ΑΠΟΨΕΙΣ

Το Χατζή Μπειλίκ και η ''χαμένη'' Πρωτοχρονιάτικη άδεια

Με τη σκέψη στραμμένη σε κείνα τα καταλυτικά για την πορεία του Έθνους γεγονότα, πέρασε η ώρα χωρίς σχεδόν να το καταλάβω.Το δυσάρεστο όμως ήταν, πως ενώ΄πέρασε η ώρα της άφιξης, το τραίνο, ούτε φαινόταν ούτε ακουγόταν πουθενά...

No profile pic


του Δημήτρη Καρατζάνη


''Η Ιθάκη σ έδωσε ωραίο ταξίδι...''λέει ο Καβάφης στο ομώνυμο, φιλοσοφhμένο του ποίημα.''Ο στρατός σ έδωσε ωραίο ταξίδι',' θα μπορούσα να ισχυριστώ εγώ για την ...αφεντιά μου, παραφράζοντας -ελαφριά- τον παραπάνω στίχο.

Και μπορεί να μη ''σύντυχαν'' στο δρόμο μου ''εμπορεία Φοινικικά...''και να μη ''μ έδωσε σεντέφια και κοράλια, κεχριμπάρια κι έβενους...'' όπως λέει για την Ιθάκη του ο ποιητής, μου έδωσε όμως, στο 35χρονο ταξίδι μαζί του, γνώσεις κι εμπειρίες τέτοιες και τόσο δυνατές, που σημάδεψαν τη ζωή μου. Τις γιορτινές μάλιστα   μέρες, αυτές σκαρφαλώνουν απρόσκλητες και πιο  ζωντανες,  στην κορφή του νου , γυρίζοντάς με αρκετές δεκαετίες πίσω.
Μια  από αυτές τις εμπειρίες  θα διηγηθώ στο σημερινό Πρωτοχρονιάτικο  σημείωμα μου ,από τη φιλόξενη στήλη του Cretalive .

Ηταν, λοιπόν, παραμονές πρωτοχρονιάς του 196...κι εγώ ,νεαρός  ανθυπολοχαγός, υπηρετούσα σ ένα τάγμα πεζικού στην περιοχή των Σερρών. Στο χωριό  Χατζή Μπειλίκ  συγκεκριμένα ή Βυρώνεια, όπως το μετονόμασαν οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν σ αυτό από τη Μικρασία το 1924 .

Ήταν ένα μικρό, τυπικό χωριό της Μακεδονίας του '60, που οι μισοί  κάτοικοι του βρίσκονταν ξενητεμένοι στη Γερμανία και οι υπόλοιποι δούλευαν  τη γή ''από νύχτα σε νύχτα''- με απαρχαιωμένες  μεθόδους και μέσα- σε μια απεγνωσμενη προσπάθεια να την κάνουν να καρπίσει ,για να μην αναγκαστούν κι αυτοί ,να ακολουθήσουν τη μοίρα των συγχωριανών τους στην ξενητειά.

Σημαντικό πλεονέκτημα για τους νεαρούς αξιωματικούς που υπηρετούσαμε εκεί, ήταν το γεγονός πως υπήρχε σταθμός του τρένου  Αυτό έδινε αυτομάτως  τη δυνατότητα, της γρήγορης, φθηνής και με οποιοδήποτε καιρό μετάβασης στη Θεσσαλονίκη, ''γη της επαγγελίας'' , για διασκέδαση κάθε λογής'.

Πολύ πριν τις γιορτές, οι τρεις ανθυπολοχαγοί της μονάδας ,συμμαθητές από τα θρανία της Σχολής, είχαμε κανονίσει μεταξύ μας με κλήρο , πότε θα πέρναμε τις τετραήμερες άδειες ( Χριστούγεννα -Πρωτοχρονιά - Φώτα) που δίνονταν λόγω των εορτών. Εμένα μου έλαχε η  Πρωτοχρονιά και θεώρησα τον εαυτό μου αρκετά  τυχερό, γιατί, αυτό ακριβώς ήταν το διάστημα που επιθυμούσα να βρίσκομαι στο Ηράκλειο.

Βλέπεις, εκτός από τους  γονείς μου ,  που είχαν να με δουν κάποιους μήνες και με περίμεναν  με ανυπομονησία, υπήρχαν κι άλλα ενδιαφερόμενα ...πρόσωπα   που ανέμεναν ''πως και πως ''την κάθοδο μου
Παραμονή της Πρωτοχρονιάς λοιπόν, με την άδεια στο χέρι και με την αίσθηση, πως θα μπορούσα  να πάω ακόμα και ...πετώντας στην Κρήτη ,πήρα  το δρόμο που πήγαινε στο σταθμό- ο μοναδικός ασφαλτοστρωμένος σ όλο το χωριό-και νοιώθοντας ένα αίσθημα ευφορίας,  άρχισα  να σιγοτραγουδώ περπατώντας  την ''επιτυχία'' της εποχής ''στην Κρήτη και στη Μάνη, θα στείλουμε φιρμανι...''του  Σταύρου Ξαρχάκου.
Ήταν σχεδόν μεσημεράκι όταν έφθασα στην έρημη αποβάθρα του σταθμού. Ο τεράστιος πλάτανος στο πλάι της εισόδου, ντυμένος με τη χειμωνιάτικη στολή του , έδειχνε  εντυπωσιακός με το ύψος του,παρά τα ολόγυμνα  κλαδιά του .

Κάτω απ τον ίσκιο του,αναλογίστηκα ,είχε συσκεφτεί ο Βενιζέλος με τον Κωνσταντίνο σε κρίσιμες στιγμές του Ελληνοβουλγαρικού  πολέμου,καθώς εκει είχε στήσει το στρατηγείο του ο αρχιστράτηγος -Βασιλιάς , κι εκεί προσήλθαν οι ηττημένοι , αντιπρόσωποι της υπερφίαλης Βουλγαρίας, για να υπογράψουν την ταπεινωτική για κείνους ανακωχή στις 17  Ιουλίου του 1913 Με τη σκέψη στραμμένη σε κείνα τα καταλυτικά για την πορεία του Έθνους γεγονότα, πέρασε η ώρα χωρίς σχεδόν να το καταλάβω.Το δυσάρεστο όμως ήταν, πως ενώ΄πέρασε η ώρα της άφιξης,  το τραίνο, ούτε φαινόταν ούτε ακουγόταν πουθενά  .

Θα έχομε καθυστέρηση, μου είπε ο σταθμάρχης, που τον αναζήτησα ,ανήσυχος για την αργοπορία. Αρχισα να βηματίζω πάνω κάτω νευρικά  κοιτώντας κάθε τόσο με ανυπομονησία το μεγάλο ρολόι του σταθμού,καθώς η πτήση μου για το Ηράκλειο δεν είχε και μεγάλα  περιθώρια ασφάλειας από πλευράς χρόνου. Καθώς πηγαινοερχόμουν φουρκισμένος μπρος στο σταθμό και με το κρύο ολοένα ν αγριεύει, το μάτι μου έπιασε για  μια στιγμή το γκρίζο παιχνιδιάρη καπνό, που έβγαινε πατωσές -πατωσές, από την καμινάδα της λέσχης αξιωματικών,που βρισκόταν μόλις πενήντα μέτρα πιο κάτω.''Δεν μπαίνω για λίγο στη λέσχη να ζεσταθώ, να τσιμπήσω και κάτι, σκέφτηκα, μέχρι νάρθει το τραίνο;''Βρήκα την ιδέα λογική και σε λίγο χαιρόμουν τη γιορτινή ατμόσφαιρα της λέσχης, που την έκανε ακόμα πιο  φιλόξενη, το φουντωμένο  τζάκι που τριζοβολούσε και σκόρπαγε τη  γλυκειά ζεστασιά  του ,στη στολισμένη  αίθουσα εστίασης

Ζήτησα μια μερίδα φαγητού ,κάθησα όσο πιο κοντά στο τζάκι μου επέτρεπαν οι κιτρινοκόκκινες γλώσσες της φωτιάς ,που ξεπετιόταν με θράσος από τα ξύλα που καίγονταν  και αρχισα να απολαμβάνω τη γεύση ενός νοστιμότατου ''ρολό α λα ρούς'',που σέρβιρε ο δεξιοτέχνης και ευγενέστατος σερβιτόρος..  Τελειώνοντας το φαγητό , κατευθύνθηκα προς  το γραφείο του διαχειριστή, ένα μικρό δωμάτιο στο πίσω μέρος της λέσχης , για να πληρώσω.

Ένας  ποντικομούρης  υπολοχαγός,  επονομαζόμενος ''Τσίτας','διαχειριστής της λέσχης και δύο δόκιμοι με ξαναμμένα από τη ζέστη και την ένταση του παιχνιδιού πρόσωπα, κάθονταν γύρω απο μια ''θυμωμένη''ξυλόσομπα κι έπαιζαν χαρτιά ,έχοντας δίπλα τους ένα μισοάδειο ''πεντάστερο'' μπουκάλι ''Μεταξά'' -''Έλα ,κάτσε''μού πε ο υπολοχαγός και μού δωσε καρέκλα.''Να σου βγάλω χαρτί''; -Όχι ,είπα . περιμένω το τραίνο για να φύγω. Ειμαι σε άδεια. -''Μιά η ώρα θάρθει. Μόλις τηλεφώνησα, γιατί περιμένω κάποια πράματα από τη Θεσσαλονίκη για τη λέσχη. Κάτσε λοιπον να πιεις ένα κονιάκ ,να παίξεις  μια παρτίδα πόκερ ,έτσι για το καλό,και μετά φεύγεις'', με προέτρεψε.

Ομολογώ ότι αυτός ο υπολοχαγός ,χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένος λόγος, μου καθόταν στο στομάχι..Βρήκα όμως την πρόταση του πιο  ελκυστική ,από το να κάθομαι, για μισή και παραπάνω ώρα, στο κρύο και τη μοναξιά του σταθμού.Γι  αυτό κάθισα  στην καρέκλα και πήρα στα χέρια μου τα χαρτιά, που ήδη ,χωρίς να με ρωτήσει, είχε  αρχίσει να μοιράζει.

Από την πρώτη στιγμή όμως , η τύχη έδειξε ,πως κείνη τη μέρα , δεν ήταν με το μέρος μου. Και παρότι έπαιζα συντηρητικά,  βρέθηκα γρήγορα και χωρίς καλά καλά να το καταλάβω, να χάνω  ένα σημαντικό για τα μέτρα μου ποσό . Αποφάσισα να σταματήσω ,έστω κα αν  τσέπη μου είχε  ''αλαφρύνει'' κατά πολύ από την ώρα που ξεκίνησα. Τουλάχιστον,να αποφύγω τα χειρότερα,είπα στον εαυτό μου  . -''Τελευταία παρτίδα παιδιά'' ,είπα. ''Πρέπει να πηγαίνω, γιατί θα χάσω το τρένο''. Πήρα τα  χαρτιά που μοίρασε ο ''Τσίτας'' , τα κοίταξα κι ένοιωσα μέσα μου μια αναλαμπή ελπίδας. Δυο άσσοι και δυο ρηγάδες... Με λίγη τύχη ,μπορεί και να βγάλομε τη ''ζημιά ''σκέφτηκα 'Ζήτησα κι άλλο  χαρτί. Μου ήρθε ένας ακόμη άσσος. ''Φουλ του άσσου'', είπα μέσα μου, μην πιστεύοντας ακόμη σ αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου ,υστερα από  τόση ώρα  καταραμένης ...γκαντεμιάς.Ένα κύμα αισιοδοξίας, που δεν μπορούσα να ελέγξω με πλημμύρισε σε μια στιγμή -''Τα ρέστα μου'', είπα, ενώ έσπρωχνα όλα σχεδόν τα υπόλοιπα χρήματα μου, στο τραπέζι. -'Μέσα'',είπε ο ''Τσίτας'', που παρακολουθούσε σαν αρπακτικό την  κάθε κίνηση μου με τα ποντικίσια  μάτια του . -''Φουλ του άσσου'', είπα  μόλις συγκρατώντας την αίσθηση του θριάμβου που άρχισε να χρωματίζει τη φωνή μου, ενώ το χέρι μου ξεκίναγε ήδη το χαρακτηριστικό αγκάλιασμα, του μικρού θησαυρού, που βρισκόταν στη μέση του τραπεζιού. -'' Στοπ, ανθυπολοχαγέ, έχω καρρέ της ντάμας'', ακούστηκε σαν πιστολιά μέσα στο μικρό δωμάτιο η φωνή του ''Τσίτα'', κανοντας με να παγώσω . Την ίδια στιγμή τον έβλεπα,σαν μέσα σε σύννεφο, να μαζεύει με τα δυό του χέρια τα λεφτά πάνω απ το τραπέζι -μαζί και την άδεια μου - και να τραβά, αργά-αργά,  κατά την πόρτα. ''Καλή χρονιά ''ανθυπολοχαγέ μου πέταξε βγαίνοντας. '' Μη στεναχωριέσαι θα κερδίσεις στην... αγάπη εσύ'' συμπλήρωσε, με φωνή που ξεχείλιζε η ειρωνία  

Δε μίλησα, βγήκα απ το δωμάτιο που μου φαινόταν αφόρητα  στενάχωρο  πια  ,πήρα απ το μπαρ ένα μπουκάλι κονιάκ και τράβηξα, σέρνοντας σχεδόν τα πόδια μου, για το σπίτι.''Καλά να πάθεις'' ,επαναλάμβανα συνεχώς στον εαυτό μου.''Στο κακό κεφάλι τα ποδάρια τραβούν το ζόρι'' Ξύπνησα την άλλη μέρα το  απόγευμα με το μπουκάλι το κονιάκ  άδειο δίπλα μου και το κεφάλι μου βαρύ σαν καζάνι. Από τότε, χαρτιά  δεν ξανάπιασα στα χέρια μου.

Αρκετά χρόνια αργότερα, έμαθα, πως ο ''Τσίτας'' είχε συλληφθεί  έπ αυτοφόρω''  να κλέβει σε χαρτοπαίγνιο, και , όχι μόνο είχε ''φάει της χρονιάς'' του, αλλά είχε και ''ντράβαλα'' με τη στρατιωτική Δικαιοσύνη για πολλές και διάφορες ''ατασθαλίες''που βγήκαν στον αφρό .

Εγώ όμως, ακόμα ''κλαίω''τη χαμένη μου άδεια!

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση