ΑΠΟΨΕΙΣ
Η Μνήμη που όλο περίμενε εξόριστη
Στον Τελευταίο Αυτοκράτορα, όπως τον έταξε άλλωστε η Ιστορία, αρμόζει η Via Dolorosa, ο Σταυρός, ο Γολγοθάς.
Του ΚΩΣΤΗ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗ
Αναμφίβολα η πρόσφατη ανακοίνωση της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας της Κρήτης, για την πρωτοβουλία της να κατασκευάσει στην πόλη του Ηρακλείου με αφορμή τη συμπλήρωση των 200 χρόνων από την Εθνική Παλιγγενεσία και την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, τον ανδριάντα του τελευταίου Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου, είναι κάτι που δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο και την τιμά σφόδρα.
Είναι μια αναγκαία για τους χαλεπούς καιρούς παρέμβαση που έχω την εντύπωση ότι δεν αναδείχτηκε όσο θα έπρεπε είτε από την ίδια, είτε από την κοινωνία της Κρήτης. Ωστόσο, αυτή η ύψιστη πράξη συμβολισμού και συμβολής στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης από την κορυφαία πνευματική ηγεσία του τόπου, έρχεται με καθυστέρηση ενός και πλέον αιώνα. Τουλάχιστον από την Ένωση του νησιού με την Ελλάδα.
Από τότε έπρεπε στην πόλη του Μεγάλου Κάστρου να δεσπόζει το άγαλμα του τελευταίου Ρωμαίου Αυτοκράτορα «για να περνά το βλέμμα του λίγο πιο πάνω απ’ τους ανθρώπους» όπως έγραψε γι’ Αυτόν στο «Θάνατο και την Ανάστασή Του» ο νομπελίστας μας που γεννήθηκε εδώ στην ίδια πόλη. Αλλά και ο παγκόσμιος Κρητικός μας, στην ομώνυμη τραγωδία του το 1944. Έστω και με καθυστέρηση ενός και πλέον αιώνα, η Ιεραρχία του νησιού αναγνωρίζοντας τα λόγια του Μεγάλου Βασιλείου ότι «μνήμη εστίν η του γνωσθέντος τήρησις· ανάμνησις, η του απελθόντος ανάληψις» επανορθώνει μια δεσπόζουσα παράλειψη της Ρωμιοσύνης και του παρελθόντος της, από τους ταγούς της κοσμικής αλλά και της πνευματικής εξουσίας. Και αλλοίμονο σ’ έναν λαό που εξοστρακίζει τη Μνημοσύνη του. Κι ας εξέπεσε αυτή η Μνημοσύνη στην επικράτεια της ανάμνησης.
Φαντάζομαι τον ανδριάντα «Αυτού του τελευταίου Έλληνα» να ορθώνεται βγαλμένος σαν από θρηνητικό συναξάρι και ατενίζοντας κατά το Κρητικό Πέλαγος, «να κρατάει τα γκέμια ενάντια στους καιρούς, σαν ζόρικο και πηδηχτό βαρκάκι» εκεί στην Πύλη του Προμαχώνα του Αγίου Ανδρέα. Της «Κερκόπορτας» του Μεγάλου Κάστρου, απ’ όπου μπήκε θριαμβευτής πριν από 350 χρόνια ο Κιοπρουλής Φαζίλ Αχμέτ Πασάς, παραδίνοντας ο Φρ. Μοροζίνη τη λαβωμένη και προδομένη από τους «συμμάχους» της από τη Δύση πόλη, μετά από την 23χρονη επική πολιορκία. Όμοια, παράλληλα ιστορικά συμβάντα, που πρέπει να μας διδάσκουν και να μας προβληματίζουν σήμερα.
Στον Τελευταίο Αυτοκράτορα, όπως τον έταξε άλλωστε η Ιστορία, αρμόζει η Via Dolorosa, ο Σταυρός, ο Γολγοθάς. Αρμόζουν οι Κερκόπορτες. Σ’ αυτές, που τις ώρες τις Έσχατες, γίνονται πανανθρώπινα και υπέρτατα Σύμβολα υπεράσπισης Τιμής και Χρέους. Γίνονται Θερμοπύλες.
Τώρα ίσως μπροστά στα δύσκολα «που ‘χουμε με χίλιους να παλέψουμε, χώρια με τη μοναξιά μας» νοιώθουμε την ανάγκη από Σύμβολα που αφήσαμε τη σκόνη του χρόνου να απαξιώσει, να φθείρει, να εκποιήσει. Άλλωστε σε καιρούς παρακμής, ακόμη και για τους λαούς, η Μνημοσύνη έστω και με τη μορφή της ανάμνησης είναι η γειτόνισσα των τύψεων.
Κυρίως όμως για τις πνευματικές και κοσμικές τους ηγεσίες που εγείρονται ξανά όρθιες και υπεύθυνες από «οράματα της Δαμασκού».
Ποτέ δεν είναι αργά.