Αυτό το άχρωμο και άοσμο

Γαρυφαλιά Βιδάκη
Γαρυφαλιά Βιδάκη

Κοιτούσε το είδωλο του. Ήταν ευχαριστημένος με το είδωλο του.

Της Γαρυφαλιάς Βιδάκη*

Ξύπνησε το πρωί και ένιωθε ευχαριστημένος με τον εαυτό του. Το «εγώ» του εχθές το βράδυ τονώθηκε από τα συγχαρητήρια των φίλων και ακολούθων του και από τις πονηρές και όλο υποσχέσεις ματιές των κυριών που καθόταν στα διπλανά τραπέζια γνωστής καφετέριας στο κέντρο του Ηρακλείου. Η σύζυγος του δεν τον είχε ακολουθήσει – η βραδιά περιλάμβανε χαλαρό ποτάκι και συζήτηση με «πολιτικούς» φίλους (δεν ήταν επίσημη κοινωνική εκδήλωση για να τον συνοδεύσει). Αλλά και μαζί του να είχε έρθει, θα στεκόταν διακριτικά δίπλα του με το καλοφορεμένο της χαμόγελο και τα φρεσκοχτενισμένα της μαλλιά. Το καλό με τη γυναίκα του είναι ότι καταλαβαίνει τη φύση της δουλειάς του. Και ποια είναι η δουλειά του; Μα, πολιτικός φυσικά.

Όλα αυτά τα σκεφτόταν ενώ κοιτούσε στον καθρέφτη του μπάνιου του. Κοιτούσε το είδωλο του. Ήταν ευχαριστημένος με το είδωλο του. Ήταν «νέος», μεταξύ σαράντα και εξήντα. Κανείς δε μπορούσε να προσδιορίσει ακριβώς την ηλικία του. Ούτε αυτός ο ίδιος μπορούσε από τότε που αποφάσισε να ασχοληθεί με την πολιτική. Τα χρόνια πλέον μετρούνταν με εκλογικές αναμετρήσεις. Ήταν «όμορφος». Ίσως. Έτσι κι αλλιώς η ομορφιά στον άνδρα καθορίζεται με διαφορετικά κριτήρια από την ομορφιά στη γυναίκα. Είχε εξουσία ή έδειχνε ότι σύντομα θα αποκτήσει, άρα ήταν ελκυστικός για τις γυναίκες της επαρχιακής μας πόλης. 

Διάλεγε τα ρούχα του με σπουδή. Σήμερα θα φορούσε μπεζ παντελόνι και γαλάζιο πουκάμισο με γυρισμένα μανίκια ή πόλο μπλουζάκι, αν δεν έβγαινε στην τηλεόραση να κάνει κάποια δήλωση. Του άρεσαν και τα γουστόζικα κουστούμια. Ήταν Νέα Δημοκρατία ή ΠΑΣΟΚ ή Σύριζα. Μικρή σημασία είχε. Ήταν συντηρητικός, λαϊκός ή mainstream δεξιός, κεντρώος, σοσιαλδημοκράτης ή αριστερός. Ιδέα δεν είχε, ούτε τον αφορούσε κιόλας αφού ουδεμία σημασία έπαιζαν οι προσωπικές πολιτικές του απόψεις στο μυαλό των ψηφοφόρων του. Σημασία είχε μόνο η εικόνα του και να τα έχει καλά με όλους. Το είχε παρατηρήσει καλά τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια που είχε ξεκινήσει να απασχολείται ημι-επαγγελματικά στον πολιτικό στίβο. Αυτοί που τα είχαν καλά με όλους, αυτοί που δε δημιουργούσαν εντάσεις, που ήταν «καλά» παιδιά, που δεν γίνονταν ούτε δυσάρεστοι ούτε ευχάριστοι σε κανέναν, τα πήγαιναν μια χαρά στο χώρο της πολιτικής.

Ακόμα κι αν διαφωνούσε με τους «από  πάνω» σε κάποια θέματα (σπάνιο βέβαια αφού ουδέποτε αμφισβητούσε τις κεντρικές γραμμές  που κληρονόμησε από την οικογένεια του, που τυχαία και αυτή βρέθηκε να θεωρείται ως ανήκουσα σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό χώρο), ουδέποτε εξέφραζε κάποια διαφωνία. Είχε ένα στόχο: να βγει. Και δε θα ρίσκαρε με τίποτα αόριστες έννοιες, όπως αξίες, ταυτότητα, πολιτική ηθική, θάρρος, που καμιά φορά άκουγε τους «πάντοτε χαμένους» δίπλα του να του ψιθυρίζουν στο αυτί, να μπουν στη μέση. Είχε ένα όνειρο: να βγει. Και ο ασφαλέστερος τρόπος για να το πετύχει αυτό, αφού δεν διέθετε ούτε κάποια τεράστια περιουσία για να διαθέσει ούτε καταγόταν από κάποιο πολιτικό τζάκι, ήταν να βρίσκεται κάτω από το ραντάρ, να επιπλέει. Να επιπλέει μέχρι σιγά-σιγά, χωρίς να πολυταρακουνάει τα νερά, να ξεγλιστρήσει ανάμεσα στα βράχια και να ανέβει στη βάρκα. 

Το κυριότερο πράγμα που τον απασχολούσε τελευταία, όσο παράξενο κι αν σας ακούγεται, ήταν το χρώμα του. Ήταν … ήταν, πως να το πούμε, πολύ …. μπεζ. Είχε κάνει νοερή σημείωση στον εαυτό του να δει κάποιο γιατρό σύντομα.

Έβαλε μπόλικη κολόνια. Γιατί το δεύτερο  πράγμα που τον απασχολούσε πολύ τελευταία ήταν ότι δε μύριζε τίποτα. Τα παιδιά του το είχαν επισημάνει προσφάτως και όπως και αυτά, και ο ίδιος είχε παραξενευτεί με αυτήν την παντελή απουσία οσμής του σώματος του.

Και του ήρθε στο μυαλό το ποίημα του Σαχτούρη «Ο σωτήρας» που είχε διδαχθεί κάποια στιγμή στο σχολείο

«…Όχι όχι τέλειωσε δεν υπάρχει σωτηρία

Θα μείνουν τα δωμάτια όπως είναι 

με τον άνεμο και τα καλάμια του 

με τα συντρίμμια των γυάλινων προσώπων που βογκάνε 

με την άχρωμη αιμορραγία τους 

με χέρια πορσελάνης που απλώνονται σε μένα 

με την ασυχώρετη λησμονιά

Ξέχασαν τα δικά μου σάρκινα χέρια που κοπήκαν 

την ώρα που μετρούσα την αγωνία τους»

 

Και κοίταξε το είδωλο του στον καθρέφτη.




*Η Γαρυφαλιά Βιδάκη είναι Δικηγόρος- Διεθνολόγος- Πολιτικός επιστήμονας

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ