ΑΠΟΨΕΙΣ
Αυτή η μεγαλειώδης τραγωδία, που ονομάζουμε μοντέρνα τέχνη
Η γλώσσα της σύγχρονης τέχνης είναι μυστηριώδης. Σου μιλάει με τόσα υπονοούμενα που ακόμη και οι «υπότιτλοι» που σου βάζει ο επιμελητής της έκθεσης αποτελούν κι αυτοί κομμάτι των ανεξιχνίαστων εκθεμάτων
της Γεωργίας Καρβουνάκη
Η σχέση μου με τη μοντέρνα τέχνη είναι σαν όλων των ζευγαριών: την αγαπώ αλλά δεν την καταλαβαίνω.
Την αγαπώ για τον ίδιο λόγο που δεν την καταλαβαίνω, για τις εναλλαγές της, την οικονομία της, την οικολογική συμπεριφορά της, την έκπληξη που παραμονεύει πίσω από κάθε έργο. Την αγαπώ, επίσης, γιατί από τη μια σου παίρνει λίγα -4 ευρώ και τέσσερις ώρες, στην προκειμένη περίπτωση- κι από την άλλη σου δίνει περισσότερα. Διότι είναι ανεκτίμητο να στέκεσαι μπροστά από το έργο και να ενεργοποιείς τα -όποια- εγκεφαλικά σου κύτταρα για να καταλάβεις «τι θέλει να πει ο ποιητής».
Με το μυαλό στη ρήση του Εντγκάρ Ντεγκά (που αυτός, τουλάχιστον, εμφανώς ζωγράφιζε μπαλαρίνες) ότι «η τέχνη δεν είναι αυτό που βλέπεις αλλά αυτό που κάνεις τους άλλους να δουν», προσπάθησα να ανασύρω από τα βάθη της μνήμης μου όσα θυμόμουν από τα μαθήματά μου και ιδού:
Βλέπεις, ας πούμε, ένα σωρό σκουπίδια απλωμένα στο λευκό πάτωμα του ΕΜΣΤ (Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, ΦΙΞ) και επικεντρώνεσαι σ’ αυτό και σπας το κεφάλι σου, στην καλύτερη περίπτωση κάνοντας αναγωγές οικολογικού ενδιαφέροντος ενώ στην πιο άβολη είσαι έτοιμος να παραπονεθείς για τον πλημμελή καθαρισμό του χώρου. Όοοοοχι! Μηηηη! Δίπλα υπάρχουν μια σκούπα κι ένα φαράσι, φυλακισμένα στο κουτί τους, για να σου δείξουν τα ποικίλα αδιέξοδα του σύγχρονου ανθρώπου που αισθάνεται εγκλωβισμένος και ανίκανος να τα βάλει με το κατεστημένο και να αποκτήσει τα εργαλεία που θα τον βοηθήσουν να καθαρίσει τη ζωή του από το περιττό και επιζήμιο, που εντούτοις ο ίδιος παράγει, παγιδευμένος στη μανία του καταναλωτισμού που του επιβάλλει το σύστημα. Έλα, όμως, που το κουτί είναι γυάλινο! Που σημαίνει ότι το άτομο πρέπει να ενεργοποιηθεί γιατί το σύστημα αυτό που τον καταπιέζει και τον χρησιμοποιεί είναι εύθραυστο και ο άνθρωπος μπορεί, αν θέλει, να το τσακίσει για να πετύχει τον στόχο του! Καλά, θα μου πεις, γιατί δεν μας το λέει με πιο απλά λόγια; Είμαστε κι εμείς μερικοί που «δεν τα παίρνουμε εύκολα», ούτε με υπότιτλους. Ε, λοιπόν, το επόμενο έργο είναι μια σύγχρονη κούκλα νοικοκυρά, που φοράει αυτάρεσκα την ποδιά της, χωρίς τίποτα άλλο από μέσα -σωβινιστικά γουρούνια! (δις)- και το μήνυμα είναι γραμμένο πάνω στην ποδιά αλλά στην ακατάληπτη γλώσσα του «ποιητή»!
Αυτό όλο μου γύμνασε επί αρκετή ώρα ικανό αριθμό εγκεφαλικών κυττάρων, τα οποία είναι τώρα ετοιμοπόλεμα για άλλα πεδία μάχης της καθημερινής μου ζωής.
Η γλώσσα της σύγχρονης τέχνης είναι μυστηριώδης. Σου μιλάει με τόσα υπονοούμενα που ακόμη και οι «υπότιτλοι» που σου βάζει ο επιμελητής της έκθεσης αποτελούν κι αυτοί κομμάτι των ανεξιχνίαστων εκθεμάτων. Πολύ περισσότερο όταν αυτοί βρίσκονται αρκετά μέτρα μακριά, με αποτέλεσμα να αποδίδεις στο έργο την ερμηνεία του διπλανού του χάνοντας για πάντα την ευκαιρία της μεταρσίωσης.
Πόσο εξοικειωμένος πρέπει να είναι ο επισκέπτης μιας τέτοιας έκθεσης για να κατανοήσει όχι μόνον το στήσιμό της αλλά και το βαθύτερο νόημα «αυτής της μεγαλειώδους τραγωδίας που ονομάζουμε μοντέρνα τέχνη»; Προσωπικά αισθάνθηκα ανεπαρκής μπροστά σ’ αυτό το μεγαλείο αν και δεν μπαίνω για πρώτη φορά σε έκθεση. Θα αισθανόμουν, μάλιστα, εντελώς άχρηστη αν και η φίλη εικαστικός που ήμασταν παρέα δεν εξέφραζε παρόμοιες απορίες με τις δικές μου.
«Το να ισχυρίζεται κανείς ότι ένα έργο τέχνης είναι καλό, αλλά η περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούν να το κατανοήσουν, είναι σαν να λέει ότι ένα φαγητό είναι καλό, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούν να το φάνε», έγραψε ο Λέων Τολστόι. Ομολογώ ότι συχνά σηκώνομαι νηστική από το γεύμα στις εκθέσεις μοντέρνας τέχνης και πετάγομαι μέχρι την πιο κοντινή γκαλερί-σουβλακερί.
Και πάνω που στάθηκα με υπομονή, μεθοδικότητα, φαντασία, θαυμασμό ανυπόκριτο μπροστά από ένα έργο που ξεχείλιζε από ρεαλισμό, χρώμα, κίνηση, φωτοσκιάσεις, συμβολισμούς και έφτασα στα προκαταρκτικά πανηγυρισμού ότι -επιτέλους!!!!- κατάφερα να αποκρυπτογραφήσω το βαθύτερο νόημά του… ε, τότε ήταν που αντιλήφθηκα ότι στεκόμουν μπροστά στο παράθυρο της αίθουσας κι έβλεπα την πόλη ν’ απλώνεται μπροστά μου, με τον περήφανο Λυκαβηττό στο βάθος να στηρίζει το ένα σύμβολο, την ελληνική σημαία, ενώ το άλλο στηριζόταν από μια μεταλλική βάση στο απέναντι βενζινάδικο, το κίτρινο κοχύλι-σήμα μιας από τις επτά αδελφές!
Βγήκα και περπάτησα στη βροχή. Την αγαπώ και την καταλαβαίνω.
Υγ. Μιλάω για τη documenta 14 χωρίς προκατάληψη, χωρίς καν υπόνοια για πολιτικές και άλλες σκοπιμότητες αν και υπάρχει έντονα σε κάποια έργα και πολιτική και κοινωνική χροιά. Τα περί ελληνογερμανικής σύμπραξης και οι προεκτάσεις του θέματος αυτού είναι αστικοί μύθοι που κάποιοι δημιουργούν, κάποιοι άλλοι αναπαράγουν και κάποιοι τρίτοι πιστεύουν, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Το γεγονός, πάντως, ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί η τέχνη για να εξυπηρετήσει σκοπούς δείχνει και την τεράστια αξία της.
Αν και η τέχνη επιστρατευόταν σχεδόν από πάντα, στην πραγματικότητα η δημιουργία είναι η ανάγκη ενός βαθιά ευαίσθητου πλάσματος, του καλλιτέχνη, να αδειάσει τις ευαισθησίες του μπροστά στα πόδια μας. Είναι μια εξομολόγηση για ν’ αλαφρώσει την ένοχη συνείδησή του, κατά τον Αλμπέρ Καμύ, δηλαδή να σώσει την ψυχή του. Του οφείλουμε γι αυτό σεβασμό και κατανόηση, όντες υποχρεωμένοι να συμπράξουμε στη διαδικασία και όχι να τον ευνουχίσουμε επειδή ζωγραφίζει πράσινους ουρανούς και μπλε λιβάδια. Αυτά τα έκανε μόνον ο Αδόλφος Χ.
Την κατακλείδα μας δίνει ο Μίλαν Κούντερα: «Δεν μπορείς να καταλάβεις τίποτα για την τέχνη, ιδιαίτερα τη μοντέρνα τέχνη, αν δεν καταλαβαίνεις ότι η φαντασία είναι μια αξία από μόνη της».