Το «Γυμνό Νυκτός» που μας... ξεγυμνώνει!

Με αφορμή την αδικαιολόγητη από το facebook λογοκρισία και καθαίρεση των φωτογραφιών της έκθεσης «Γυμνό Νυκτός» του Μουσείου Εικαστικών Τεχνών Ηρακλείου

Της Αναστασίας Χουρσανίδου

Φιλολόγου

 

Ο Κένεθ Κλαρκ ήταν Βρετανός συγγραφέας, διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης του Λονδίνου και ένας από τους μεγαλύτερους ιστορικούς τέχνης της γενιάς του. Ο ίδιος δεν ήταν θερμός υποστηρικτής της μοντέρνας τέχνης, θαύμαζε όμως πολλούς καλλιτέχνες. «Υπάρχει το γυμνό και το ξεγυμνωμένο», έλεγε και δεν μπορώ παρά να φανταστώ ότι είχε δει και είχε εκτιμήσει ως κριτικός τέχνης πάμπολλα από αυτά τα έργα.

Και εύλογα αναρωτιέται κανείς τι ακριβώς είναι το γυμνό και ποια η διαφορά του από το ξεγυμνωμένο. Στο βιβλίο του «Το Γυμνό, μια μελέτη της ιδανικής φόρμας»  (1953) ο Κλαρκ λέει ότι «Το γυµνό στην τέχνη δεν είναι ένα θέµα τέχνης, αλλά είναι το ίδιο µια µορφή τέχνης».

Στο γυμνό, όπως και σε κάθε μορφή τέχνης που αποτυπώνει τις πιο μύχιες σκέψεις και προσδοκίες του καλλιτέχνη, είμαστε και οφείλουμε να είμαστε «απόντες». Όχι μόνο την ώρα της δημιουργίας του έργου, αλλά και την ώρα της τελείωσής του, με την αριστοτελική νομοτελειακή έννοια. Όταν, δηλαδή, το ίδιο το έργο τέχνης εξυπηρετεί το σκοπό της ύπαρξής του. Όταν ο καλλιτέχνης συνομιλεί μυστικά με το έργο του, με τη μούσα του, με την έμπνευσή του. Και την ίδια στιγμή, αυτή γίνεται ο μοναδικός μάρτυρας της δημιουργίας. Το αν θα μας αρέσει στο τέλος ή όχι, κρεμασμένο στους τοίχους μιας πινακοθήκης, δεν έχει καμία απολύτως σημασία για το έργο και το δημιουργό του.

Αντίθετα, το ξεγυμνωμένο είναι αυτό που αγγίζει τα όρια του πόθου, της λαγνείας, του θαυμασμού, με την αρχαία ελληνική σημασία της «αμηχανίας». Αυτό που μας επιτρέπει να σταθούμε, πολλές φορές κρυμμένοι πίσω από έναν υποκριτικό συντηρητισμό, ανάμεσα στον καλλιτέχνη και το έργο του και να διαταράξουμε την όποια ισορροπία τους. Να δηλώσουμε με περισσή υποκρισία ότι μας ενοχλεί η θέα ενός γυμνού σώματος, την ίδια ώρα που έχουμε θεοποιήσει το ωραίο σώμα, το έχουμε ανάγει σε  ιδανικό και κριτήριο ομορφιάς, ξεχνώντας συνεχώς ότι είναι φθαρτό και πεπερασμένο.

 «Μόνο σε χώρες που βρέχονται από τη Μεσόγειο το γυµνό βρίσκεται στο φυσικό του χώρο», γράφει ο Κλάρκ και συνεχίζει «Μια µορφή τέχνης που γεννήθηκε ή εφευρέθηκε από τους Έλληνες τον 5ο αιώνα π.Χ.». Ας μην ξεχνάμε ότι πρώτοι αυτοί αναπαρίστησαν το ανθρώπινο σώμα γυμνό, αναδεικνύοντας τις αξίες του κάλλους και της δύναμης. Άλλωστε,  το ιδανικό της καλοκαγαθίας, η αρμονική συναρμογή του σωματικού κάλλους με το ψυχικό, ήταν αυτό που ωθούσε όχι μόνο τους αρχαίους Έλληνες γλύπτες στο γυμνό και την τέλεια αναπαράστασή του αλλά και τους νέους της κλασικής Αθήνας στα στάδια και τις παλαίστρες. Ήταν η πίστη στην υγεία και την ευρωστία του σώματος που πρέπει να περιβάλει ένα υγιές πνεύμα. «Το πνεύµα και το σώµα είναι ένα και δεν µπορεί να διαχωρισθούν. Για αυτόν το λόγο και το γυµνό στη ζωή τους, στα στάδια, αλλά αναµφίβολα στην τέχνη, δεν οδηγεί σε αισθητική ή αισθησιακή απόλαυση ή λαγνεία, αλλά στοχεύει σε πνευµατική και ψυχική ανάταση». (Νατάσα Γέντζου, Το γυμνό στην κλασική Ελλάδα).  Μέρος αυτής της πνευματικότητας πρέπει να θεωρηθεί και το πάθος των αρχαίων Ελλήνων για τα µαθηµατικά – σχεδόν µε θρησκευτικό µυστικισµό. «Όλη η τέχνη έχει τα θεµέλια της στην πίστη. Και η πίστη των Ελλήνων στην αρµονία των αριθµών βρήκε έκφραση στη ζωγραφική και τη γλυπτική», λέει ο Κλάρκ και μου θυμίζει τον περίφημο αρχαίο γλύπτη Πολύκλειτο, ο οποίος είχε πει ότι το καλοκαμωμένο έργο είναι αποτέλεσμα αμέτρητων παρατηρήσεων σε μέρη που τα χωρίζει μόλις μια τρίχα.

Μια μικρή αναφορά και στην εποχή της Αναγέννησης. Τότε που  η αρχαία τέχνη -και όχι μόνο αυτή- επανακάμπτει σε όλο της το μεγαλείο και αποκτά ένα ακόμη χαρακτηριστικό: εκκοσμικεύεται. Και μάλιστα, σε μια εποχή όπου κυριαρχούσε η απόλυτη τέχνη του Μεσαίωνα, που απέφευγε να αποδώσει ρεαλιστικά το ανθρώπινο σώμα και περιοριζόταν στην αυστηρή απόδοση των μορφών. Οι αναγεννησιακοί καλλιτέχνες τολμούν να αποδώσουν με λεπτομέρειες το γυμνό σώμα, ενώ οι ανθρώπινες φιγούρες αποκτούν πλαστικές και αρμονικές αναλογίες. Tο σώμα, δηλαδή, του ανθρώπου συλλαμβάνεται ως σύστημα αναλογιών που αντικατοπτρίζει την αρμονία του κόσμου.

Και ως τέτοιο σύστημα οφείλουμε να την αναγνωρίζουμε ως σήμερα. Από την αρχαιότητα ως τις ημέρες μας, η ιστορία της τέχνης μας διδάσκει ότι «Η τέχνη συμπληρώνει ό,τι η φύση δεν μπορεί να δώσει στην πιο τέλεια μορφή του». Το γυμνό ανθρώπινο σώμα που αναπαρίσταται μέσα από την τέχνη είναι το ιδεατό, το πάνω και πέρα από τις αισθήσεις μας, αυτό που όλοι αναζητάμε και –αλίμονο- όταν το βλέπουμε μπροστά μας μάς ενοχλεί, αναδεικνύοντας τα όρια της υποκρισίας και του πουριτανισμού μας. Κλείνοντας, θα ήθελα να επισημάνω ότι το Μουσείο Εικαστικών τεχνών Ηρακλείου ιδρύθηκε τον Μάιο του 2000 και φιλοξενεί κυρίως έργα Κρητών καλλιτεχνών, καλλιτεχνών που έζησαν στην Κρήτη ή μαθήτευσαν κοντά σε Κρήτες. «Προσωπικό δημιούργημα του Ηρακλειώτη αρχιτέκτονα-μηχανικού Κωστή Σχιζάκη, το Μουσείο περιλαμβάνει τη συλλογή του ιδρυτή του, η οποία ξεκίνησε από μεράκι, σαν χόμπι. «Στην αρχή δύο δώρα, ύστερα μία αγορά και αμέσως μετά άρχισα να στολίζω τον τοίχο απέναντι από το τραπεζάκι όπου έπινα τον καφέ. Οταν γέμιζε ο ένας τοίχος, άλλαζα θέση στο τραπεζάκι, για να γεμίσω τον άλλο. Κι όταν γέμισαν όλοι και δεν περίσσευε τίποτα, τότε είχε φτιαχτεί ένας καλός πυρήνας που ζήταγε μια ιδιαίτερη μεταχείριση» λέει ο κ. Σχιζάκης». (Το Βήμα, Πολιτισμός. Το Μουσείο Εικαστικών Τεχνών Ηρακλείου) 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ