Του Νίκου Μπουνάκη
Η συμφωνία για την ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης και η «έξοδος» στις αγορές, δημιούργησε - έστω και προσωρινά - ένα κλίμα αισιοδοξίας για την ανάκαμψη της Ελληνικής οικονομίας και την έξοδο από την οικονομική κρίση.
Είναι όμως αυτό αρκετό; αρκεί η ολοκλήρωση των αξιολογήσεων και η πρόσβαση στις αγορές για να ξεφύγει η ελληνική οικονομία από την κρίση που την ταλανίζει τα τελευταία χρόνια;;
Γιατί η Ελληνική οικονομία δεν κατάφερε να αξιοποιήσει την πρόσβαση της στις αγορές;; και μάλιστα με πολύ χαμηλότερο κόστος δανεισμού που εξασφάλισε η συμμετοχή στην ΟΝΕ και το ευρώ;;
Το θέμα λοιπόν, δεν είναι να έχεις πρόσβαση σε κεφάλαια, είναι και πώς τα χρησιμοποιείς και απ’ ότι φαίνεται εμείς δεν τα αξιοποιήσαμε αποτελεσματικά, λόγω της έλλειψης ενός σχεδίου που να αξιοποιεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελληνικής Οικονομίας.
Ένας τομέας που η οικονομία μας παρουσιάζει συγκριτικά πλεονεκτήματα είναι ο αγρό-διατροφικός, που πάρα τα βήματα εκσυγχρονισμού του, δεν έχει καταφέρει να εκμεταλλευτεί την τεράστια παγκόσμια ζήτηση σε τρόφιμα.
Τα τελευταία 25 χρόνια ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξήθηκε κατά 37%, ενώ η κατά κεφαλήν κατανάλωση τροφίμων αυξήθηκε κατά 27%. Η ζήτηση σε τρόφιμα υπολογίζεται ότι θα αυξηθεί 60% έως το 2050. Ο κόσμος γεννάει και «πεινάει». Η Ευρώπη καταναλώνει και γερνάει.
Η συμμετοχή της Ευρώπης και της χώρας μας στην παγκόσμια παραγωγή αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων μειώνεται. Σε παγκόσμιο επίπεδο η ελληνική συμμετοχή έπεσε από το 0,8% το 1993 στο 0,3% το 2013. Η Ευρώπη και η Ελλάδα περνούν κρίση και στον πρωτογενή τομέα.
Το κόστος αυξάνεται η παραγωγή μειώνεται…
Εξετάζοντας τη διαχρονική συνεισφορά του Ελληνικού Αγροτικού Τομέα στην εγχώρια Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ), διαπιστώνουμε ότι αν και μειούμενη εξακολουθεί να είναι σημαντική. Αναλυτικότερα, η συμβολή του αγροτικού τομέα από 12% το 1995 μειώθηκε σε 9,1% το 2000 και σε 7,2% το 2014.
Αλλά:
Το κόστος παραγωγής, από το 2008 μέχρι και το 2015 καταγράφει αύξηση της τάξης του 50%. Σωρευτικά, στο διάστημα της πενταετίας 2009-2013 το αγροτικό εισόδημα μειώθηκε κατά 13 ποσοστιαίες μονάδες, πτώση η οποία σε απόλυτο μέγεθος αντιστοιχεί σε απώλεια της τάξεως των 922 εκατ. €.
Η παραγωγή αγροτικών προϊόντων μειώνεται συνεχώς:
Από το 2012 το σκληρό σιτάρι παρουσιάζει μείωση της τάξης του 22,6%, ο αραβόσιτος 16,3%, τα ζαχαρότευτλα 29,6%, οι πατάτες 30,2% και οι τομάτες 25,6%. Όσον αφορά τη συνολική παραγωγή ελαιολάδου διαμορφώνεται το 2012 στους 332 χιλ. τόνους. Η αντίστοιχη ποσότητα για το 2014 παρουσιάζει πτώση της τάξης του 24,1% φτάνοντας τους 252 χιλ. παραγόμενους τόνους. Ακολούθως, η παραγωγή μούστου στην Ελλάδα για το 2012 διαμορφώθηκε στους 337 χιλ. τόνους. Η αντίστοιχη παραγωγή για το 2014 προσέγγισε τους 266 χιλ. τόνους, καταγράφοντας ενδιάμεση πτώση σε ποσοστό 21%. Η παραγωγή πορτοκαλιών το 2012 διαμορφώθηκε στους 849 χιλ. τόνους. Η αντίστοιχη παραγωγή για το 2014 έφτασε τους 754 χιλ τόνους, καταγράφοντας πτώση της τάξης του 11,2%. Όσον αφορά στα ροδάκινα και νεκταρίνια, η παραγωγή για το 2012 έφτασε τους 826 χιλ. τόνους. Η αντίστοιχη παραγωγή για το 2014, παρουσίασε μείωση της τάξης του 40,3%, φτάνοντας τους 493 χιλ. τόνους.
Η κτηνοτροφία αποτελεί την «αχίλλειο πτέρνα» της ελληνικούς αγροτικής παραγωγής:
Το ποσοστό επάρκειας της χώρας μας σε προϊόντα ζωικής προέλευσης είναι μικρό με το μεγαλύτερο πρόβλημα να παρουσιάζεται στα βοοειδή (24% αυτάρκεια) και τα χοιρινά (39% αυτάρκεια) ενώ η κατάσταση βελτιώνεται αισθητά στα αμνοερίφια (87% αυτάρκεια) και στα πουλερικά (79% αυτάρκεια). Ο ελλειμματικός βαθμός αυτάρκειας έχει ως αποτέλεσμα το έλλειμμα να καλύπτεται από εισαγωγές, οι οποίες διαχρονικά αποτελούν περίπου το 30% των εισαγωγών αγροτικών προϊόντων και τροφίμων, κοστίζοντας στην εθνική οικονομία περίπου δύο δις ευρώ το έτος.
Ας αξιοποιήσουμε τον πλούτο της ελληνικής Γης…
Εκτός από την συνεχή μείωση της παραγωγής, η Ελληνική Αγροτική οικονομία αντιμετωπίζει προβλήματα παραγωγικότητας, ανταγωνιστικότητας, αλλά και αδυναμία δημιουργίας υπεραξίας της Ελληνικής Αγροτικής παραγωγής. Σε σύγκριση με χώρες όπως η Ολλανδία που έχει πετύχει μεγάλη υπεραξία στην αγροτική της παραγωγή, μας δίνει την δυνατότητα να εξάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα.
Στην Ελλάδα καλλιεργούνται σήμερα εν συνόλω, περί τα 51,7 εκ. στρέμματα, με ετήσια απόδοση 143,14$/στρέμμα. Οι αντίστοιχες τιμές για την Ολλανδία διαμορφώνονται στα 18,3 εκ. καλλιεργούμενα στρέμματα, με ετήσια απόδοση 759,6 $/ στρέμμα. (Πηγή: World Bank). Αν η Ελλάδα κατόρθωνε να πετύχει τις ανά στρέμμα αποδόσεις της Ολλανδίας, η όποια διαθέτει μόλις το 35% της καλλιεργήσιμης γης της ελληνικής υπαίθρου, η συνολική συμβολή της αγροτικής οικονομίας στο ΑΕΠ από 7,3 δις$ που είναι σήμερα θα ξεπερνούσε τα 40 δις $.
Πώς φτάσαμε όμως ως εδώ;
Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η Ελληνική αγροτική οικονομία κινείται με τον αυτόματο πιλότο της ΚΑΠ, τις επιδοτήσεις και τις παραδοσιακές καλλιέργειες που αρνούμαστε να αλλάξουμε και να εκσυγχρονίσουμε. Δεν υπήρξε και δεν υπάρχει κάποιο σχέδιο για την αγροτική ανάπτυξη. Η αγροτική μας πολιτική δεν έβαζε στόχους, δεν επενδύσαμε και δεν επενδύουμε σε προϊόντα με ζήτηση από την αγορά. Όπως έχει πει και ένας πρώην Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης ‘‘πρώτο μέλημα κάθε υπουργού τα τελευταία χρόνια ήταν πώς θα αντιμετωπίσει τις αγροτικές κινητοποιήσεις’’. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι τα μπλόκα καθόριζαν την αγροτική πολιτική.
Προτάσεις για την Αλλαγή και την Ανάπτυξη:
Ο πρωτογενής τομέας της οικονομίας, παρά την σημαντική του συμβολή στην οικονομική ανάπτυξη, μπορεί ακόμη να δώσει πολλά στην Εθνική οικονομία. Έχουμε ανάγκη από περισσότερη παραγωγή, ποιοτικότερη παραγωγή, εξυπνότερη παραγωγή.
1.
Αποκέντρωση αποφάσεων και πόρων από το κεντρικό υπουργείο σε περιφερειακές δομές, αποκεντρωμένες διοικήσεις και στις Αιρετές περιφέρειες. Το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης θα πρέπει να ασχολείται με τις Πολιτικές και τη Στρατηγική για την αγροτική ανάπτυξη. Αυτό σημαίνει ότι στις κεντρικές υπηρεσίες του υπουργείου θα πρέπει να απασχολούνται το πολύ 100 στελέχη υψηλής κατάρτισης.
2.
Χωρίς έρευνα και καινοτομία δεν μπορεί να υπάρξει ανταγωνιστικότητα.
Σήμερα δεν υπάρχει εθνική στρατηγική για την έρευνα και την εφαρμογή της στον αγροτικό τομέα, με αποτέλεσμα όλες οι εισροές (τεχνολογία, πολλαπλασιαστικό υλικό, αγροτοχημικά) να είναι εισαγόμενα.
Για την ανατροπή αυτής της κατάστασης είναι απαραίτητο φορείς και εταιρείες του Υπουργείου που ασχολούνται με τα ζητήματα της έρευνας και της εκπαίδευσης να ενσωματωθούν στα Ελληνικά ΑΕΙ. Οι υποδομές και το προσωπικό θα αξιοποιηθούν από τα Γεωπονικά ΑΕΙ της χώρας, οι καθηγητές των οποίων θα κρίνονται για την εξέλιξη τους σε ανώτερες βαθμίδες και από την σύνδεση της ερευνάς τους με την παραγωγική διαδικασία.
Για λόγους ουσιαστικούς και συμβολικούς το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών θα πρέπει να μετακινηθεί μέσα σε μια 10ετία στην περιφέρεια (από το κέντρο των Αθηνών που βρίσκεται σήμερα) και το Τμήμα οινολογίας του Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος Αθηνών, στη Νεμέα για να βρεθούν μέσα στην καρδιά της παραγωγικής διαδικασίας.
3.
Ενίσχυση των περιφερειακών κέντρων προστασίας φυτών και ποιοτικού ελέγχου με προσωπικό και υποδομές, προκριμένου να μειωθεί το κόστος παραγωγής και να βελτιωθεί η ασφάλεια και η ποιότητα των Ελληνικών τροφίμων.
4.
Πολιτική γης – χωρίς γη δεν υπάρχει γεωργική οικονομία - ειδικά κίνητρα για αύξηση του μεγέθους των αγροτικών εκμεταλλεύσεων με στόχο να προσεγγίσουν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Ακόμη, αυτονόητα μέτρα είναι η :
- Μείωση της φορολογίας.
- Επενδυτικά και φορολογικά κίνητρα για τη δημιουργία συλλογικών επιχειρηματικών δράσεων από παραγωγούς.
- Ειδικά επενδυτικά προγράμματα συμπληρωματικά του ΠΑΑ για την επένδυση σε τομείς που η Αγροτική οικονομία παρουσιάζει συγκριτικό πλεονέκτημα.
Μένουν επίσης πολλά να γίνουν στους τομείς της οργάνωσης των πολώσεων και του Marketing, έννοιες άγνωστες για την Ελληνική αγροτική οικονομία, πρώτα όμως θεωρώ απαραίτητο να λύσουμε το πρόβλημα της όλο και συρρικνούμενης παραγωγής.
Είναι επιτακτική ανάγκη να αλλάξουμε πολιτική και νοοτροπία…
Ο κίνδυνος τον οποίο πρέπει να αποφύγουμε είναι η περαιτέρω συρρίκνωση της αγροτικής μας οικονομίας.
Η χώρα θα αποκτήσει μεγαλύτερη διατροφική εξάρτηση, οι σημερινοί αγρότες-παραγωγοί στη καλύτερη περίπτωση θα καταλήξουν εργάτες γης, και η ενδοχώρα θα ερημώσει.
Στο χέρι μας είναι να μετατρέψουμετην κρίση σε ευκαιρία.
Ο Νίκος Μπουνάκης M.Sc, MBA είναι Πρόεδρος & Διευθύνων Σύμβουλος της Proactive Α.Ε.-Σύμβουλοι Επιχειρήσεων