Η Μάχη της Κρήτης στον τομέα του Ηρακλείου

Μύρων Μιχ. Ξυλούρης
Μύρων Μιχ. Ξυλούρης

Στις 15:00 της 20ης Μαΐου 1941 πενήντα αεροπλάνα ξεκίνησαν σφοδρούς βομβαρδισμούς και πυροβολισμούς, προκαλώντας μεν σοβαρές καταστροφές στην πόλη του Ηρακλείου

Του Μύρωνα Ξυλούρη

Η Μάχη της Κρήτης αποτέλεσε την τελευταία πράξη του πολεμικού δράματος μετά την ολοκληρωτική κατάληψη της Ελλάδας από τα Γερμανό-Ιταλικά στρατεύματα. Οι αμυνόμενες Ελληνοβρετανικές δυνάμεις που βρίσκονταν στην Κρήτη με πενιχρό οπλισμό κατάφεραν στο δεκαήμερο σκληρό αγώνα που έδωσαν, να προκαλέσουν σοβαρά πλήγματα στο “εκλεκτό” Γερμανικό Σώμα των Αλεξιπτωτιστών. Οι απώλειες αυτές ήταν τόσο μεγάλες ώστε μετά την κατάληψη της Κρήτης, κατά διαταγή του Χίτλερ οι επίλεκτες γερμανικές μονάδες Αλεξιπτωτιστών μετατράπηκαν σε μονάδες κανονικού στρατού και ουδέποτε τόλμησαν μέχρι το πέρας του πολέμου να πραγματοποιήσουν ξανά μια τέτοιου είδους πολεμική επιχείρηση. 

Η άμυνα στον τομέα του Ηρακλείου είχε ανατεθεί στην 14η Βρετανική Ταξιαρχία υπό την αρχηγία του Ταξίαρχου Chappelle (Τσάπελ), αποτελούμενη από το 2ο Τάγμα Μαύρης Φρουράς, το 2/4 Αυστραλιανό Τάγμα, το 2ο Τάγμα Υόρκης και Λάγκαστερ και το 2ο Τάγμα του Λέϊτσερ. Στο Ηράκλειο επίσης έδρευε η 2α Στρατιωτική Διοίκηση Κρήτης υπό τον Υποστράτηγο Λιναρδάκη Μιχαήλ και οι Ελληνικές δυνάμεις του 3ου Στρατιωτικού Διαμερίσματος υπό τον Συνταγματάρχη Παπαθανασόπουλο Χαρ. Οι Ελληνικές δυνάμεις ήταν υπαγόμενες στον Βρετανό Ταξίαρχο.  

Οι αμυντικές αυτές δυνάμεις είχαν κατανεμηθεί σε δύο συγκροτήματα, το ανατολικό που αποτελούνταν από μονάδες της 14ης Βρετανικής Ταξιαρχίας και είχε ως σκοπό την υπεράσπιση του αεροδρομίου και του λιμανιού του Ηρακλείου και το δυτικό συγκρότημα που αποτελούνταν από τις Ελληνικές δυνάμεις το οποίο είχε ως αποστολή την προστασία της πόλης του Ηρακλείου. Στις δυνάμεις αυτές ανήκαν το Έμπεδο Τάγμα Ηρακλείου, το 7ο Ελληνικό Σύνταγμα Πεζικού, το 3ο Ελληνικό Σύνταγμα Πεζικού και η 234η Μοίρα Πυροβολικού. Το δυτικό συγκρότημα βρισκόταν σε καίρια σημεία εντός της πόλης, επίσης στα δυτικά τείχη της πόλης του Ηρακλείου μέχρι τον ποταμό Γιόφυρο και δυτικά αυτού καθώς και νότια της Θερίσου μεταξύ των οδών Ηρακλείου - Κνωσσού και Ηρακλείου - Φοινικιάς με σταθμό διοικήσεως στον Μασταμπά. Επιπλέων μια διλοχία του 7ου Ελληνικού Συντάγματος κατόπιν εντολής του Ταξίαρχου Τσάπελ εγκαταστάθηκε στις 19-5-1941 στο Κακό Όρος, ενώ τις απογευματινές ώρες της ίδιας ημέρας αποβιβάσθηκε στο Τυμπάκι το Σκωτικό 2ο Τάγμα Πεζικού των Άρτζυλ και Σάττερλαντ. Στις Ελληνικές Δυνάμεις πρέπει να προστεθούν και πλήθος άοπλων πολιτών από τα γύρω χωριά της πόλης του Ηρακλείου, οι οποίοι εθελοντικά συμμετείχαν στην επική αυτή μάχη. Οι μόνοι πολίτες που είχαν προμηθευτεί με οπλισμό από τον αντιστασιακό αρχηγό Αντώνη Γρηγοράκη ή Σατανά, ήταν 300 Κρουσανιώτες.  

Οι γερμανικές δυνάμεις για την κατάληψη της πόλης, του αεροδρομίου και του λιμανιού του Ηρακλείου διέθεσαν το 1ο Σύνταγμα Αλεξιπτωτιστών υπό την διοίκηση του Συνταγματάρχη Brauer (Μπρόγερ). Το σχέδιο των Γερμανών ήταν προπαρασκευαστικός συνεχής βομβαρδισμός διάρκειας μίας ώρας και έπειτα η ρίψη αλεξιπτωτιστών. 

Στις 15:00 της 20ης Μαΐου 1941 πενήντα αεροπλάνα ξεκίνησαν σφοδρούς βομβαρδισμούς και πυροβολισμούς, προκαλώντας μεν σοβαρές καταστροφές στην πόλη του Ηρακλείου αλλά με μηδαμινά δε αποτελέσματα στους υπερασπιστές της. Στις 16:00 κατέφθασαν οι πρώτοι μεταφορικοί σχηματισμοί και ξεκίνησαν τις πρώτες ρίψεις Γερμανών αλεξιπτωτιστών. Λόγω όμως καθυστέρησης απογειώσεως των μεταφορικών αεροπλάνων από την ηπειρωτική Ελλάδα, η ρίψη αλεξιπτωτιστών διήρκεσε μέχρι τις 19:00 μ.μ και η από αέρος υποστήριξη των αλεξιπτωτιστών δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί κατά την προσγείωση. Τα βομβαρδιστικά αεροπλάνα είχαν αναχωρήσει από τις 17:15 λόγω εξαντλήσεως των καυσίμων και αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλοί αλεξιπτωτιστές να φονευθούν πριν καν να φθάσουν στο έδαφος. Ο οπλισμός των φονευθέντων Γερμανών περιήλθε στους άοπλους Έλληνες και ο αγώνας έπαυε πλέον να είναι άνισος από πλευράς οπλισμού. Οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές που έπεσαν δυτικά και νότια του αεροδρομίου, εξοντώθηκαν οι περισσότεροι (περίπου 300 οπλίτες και 12 αξιωματικοί), οι επιζώντες περί τους 70 συγκεντρώθηκαν στο ύψωμα 182 (νοτιοανατολικά του αεροδρομίου). Οι υπόλοιποι αλεξιπτωτιστές με τον διοικητή Μπρόγερ συγκεντρώθηκαν δυτικά του Ηρακλείου, στην περιοχή Γούρνες. Οι μάχες συνεχίστηκαν και κατά την διάρκεια της νύχτας με τους Γερμανούς να έχουν άνω τους χίλιους νεκρούς.  

Την επομένη 21 Μαΐου και ώρα 9:00 συνεχίστηκαν οι βομβαρδισμοί και οι ρίψεις αλεξιπτωτιστών. Ο Γερμανός ταγματάρχης Σούλτζ εξαπέλυσε επίθεση στην πόλη του Ηρακλείου γύρω στις 10:00 το πρωί διεισδύοντας εντός των τειχών της πόλης σε δύο ομάδες. Η μια ομάδα Γερμανών κατόρθωσε να εισβάλει στην πόλη του Ηρακλείου από το σημείο που βρίσκεται πλησίον της θάλασσας και λίγο παρακάτω από τη Χανιόπορτα. Ο Σατανάς με την ομάδα του που βρισκόταν πλησίον, έδωσε σκληρή μάχη εξοντώνοντας τους περισσότερους Γερμανούς στη λεωφόρο που οδηγεί από τη Χανιόπορτα στη θάλασσα (σημερινή οδός “Αρχιεπισκόπου Μακαρίου”). Κάποιοι από την ομάδα των Γερμανών στην προσπάθεια τους να γλιτώσουν το μένος του Σατανά και της ομάδας του οχυρώθηκαν μέσα σ’ ένα κατάστημα που υπήρχε πάνω στη λεωφόρο. Ο Σατανάς μετά από ώρα σκληρής μάχης κατάφερε και τους εξολόθρευσε. Οι μάχες κράτησαν μέχρι αργά το βράδυ με μεγάλες απώλειες και από τις δύο πλευρές. Ο ταγματάρχης Σούλτζ κατά την διάρκεια της νύχτας κατάφερε με την ομάδα του, περί τα πεντακόσια άτομα, να ανασυνταχθεί και να στρατοπεδεύσει στις περιοχές Τσαλικάκι - Σταυρωμένος. Στις μάχες που πραγματοποιήθηκαν εκείνη την ημέρα μεταξύ των Ελλήνων νεκρών ήταν ο ταγματάρχης Τζουλάκης Μιχαήλ, ο ανθυπολοχαγός Μανωλαράκης Ιωάννης και ο υπολοχαγός Μαρινέλης Ιωάννης. Από την 20η Μαΐου μέχρι το βράδυ της 22ας ετάφησαν περίπου 300 Έλληνες και 950 Βρετανοί, ενώ πλείστοι παρέμειναν άταφοι επειδή βρίσκονταν σε σημεία πλησίον των γερμανικών στρατευμάτων. 

Οι αλλεπάλληλοι βομβαρδισμοί, οι ρίψεις αλεξιπτωτιστών και οι μάχες συνεχίστηκαν σε έντονο βαθμό και τις επόμενες ημέρες. Την νύχτα της 26ης με 27η Μαΐου, ο Βρετανός ταξίαρχος Τσάπελ βλέποντας ότι ο εχθρός ενισχύεται καθημερινά έστειλε σήμα στο Γενικό Στρατηγείο του Καΐρου, στον στρατηγό Φρέϋμπεργκ, ενημερώνοντας τον για την παρούσα κατάσταση. Το Στρατηγείο διέταξε “εκκένωσις”, εντολή την οποία ο Τσάπελ κοινοποίησε  μόνο στους Βρετανούς και όχι στα Ελληνικά τμήματα τα οποία μάλιστα διέταξε να προβούν σε επιθέσεις όπου επιτρέπεται. Ο μόνος από την Ελληνική πλευρά που έμαθε για την αναχώρηση των Βρετανών ήταν ο Σατανάς. Το βράδυ της 28ης Μαΐου ο Σατανάς μετέβηκε στο στρατηγείο της 14ης Ταξιαρχίας και ζήτησε οπλισμό για την συνέχιση του αγώνα. Ο Βρετανός στρατιωτικός ιστορικός Αntony Beevor είπε χαρακτηριστικά: «Εκείνο το τελευταίο βράδυ ο φίλος του J. Pendlebury, ο Σατανάς, ο αντάρτης καπετάνιος από τον Κρουσώνα, εμφανίστηκε ξαφνικά στη σπηλιά που οι στρατιώτες κατέστρεφαν εφόδια και οι αξιωματικοί έκαιγαν έγγραφα. Η φήμη για την εκκένωση είχε φτάσει με κάποιο τρόπο στους αντάρτες, όχι όμως και στις ελληνικές μονάδες, για τις οποίες είχε αποφασιστεί στην Αλεξάνδρεια ότι δεν υπήρχε αρκετός χώρος στα πολεμικά πλοία. Ο ασπρομάλλης Σατανάς, μια δραματική και εντυπωσιακή φιγούρα με την κρητική του ενδυμασία, οδηγήθηκε στον ταξίαρχο Chappel». Ο Chappel παρέδωσε τον οπλισμό που διέθετε στο Σατανά, ο οποίος τον μετέφερε στον Κρουσώνα και μοιράστηκε στους αντιστασιακούς αγωνιστές που ορκίστηκαν την συνέχιση του ένοπλου αγώνα προς τον Γερμανό κατακτητή 

Στις 23:30 της 28ης Μαΐου πλησίασαν το λιμάνι του Ηρακλείου δυο καταδρομικά και έξι αντιτορπιλικά πλοία όπου οι Βρετανοί ξεκίνησαν διακριτικά την επιβίβαση τους. Γύρω στις 3:00 τα ξημερώματα της 29ης Μαΐου η νηοπομπή απέπλευσε για την Αφρική. «...Οι Έλληνες δεν έλαβον γνώσιν της επιβιβάσεως και της αποχωρήσεως, δεδομένου ότι η δράσις των Γερμανών εις την περιοχή των, καθιστά αδύνατον την ασφαλή μετάδοσιν των διαταγών και εν πάση περιπτώσει τα πλοία δεν ήτο δυνατόν να μεταφέρουν περισσότερους άνδρας. Η απόφασις ίσως φανεί σκληρά, όταν την εξετάση τις εξ’ αποστάσεως, αλλά δυσκόλως θα αμφισβητηθή το γεγονός ότι η τυχόν απόπειρα της επιβιβάσεως των ημιεκπαιδευμένων Ελλήνων, δυνατόν να έθετεν εν κινδύνω ολόκληρον την λεπτήν ταύτην επιχείρησιν» (Australia in the War of 1939-1945, Greece, Crete, Syria). 

Το ξημέρωμα της 29ης Μαΐου οι Έλληνες αντιλήφθηκαν ότι οι Βρετανοί είχαν αναχωρήσει από τον τομέα του Ηρακλείου κατά την διάρκεια της νύχτας. Επίσης πληροφορήθηκαν την κατάληψη του αεροδρομίου Χανίων και της Σούδας από τα Γερμανικά στρατεύματα. Μένοντας εντελώς μόνοι, χωρίς στρατιωτική βοήθεια και με παντελείς  έλλειψη πυρομαχικών, αποφάσισαν να ζητήσουν ανακωχή από τον Γερμανό διοικητή και να του παραδώσουν την πόλη του Ηρακλείου. Πράγματι στις 30 Μαΐου υπογράφτηκε στα γραφεία του 43ου Συντάγματος Πεζικού, η ανακωχή με τον διοικητή των Γερμανικών δυνάμεων.  

Ο δεκαήμερος σκληρός αγώνας της Μάχης της Κρήτης έληξε υπέρ των Γερμανών. Οι απώλειες όμως των Γερμανών ήταν τόσες σε ολόκληρο το νησί, που ουδέποτε στο μέλλον επαναλήφθηκε παρόμοια επιχείρηση. 

  Οι Έλληνες σε ολόκληρη την Κρήτη είχαν 426 νεκρούς καθώς και µεγάλο αριθµό τραυµατιών και αιχµαλώτων, 

  Οι Βρετανοί είχαν 1.742 νεκρούς, τραυµατίες 1.737 και αιχµάλωτοι 11.835. Επίσης βυθίστηκαν 2 καταδροµικά, 6 αντιτορπιλικά και απωλέσθηκαν πάνω από 2.000 αξιωµατικοί και ναύτες. 

  Οι Γερµανοί είχαν 1.990 νεκρούς, αγνοούµενοι 1.995 και σοβαρός αριθµός τραυµατιών. Συνολικά οι απώλειες του επίλεκτου Σώµατος των Γερµανών αλεξιπτωτιστών ξεπέρασαν τους 8.000 άνδρες σύμφωνα με μεταπολεμικές πληροφορίες των συμμάχων. Οι απώλειες σε αεροσκάφη ανήλθαν σε 220 τελείως κατεστραµµένα και 150 περίπου µε σοβαρές ζηµιές. 

 

                  πηγές:

         - Δ.Ι.Σ - Γ.Ε.Σ Ο Ελληνικός στρατός κατά τον Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον, Η Μάχη της Κρήτης 

         - Australia in the War of 1939 – 1945, Greece, and Syria. G. Long 

         - Greece and Crete. C. Bukley 

         - Crete 1941: The Battle and the Resistance. Antony Beevor 

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ