: Ένα κομμάτι της, ανοιχτό προς τις διεργασίες και τις εξελίξεις στην Κεντροαριστερά, η αλλιώς, στην εγχώρια Σοσιαλδημοκρατία (ΠΑΣΟΚ), προσέγγισε το εν ευρεία πολιτική εννοία εγχείρημα του Κινήματος Αλλαγής, επιδιώκοντας να συμβάλλει στην επανεκκίνηση του. Ένα δεύτερο τμήμα, που είχε καταβολές στο Μεταπολιτευτικό ρεύμα του ευρω-κομμουνισμού και της Ανανεωτικής Αριστεράς, είδε με θετικούς όρους και το κυβερνητικό πείραμα του ΣΥΡΙΖΑ και περισσότερο τον μνημονιακού τύπου, μετασχηματισμό του, ενώ παράλληλα, ένα τρίτο κομμάτι, κομμάτι βάσης, θα το χαρακτηρίζαμε, προτίμησε την ιδιώτευση και την αποστασιοποίηση, όχι όμως την παραίτηση. Με άλλα λόγια, η Δημοκρατική Αριστερά, δεν κατάφερε να λειτουργήσει ως ένα ιδιαίτερος κομματικός-πολιτικός ‘game changer’ εν καιρώ κρίσης. Στην ανάλυση του Ευθύμη Παπαβλασόπουλου, η Δημοκρατική Αριστερά, αποτελεί κόμμα «συστημικού προσανατολισμού». Βλέπε σχετικά, Παπαβλασόπουλος Ευθύμης, ‘Μετατοπίσεις στο ελληνικό κομματικό σύστημα: Από το ενιαίο μαζικό κόμμα του κράτους στο κόμμα «εκτάκτου εθνικής ανάγκης»;, στο: Γεωργαράκης Ν.Γ.,- Δεμερτζής Ν., (επιμ.), ‘Το Πολιτικό πορτραίτο της Ελλάδας. Κρίση και η αποδόμηση του πολιτικού,’ Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών/ Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2015, σελ. 160-161.
[2] Ο Θόδωρος Μαργαρίτης, παλαιό μέλος της Ανανεωτικής Αριστεράς και νυν στέλεχος του Κινήματος Αλλαγής, κομίζει ένα σχετικά ευρύ φάσμα προτάσεων που καταγωγικά από το πολιτικοϊδεολογικό οπλοστάσιο της Μεταπολιτευτικής Αριστεράς, με τις προτάσεις αυτές να φέρουν τα χαρακτηριστικά της μεταρρυθμιστικής τομής: «Η παράταξη της Σοσιαλδημοκρατίας ιστορικά είναι η ανοιχτόμυαλη παράταξη της διαρκούς ανανέωσης. Η ικανότητα να προσαρμόζεται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες είναι το σημαντικό όπλο της. Σύγχρονη πολιτική ατζέντα είναι η στήριξη στο κοινωνικό κράτος, η αντιμετώπιση των κοινωνικών ανισοτήτων, η Ανοιχτή Κοινωνία, ο χωρισμός Εκκλησίας – Κράτους, το σταθερό μέτωπο στον εθνικισμό». Ιδίως οι δύο τελευταίες προτάσεις θεωρούμε πως θα μπορούσαν να αποτελέσουν ‘σταθερά’ για ένα κόμμα και δη ένα Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που επιδιώκει να βρει και να αφήσει το πολιτικό του ‘στίγμα.’ Μία πρόταση χωρισμού της Εκκλησίας από το Κράτος θα μπορούσε να συμβάλλει στην πλαγιοκόπηση τόσο της Νέας Δημοκρατίας όσο και του ΣΥΡΙΖΑ, να επανασυνδέσει το Κίνημα Αλλαγής και με την μεταρρυθμιστική παράδοση του ΠΑΣΟΚ και με τις θέσεις τμημάτων της Αριστεράς που δεν αποστρέφονται λογικές ενός ‘προωθητικού μεταρρυθμισμού,’ διευρύνοντας παράλληλα τις δυνατότητες επικοινωνίας του Κινήματος με ψηφοφόρους που και ομνύουν στο χώρο του κέντρου και το πράττουν αυτό με πολιτικούς-προγραμματικούς και ιδεολογικούς όρους. Το κέντρο που έχει ενσκήψει στον πολιτικό ανταγωνισμό την τελευταία περίοδο, δεν αποτελεί αφηρημένη έννοια αλλά, αντανάκλαση των βαθύτερων διαιρετικών τομών της τελευταίας πολιτικής-ιστορικής περιόδου, που όπως έδειξε και το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών του Ιουλίου του 2019, αξιοποίησε η Νέα Δημοκρατία, μετουσιώνοντας τις τομές αυτές σε μία σειρά παράλληλα προτάσεων και αναφορών. Όμως το Κέντρο και για κόμματα όπως το Κίνημα Αλλαγής, δεν είναι χαμένη υπόθεση. Βλέπε σχετικά, Γκρήγκοβιτς Ελένη, ‘ Διαδικτυακή εκδήλωση Ανανεωτικής Αριστεράς και Κινήσεων Πολιτών: Όσα συζητήθηκαν για πανδημία και ΚΙΝΑΛ,’ Εφημερίδα ‘Πρώτο Θέμα,’ 01/03/2021, https://www.protothema.gr/politics/article/1100072/diadiktuaki-ekdilosi-ananeotikis-aristeras-kai-kiniseon-politon-osa-suzitithikan-gia-pandimia-kai-kinal/
[3] Εν καιρώ πανδημίας, ζητούμενο δεν είναι μόνο η «ενίσχυση του κοινωνικού κράτους», όπως τονίζει ρητά η Μαρία Στρατηγάκη, αλλά η ανα-συγκρότηση του με τρόπο θα το καθιστά κοινωνικά στιβαρό και ‘θεραπευτικό,’ υπό την έννοια ό,τι θα ενσωματώνει στον καταστατικό του πυρήνα, και το ‘προλαμβάνειν’ (πολιτική πρόληψης), αλλά και την άμβλυνση και μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, που αναπαράγονται και εντός μίας κοινωνικής τάξης. Βλέπε σχετικά, Γκρήγκοβιτς Ελένη, ‘ Διαδικτυακή εκδήλωση Ανανεωτικής Αριστεράς και Κινήσεων Πολιτών: Όσα συζητήθηκαν για πανδημία και ΚΙΝΑΛ…ό.π.
[4] Κοντολογίς, το Κίνημα Αλλαγής, φαίνεται να μη έχει καταστήσει ξεκάθαρο το πως αυτό αντιλαμβάνεται την διαδικασία της ενίσχυσης και εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης, εκεί όπου σε αυτό το πλέγμα θα συμπεριλάβουμε και την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική άμυνας της Ένωσης, το πως προσλαμβάνει την σειρά συμμαχιών που αναπτύσσονται στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, και στις οποίες συμμετέχει η Ελλάδα, όπως επίσης, και το πως προσεγγίζει το περιεχόμενο του μετα-ψυχροπολεμικού περιφερειακού και ευρύτερου γεω-πολιτικού ανταγωνισμού. Στη βάση αυτών, τίθεται η μη πειστική υπεράσπιση των επιτευγμάτων της εξωτερικής πολιτικής των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ. Και ιδίως αυτών της εκσυγχρονιστικής του περιόδου.