ΑΠΟΨΕΙΣ

Αίγινα, εκεί που ο Νίκος έγινε Καζαντζάκης

Η Αίγινα ήταν στην καρδιά του μέχρι το τέλος της ζωής του.

No profile pic

Του Θανάση Γιαπιτζάκη

 

«Συλλογίζομαι την Αίγινα. Και λέω, τι τέρας πρέπει να είναι ο άνθρωπος, τι άπληστο θηρίο η ψυχή, για να αφήσει τέτοια ανεκτίμητα αγαθά και να περιπλανιέται μακριά, μέσα στη βροχή και στην ομίχλη». (Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ )

 

      Κανείς από τους πολλούς δεν ξέρει ότι η Αίγινα - ένα μέρος της αναψυχής των Αθηναίων και μια από τις κοντινότερες αποδράσεις τους σε νησιωτικούς προορισμούς - υπήρξε το λίκνο των εμπνεύσεων και της επίμοχθης πνευματικής δουλειάς ενός μεγάλου Κρητικού. Κι όμως, η Αίγινα μέχρι σήμερα δοξάζεται από δύο μη αιγινίτικα «Κάπα». Μετά το όνομα του Καποδίστρια, που την είχε διαλέξει για επίκεντρο των προσπαθειών του να φτιάξει το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, το σπουδαιότερο όνομα που προφέρει στην νεότερη εποχή στα εδάφη της, είναι του Καζαντζάκη.  

      Πώς συνέβη αυτό; Όλα άρχισαν όταν πρωτοήρθε, στα τέλη Μαΐου του 1925, ο κατοπινός εκφραστής του σύγχρονου ελληνικού δονκιχωτισμού στο παγκόσμιο γίγνεσθαι των γραμμάτων Νίκος Καζαντζάκης. «Ο ασυμβίβαστος, ο ιδιότυπος, ο άνθρωπος που δεν έμπαινε σε καλούπια και σε κανόνες» όπως τον χαρακτήρισε σε ομιλία του στην Αίγινα ο καθηγητής Δημήτρης Νικολόπουλος. Εκείνη την πρώτη φορά έμεινε για λίγες μέρες, μέχρι τις αρχές Ιουνίου. Από τότε μέχρι το 1946 έμελλε να μένει στην Αίγινα, για περιοδικά χρονικά διαστήματα, όταν δεν έλειπε στα μεγάλα ταξίδια του στο Εξωτερικό ή στις λιγόχρονες επισκέψεις του στην Αθήνα, στον Άθω, στην Κρήτη.

      Γιατί είχε διαλέξει την Αίγινα; Για να βρίσκεται κοντά στην Αθήνα και να φτάνει εύκολα εκεί όταν του το επέβαλαν πρακτικές ανάγκες, αλλά και για να είναι μακριά από αυτήν ώστε να μπορεί να απομονώνεται. Το σχολιάζει ξεκάθαρα σε γράμμα του στον Ρεθυμνιώτη φίλο του Παντελή Πρεβελάκη: «Η Αθήνα είναι φρικαλέα πάντα, και κλαίω τις μέρες τις εξαίσιες που έχασα μακριά από την Αίγινα». 

      Ό,τι ξέρουμε σήμερα για τη ζωή του στην Αίγινα, το παίρνουμε από πληροφορίες που αντλούμε από την αλληλογραφία του με τη δεύτερη σύζυγό του Ελένη Σαμίου-Καζαντζάκη, καθώς και με τον συμπατριώτη του Παντελή Πρεβελάκη.

      Δύο χρόνια μετά την πρώτη γνωριμία του με το ήμερο νησί του Σαρωνικού, ο συγγραφέας  ξανάρχεται. Ο μήνας είναι πάλι Μάιος, το ημερολόγιο έγραφε 19 Μαΐου 1927. Έχει τώρα μαζί τον ζωγράφο Τάκη Καλμούχο  και νοικιάζουν μαζί για μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου ένα μικρό παράσπιτο της οικίας του Παύλου Χάννου στην οδό Αφαίας (Σήμερα κατοικείται από την οικογένεια  Μαγκλή). Μέσα στο μικρό αυτό οικοδόμημα αρχίζει να ταξιδεύει. Στην «Οδύσεια» (όπως την επιγράφει, χωρίς δεύτερο σίγμα) και στα «Ταξιδιωτικά» του. Τον Απρίλιο του άλλου έτους, του 1928, στην πασχαλινή περίοδο, έρχεται στο ίδιο σπίτι, αυτή τη φορά με τον Παντελή Πρεβελάκη που φωτογραφίζει τον ψιλόλιγνο Κρητικό και στο σπιτάκι και στον ναό της Αφαίας. Αφαία σημαίνει άφαντη, εξαφανισμένη, και είναι αναφορά στην Κρητικιά παρθένα Βριτόμαρτι και όχι στην θεά Αθηνά.

 

 

      Ύστερα ο Καζαντζάκης έφυγε για μεγάλα σε διάρκεια ταξίδια σε άλλα ευρωπαϊκά μέρη. Θα επιστρέψει στην Αίγινα τον Δεκέμβριο του 1930 και θα μείνει μέχρι τα τέλη Μαΐου του 1931. Αυτή τη φορά δεν κατοίκησε στο παράσπιτο του Χάννου, αλλά στην οικία του φίλου του δικηγόρου Γιάννη Αγγελάκη. Για βιοποριστικούς λόγους συγγράφει εκεί ένα Γαλλοελληνικό λεξικό σε Δημοτική και σε Καθαρεύουσα.  

      Αυτή η νέα διαμονή περιλαμβάνει, εκτός από το σπίτι, μεγάλο κτήμα ολόγυρα με δέντρα και λουλούδια, αλλά και με μια ησυχία που ενθουσιάζει τον Κρητικό ασκητή. Σήμερα στην οικία αυτή κατοικοέδρευε η κόρη του Αγγελάκη, η ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ, που την είχε βαφτίσει ο Νίκος Καζαντζάκης τον Δεκαπενταύγουστο του 1940. Τότε που δεν βυθιζόταν μόνο η μικρή Κατερίνα μέσα στο νερό, αλλά και το καταδρομικό «Έλλη» στην Τήνο, χτυπημένο από τορπίλη σταλμένη από το υποβρύχιο του Ιταλού Αϊκάρντι.  

      Το κτήμα του δικηγόρου θα κάνει τον συγγραφέα να δει αλλιώς την Αίγινα. Επιθυμεί δικό του έδαφος και εξουσιοδοτεί τον Αγγελάκη να του βρει κτήμα στην Αίγινα. «Μην ξεχνάς το οικόπεδο στην Αίγινα. Εκεί είναι η σωτηρία» του γράφει από το Παρίσι στις 12 Ιουνίου 1931. Νέο μεγάλο πολύμηνο ταξίδι στην εκτός Ελλάδας Ευρώπη. Θα επιστρέψει στις αρχές Απριλίου του 1933 στην Ελλάδα και αμέσως, από τις 12 του μηνός, τον βρίσκουμε στην Αίγινα όπου κατοίκησε μέχρι τον Οκτώβριο του 1934. Και αυτή τη φορά στην Αίγινα, αλλά σε άλλο σπίτι. Είναι στο σπίτι της Μαίρης Πάντου, ξαδέλφης της Ελένης Σαμίου. «Η Ελένη Σας χαιρετά και τους δυο και χαίρεται που θα γίνουμε, «με του κύκλου τα γυρίσματα», γειτόνοι στην Αίγινα» γράφει στον Αγγελάκη στις 7 Μαρτίου 1932. Είναι η σπάνια φορά εκείνη τη μέρα που εκφράζει συναισθηματικά εκ βαθέων το δέσιμό του με αυτό το μέρος: «Χάρηκα που επιτέλους τελειώνει η υπόθεση του οικόπεδου. Μια περίεργη σταθερότητα - εντελώς αστήριχτη - νιώθω όταν συλλογούμαι πως στον έρημο αυτό βράχο μπορώ μια μέρα να ζήσω και να πεθάνω. Πολύ θα χαρώ να γένει εκεί το μνήμα μου (Αν πεθάνω ξαφνικά, Σε παρακαλώ δείξε αυτό το γράμμα στους συγγενείς μου να με θάψουν εκεί. Μιαν άλλη μέρα θα Σου γράψω και το επιτύμβιό μου)». 

 

 

      Μπορεί να λείπει για τέσσερεις μήνες σε Ιαπωνία και σε Κίνα, όμως θεάται στην αγαπημένη του Αίγινα στις 15 Ιουνίου του 1935. Τότε που το όνειρό του για δικό του κτήμα πραγματοποιείται. Έχει βρεθεί ένα, δίπλα σε παραθαλάσσια βράχια και στο κύμα, στα Πλακάκια στη βόρεια περιοχή Λιβάδι. Το συμβόλαιο αγοράς υπογράφεται στην Αίγινα, στο συμβολαιογραφείο του Σ. Ζωγράφου, με ημερομηνία 15 Ιουνίου 1935. Το τίμημα 14.000 δραχμές. Λίγους μήνες αργότερα, το μοιράζεται με τον ζωγράφο Τάκη Καλμούχο, που μαζί του πριν δέκα χρόνια είχε ανακαλύψει τη μαγεία του αιγινίτικου τοπίου. Χωρίς να χρονοτριβήσει ‘άλλο, κάνει όλες τις ενέργειες για χτίσιμο σπιτιού, με σχεδιασμό του γνωστού του αρχιτέκτονα Βασίλη Δούρα. Το μόνο που έχει πει, να είναι πετρόχτιστο, να μοιάζει με κάστρο. Όλον τον ερχόμενο χειμώνα είναι απορροφημένος με την «Οδύσεια», βρισκόταν τότε στην πέμπτη γραφή της.  Το πρώτο θεμέλιο ήταν υδάτινο, ανοίγει πηγάδι. Την ίδια εποχή μεταφράζει ξένα θεατρικά και τον «Φάουστ» του Γκαίτε στα ελληνικά – και στα γαλλικά τον «Βραχόκηπο» του. Επίσης τότε γίνονται τα πρώτα γραψίματα του «Καπετάν Μιχάλη». Για δύο μήνες λείπει στην Ισπανία, απεσταλμένος της εφημερίδας «Καθημερινή».

      Ο πρόσφυγας από την Τραπεζούντα Θεόδωρος Ιγνατιάδης και ο γιος του Στέλιος, δυο «κολοσσοί Μικρασιάτες» όπως τους ανέφερε η Ελένη Σαμίου, χρειάστηκε να είναι οι χτίστες για το Αιγινίτικο «κάστρο» του Καζαντζάκη. Το σπίτι παραδίνεται στον συγγραφέα τον Απρίλιο του 1937. Στο πάνω μέρος θα βάλει το γραφείο του, όπου πάνω του θα υλοποιήσει το τίμημα της μοναξιάς. Στον βορεινό τοίχο θα έχει εντοιχισμένη μια ξύλινη γοργόνα παρμένη από ακρόπρωρο πλοίου, στον ανατολικό τοίχο θα υπάρχει ένα θρησκευτικό σύμβολο της Ιαπωνίας, ο Τροχός του Σιντοϊσμού, φτιαγμένος με χρυσές και με μαύρες ψηφίδες από τη γλύπτρια Έλλη Βοῒλα. Από τα τέλη του 1936 μέχρι τα τέλη του 1938 βρίσκεται στην Αίγινα. Γράφει την τραγωδία «Μέλισσα» τριγυρνώντας νοερά στη Μινωική Κρήτη, γράφει κάποια από τα κάντος του,  ολοκληρώνει την «Οδύσεια» των 33.333 στίχων με την έκτη, την τελευταία γραφή του. Θα εκδοθεί στην Αθήνα σε ογκώδες σχήμα. Από την Αθήνα φεύγει πιο μακριά από την Αίγινα, στο δρόμο του για το Λονδίνο. Εκεί, στις 2 Ιουλίου του 1939 θα στείλει μήνυμα στον Αγγελάκη: «Συλλογίζομαι την Αίγινα – το σπίτι, τον ήλιο, τη μπλάβη θάλασσα – και λέω τί τέρας πρέπει να ’ναι ο άνθρωπος, τι άπληστο θεριό η ψυχή, για ν’ αφήνει τέτοια ανεχτίμητα αγαθά και να περιπλανιέται μακριά, μέσα στη βροχή και στην ομίχλη». Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου θα επιστρέψει στην Αίγινα, θα πεταχτεί για λίγο στην Κρήτη και θα ξανάρθει στην Αίγινα.

 

 

      Τότε ξεσπάει ο πόλεμος που έμελλε να γίνει παγκόσμιος. Όλα τα χρόνια της Κατοχής της Ελλάδας τα ζει στην Αίγινα, διακόπτοντας τη διαμονή του με ολιγοήμερες επισκέψεις στην Αθήνα. Το νησί κυριαρχείται από το φάσμα της κατοχικής πείνας. Μοιράζεται την θλιβερή πρωτιά θανάτων από πείνα με το νησί του Άη Στράτη. Πολλές θα είναι οι φορές που ο λιτοδίαιτος Νίκος Καζαντζάκης θα βιώσει τη στέρηση της τροφής τρεφόμενος ακόμα πιο λιτά, σαν ασκητής στην έρημο, ξεδιπλώνοντας την πνευματική του αντοχή. Που και που Αθηναίοι γνωστοί του καθώς και η Ελένη Σαμίου του φέρνουν κάποια φτωχά σε είδος και σε ποσότητα φαγώσιμα. Το ίδιο φίλοι και γείτονες στην Αίγινα. Όμως κι ο Κρητικός κάνει ό,τι μπορεί από την πλευρά του. Από την Ελένη ακούστηκαν δυο παραδείγματα: (α) Μια μέρα της χόρεψε τον «χορό των μπιφτεκιών» για να ξεχάσουν την πείνα τους, όπως μου εμπιστεύτηκε σε συνέντευξη που της είχα πάρει στην Νέα Υόρκη (β) Λίγους μήνες πριν έλθει η Κατοχή, ο Καζαντζάκης είχε αποκτήσει ένα μεγάλο πιθάρι και το είχε γεμίσει λάδι. Αυτό το λάδι έμελλε να σώσει αρκετά παιδάκια στη γειτονιά του στο Λιβάδι της Αίγινας.

      Και δεν έμεινε μόνο στον χορό των μπιφτεκιών που έκανε στην Ελένη Σαμίου. Ένας άλλος παλιός γνώριμος ζωντανεύει την πένα του στο σκελετωμένο του χέρι: Ο Γιώργης Ζορμπάς, που στο μυθιστόρημα παίρνει το όνομα Αλέξης. Έτσι, στις σκοτεινές μέρες της διατροφικής του στέρησης, γράφει το πιο κεφάτο του έργο, που πολύ αργότερα, μέσω κινηματογράφου και πολλών μεταφράσεων, θα έφτανε σε όλες τις γωνιές της Γης.

      Σε κάποιο σημειωματάριο του μεγάλου συγγραφέα έχουν μείνει καταγεγραμμένα όλα τα έργα με τόπο την Αίγινα και χρόνο τη σκληρή Κατοχή: «Έγραψα: «Αγγλία», «Γιαγκ Τσε», «Τριλογία Προμηθέα», «Ταξιδεύοντας Ρωσία», «Καποδίστρια», «Κωνσταντίνο Παλαιολόγο», «Μακιαβέλι», ξανά «Δάντη», «Άγιο Φραγκίσκο» και μεταφράσεις «Ιλιάδα» «Οδύσσεια».

 

 

      Η απελευθέρωση, το 1945, τον βρίσκει στην Αθήνα, όπου και παραμένει κάνοντας μόνο ολιγοήμερες αποδράσεις στην Αίγινα. Ο λόγος που βρίσκεται  τη χρονιά εκείνη απέναντι από το νησί είναι πολιτικές ζυμώσεις στην Αθήνα και κάποια σχέδια που έχουν να κάνουν με το Εξωτερικό. Είναι η εποχή που παντρεύεται την Ελένη Σαμίου. Είναι η δεύτερη γυναίκα του, έχει προηγηθεί η Γαλάτεια Αλεξίου. Και οι δύο παραμένουν μέχρι σήμερα  με το όνομα του σπουδαίου συζύγου τους, Ελένη Καζαντζάκη και Γαλάτεια Καζαντζάκη. Για δυόμισι μήνες γίνεται υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου με καθήκοντα Πολιτισμού στη μεταπολεμική κυβέρνηση του Θεμιστοκλή Σοφούλη. Την επόμενη χρονιά, το 1946, θα βρεθεί για τελευταία φορά στην Αίγινα μένοντας στο «κουκούλι» του, όπως το έλεγε το σπίτι του, από τις 18 Απριλίου έως στα τέλη Μαΐου. Τέλη Μαΐου ήταν πριν είκοσι χρόνια η γνωριμία του με το νησί, τέλη Μαΐου έκλεισε με μαγικό τρόπο αυτός ο κύκλος ζωής.

      Γράμμα του στον Πρεβελάκη αποκαλύπτει για μια ακόμη φορά την αγαστή σχέση του με το νησί: «Αίγινα, εδώ Παράδεισος. Πώς μπόρεσα κι έφυγα και προς τί;»  

      Έφυγε προς Αγγλία. Έκτοτε, δεν γύρισε ποτέ στην Ελλάδα. Επτά χρόνια αργότερα, το 1953, θα έλεγε στον Πρεβελάκη: «Έφυγα για σαράντα μέρες από την Αίγινα και δεν αξιώθηκα να ξαναγυρίσω».

      Τί απέγινε το σπίτι του στο νησί του Σαρωνικού, αφού ποτέ πια δεν επέστρεψε; Μαθαίνουμε ότι η γυναίκα του η Ελένη βάλθηκε να το πουλήσει. Έτσι όπως ήταν, με όλα του τα υπάρχοντα. Εξαιρούσε μόνο τη βιβλιοθήκη. Στα γραπτά της Έλλης Αλεξίου, της αδελφής τής Γαλάτειας, μαθαίνουμε για την τύχη του: «Πουλήθηκε και το σπίτι του της Αίγινας, για 550 λίρες, στον ανιψιό του Σεγρεδάκη». Αμέσως μετά, καταγράφονται διαφωνίες. Πρώτα του Καζαντζάκη «Κι ήθελε μ’ όλη του την καρδιά να το χαρίσει στον Πρεβελάκη. Δεν πρόλαβε…» και μετά δικιές της: «Πώς μπόρεσαν χέρια να υπογράψουν τέτοια συμβόλαια; Δεν μπορούσε να δοθεί στον Δήμο, να μείνει όπως ήταν και να γίνει ιερό προσκύνημα σε όσους επισκέπτονταν την Αίγινα;» 

      Λίγο πιο πέρα στη διαφωνία της, η Έλλη Αλεξίου, που γνώριζε τον μεγάλο Κρητικό διανοητή, από μικρή και σε όλη του τη ζωή, επανέρχεται: «Ακόμη και τα παζαρέματα για την πούληση του σπιτιού της Αίγινας η Ελένη τα έκανε. Και τελικά, με δική της πρωτοβουλία, πουλήθηκε στον Νίκο Κουτουλάκη για 550 λίρες. Ενέργεια επιπόλαιη, σχεδόν τραγική. Να βλέπουν οι περίοικοι τα παιδιά του Ν. Κουτουλάκη να παίζουν με αντικείμενα του Νίκου. Να σχίζουν τα γιαπωνέζικα ψάρια, να κουβαλούν στη θάλασσα τα χρωματιστά λαμπιόνια…Ενός σπιτιού, που έπρεπε να μείνει ιερό, ανέγγιχτο, τόπος προσκυνήματος».

      Και λίγο πιο κάτω: «Συμβαδίζουμε με την εποχή μας, μα η ψυχή αποζητάει, διψάει, βασανίζεται για λίγο ρομαντισμό. Θέλουμε κι εμείς να μπούμε στην ατμόσφαιρά του, να δούμε απ’ τα παράθυρα τις θέες που τον ξεκούραζαν, να βγούμε στο ίδιο μπαλκόνι, ν’ ακουμπήσουμε στους ίδιους παραστάτες, να σταθούμε κάτω από την κληματαριά – συνήθιζε ν’ ακουμπάει στον τοίχο του μπαλκονιού, στα περβάζια των παραθυριών και της πόρτας – μα οι χώροι αποξενώθηκαν. Αλλόγλωσσοι περιδιαβάζουν κι ασυνεννόητοι».  

 

 

      Πώς ζούσε τα χρόνια που βρισκόταν στην Αίγινα; Η καθημερινότητά του ήταν πολύωρη πνευματική εργασία. Απίστευτα πολύωρη. Ξυπνούσε στις πέντε το πρωί και δούλευε μέχρι τις οκτώ το βράδυ. Το περιγράφει σε γράμμα του: «Θάλασσα, ήλιος, ησυχία…ξυπνώ ξημερώματα, αρχίζει ο ιερός μόχτος, συλλογούμαι την «Οδύσσεια»,μαγειρεύω, δεν μιλώ, δεν βλέπω κανέναν, ο χρόνος είναι γεμάτος ουσία…»Υπήρχε μόνο μια μικρή ανάπαυλα το μεσημέρι για λιτό γεύμα και ένα ακόμα διάλειμμα για τσάι στις πέντε το απόγευμα. Κολυμπούσε στην παραλία, εκεί μπροστά στο σπίτι. Δεχόταν επισκέψεις από φίλους, εργάτες του πνεύματος σαν εκείνον, που έρχονταν να τον δουν από την Αθήνα ή από το Εξωτερικό. Στο σπίτι της Αίγινας φιλοξενήθηκαν ο Άγγελος Σικελιανός, ο Στρατής Μυριβήλης, ο Παντελής Πρεβελάκης, ο Ηλίας Βενέζης, ο Αλέξης Μινωτής, ο Μανώλης Τρανταφυλλίδης, ο Απόστολος Μελαχρινός, ο Θράσος Καστανάκης, ο Νίκος Καββαδίας, ο Γιώργος Θεοτοκάς, κ.α. Αλλά και ο Καζαντζάκης επισκεπτόταν γείτονες, φίλους, και άλλους απλούς ανθρώπους της Αίγινας.

      Στα καφενεία δεν πήγαινε, γιατί τα θεωρούσε χάσιμο χρόνου. Ξεκινούσε όμως από το σπίτι του ευθυτενής και βάδιζε ένα σκονισμένο γεμάτο λακκούβες δρόμο. Σήμερα είναι ασφαλτοστρωμένος και λέγεται Λεωφόρος Καζαντζάκη και οδηγεί, όπως τότε, στο λιμάνι της Αίγινας. Εκεί που τελειώνει ο δρόμος αυτός, ανάμεσα στα δένδρα της εισόδου στον αρχαιολογικό χώρο βρίσκεται η προτομή του, έργο του Σ. Βαλασάκη. Από κει και πέρα επισκεπτόταν φίλους όπως ο Αγγελάκης, ο Ανδρουλιδάκης, ο Χάνος, ο Γαλάνης, ο Μαγκλής. Υπήρχαν φορές που δεν περπατούσε, αλλά έπαιρνε τη μόνιππο άμαξα του γείτονά του Μιχάλη Τζίτζη, του «Βάσανου» όπως τον έλεγαν. 


 

      Από τον μελετητή της τοπικής Ιστορίας γιατρό Γεώργιο Μπόγρη, στον οποίο οφείλω τις ιστορικές πηγές που χρησιμοποιώ, μαθαίνουμε και λεπτομέρειες αυτής της καθημερινότητας του Νίκου Καζαντζάκη στην Αίγινα. «Για τρόφιμα» μας λέει ο Μπόγρης «πήγαινε στο μπακάλικο του Βέκιου απέναντι από του Παγούδη. Πάστες από το ζαχαροπλαστείο του Προκόπη Χατζηιωαννίδη και κάποια βράδια με παρέες στην ταβέρνα του Μαρίνη στο Λιβάδι». Εκεί που, γράφει σε ένα γράμμα του, στον καιρό της Κατοχής κόντεψε να τον σκοτώσει μια βόμβα.

      Η φιλία του με κάποιους Αιγινήτες θα συνεχιστεί με αλληλογραφία όταν τελικά θα εγκατασταθεί, μόνιμα πλέον, στην Αντίμπ της νότιας Γαλλίας, στην αρχαία αποικία των Ελλήνων Φωκαέων Αντίπολη. Σε ένα γράμμα του μπερδεύτηκε ή το έκανε σκόπιμα δεν ξέρουμε, έγραψε αντί Αντίπολη «Αίγινα, 24 Σεπτέμβρη, Σάββατο». Η Αίγινα ήταν στην καρδιά του μέχρι το τέλος της ζωής του.

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση