ΑΠΟΨΕΙΣ
Τα άγνωστα ημερολόγια της μαντάμ Ορτάνς στον Άγιο Νικόλαο
Επανάσταση, Διπλωματία και Ανεξαρτησία, ήθελαν κι αυτές τα πούπουλά τους, τα μαλακά τους στρωσίδια για ν’ αυγατίσουνε. Η επαναστατημένη Κρήτη και οι προστάτες της, είχανε ανάγκη το γυναικείο χάδι για ν’ αντέξουνε στ’ άρματα και στη διπλωματία.
Γαντζωμένο στους θαλασσινούς του θρύλους το Μαντράκι, η πλωτή πολιτεία του Μεραμπέλλου, περασμένα μεσάνυχτα, ακόμη ξαγρυπνούσε. Στο καφενείο του Χανιωτάκη αντιφεγγίζανε τα λαδολύχναρα που ίσα-ίσα φαινότανε από το ντουμάνι των ναργιλέδων και των στριφτών. Απέξω, μόνο οι τσερφαλίδες και η φωνή της κουκουβάγιας ακουγότανε κάπου-κάπου. Μέσα, οχλαγωγία και πηχτό πούσι από την κάπνα. Πατείς με πατώ σε. Τα κορίτσια που ήταν στη δούλεψη του Χανιωτάκη και της συζύγου του Ορτανσίας, ήταν μοναδικός κράχτης για δουλειές με φούντες. Η επαναστατημένη Κρήτη και οι προστάτες της, είχανε ανάγκη το γυναικείο χάδι για ν’ αντέξουνε στ’ άρματα και στη διπλωματία. Σταθμός επιβίβασης–αποβίβασης το λιμανάκι της πόλης στα 1909. Λεπρονήσι Σπιναλόγκας, Χάνδακας, Σητεία και Ιεράπετρα οι προορισμοί. Το εμπόριο και οι αφίξεις-αναχωρήσεις έδιναν κι έπαιρναν.
Το στέκι του λιμανιού, στις αποχρώσεις μιας ξέθωρης ακουαρέλας που ξέβαψε από τον καυτό κρητικό ήλιο ήτανε πάντοτε φίσκα από πελατεία. Ντόπιοι με άκουρα λάσια γένια κι αχτένιστα μαλλιά, τσιγκελωτά χοντρότριχα μουστάκια, φουφούλες βράκες και σκληρόπετσα στιβάνια. Οθωμανοί κοιλαράδες έμποροι που είχανε ξεμείνει με πολύγυρα φέσια και σκουροπράσινα καφτάνια που ρουφούσανε ναργιλέδες. Αρμυροπότιστοι ντόπιοι ψαράδες που ολημερίς μπαλώνανε τα δίχτυα τους απέξω, καλοζωισμένοι Κριτσώτες λαδέμποροι και Ελουντιανοί λιανοτσίτσιροι χαρουπέμποροι που περιμένανε το ξημέρωμα να φορτώσουνε τα μαξούλια τους στη γολέτα του Χατζή Πιτίδιου για το Χάνδακα.
Η νύχτα δεν περνούσε εύκολα μονάχα με το ξιδιασμένο κρασί και τους φτωχομεζέδες. Γι’ αυτό και ο Χανιωτάκης είχε φροντίσει μαζί με τη σύνευνή του Ορτανσία, τη διασκέδαση της πελατείας με κορίτσια.
Πάνε τώρα δέκα χρόνια και βάλε, που η Αδελίνα κατέφτασε με μια ντουζίνα άλλες κοπέλες από τη Μαρσίλια στη Σούδα. Η ανησυχία και ο συγκρητισμός δεν τις άφηνε ήσυχες, κι έτσι μετακομίσανε κατά τ’ ανατολικά. Επανάσταση, Διπλωματία και Ανεξαρτησία, ήθελαν κι αυτές τα πούπουλά τους, τα μαλακά τους στρωσίδια για ν’ αυγατίσουνε. Όλοι αναζητούσανε στο καφενείο του λιμανιού μια ψευδαίσθηση φυγής, μια περιπέτεια γλυκόστιφη σαν αμαρτία. Ήδη δώδεκα χρόνια η Ορτανσία και τα κορίτσιά της, δάμαζαν τους Κρητικούς. Νυχτοπάλευαν με θεριά ανήμερα και τα μέρωναν.
Τώρα εδώ και κανένα χρόνο, η Ορτανσία μαζί με το φίλο της Χανιωτάκη, είχανε ανοίξει την επιχείρηση. Όλα τους πήγαιναν πρίμα. Δεν πρόλαβαν να την ανοίξουν, και η Διοίκηση μετά του Νομάρχη, υπέγραψε απόφαση με την οποία επιτρεπόταν στον ιδιοκτήτη του μαγαζιού «Νικόλαον Χανιωτάκην, καφεπώλην, κάτοικον Αγίου Νικολάου να έχη ανοικτόν το κατά την ακτήν κείμενον καφενείον του εντός της κωμοπόλεως Αγίου Νικολάου, μέχρι και της 3ης μετά το μεσονύκτιον ώρας».
Έξω στο μουράγιο και το αυλάκι της λίμνης η θάλασσα ασημοστραφτάλιζε στο ολόγιομο φεγγαρόφωτο. Λαγοκοιμότανε κι αυτή, κι ευτυχισμένη χαιρότανε το προνόμιό της να κεντά δαντελωτά ακρογιάλια ίσαμε τον Αφορεσμένο και την Ψείρα κατά το Καβούσι. Οι μαούνες στη σειρά με τις ψαρόβαρκες και τα καΐκια κανακίζονταν από τη φουσκοθαλασσιά που έσβηνε στο κρηπίδωμα. Έξω από το καφενείο, ντανιασμένα στη σειρά βαρέλια με λάδια και πιο δίπλα δεκάδες σακιά με χαρούπια που το πρωί θα φορτώνονταν κι εκείνα στο μπρίκι του Σαϊτονικολή για το Μεγάλο Κάστρο, αφού πρώτα θα ‘κανε μια στάση στο πόρτο της Σπιναλόγκας απ’ όπου θα φόρτωνε αμυγδαλόψυχα για τη Σμύρνη. Ο αέρας μύριζε κάτι ανάμεσα σε πισσασμένα καραβόσκινα, πετρέλαιο, νταγκιασμένα λάδια και χαρούπια. Κι ανάλογα με το φύσημά του, σου ‘ρχοτανε στη μύτη τσίκνα από το κρασοπουλιό του Χανιωτάκη, τσικουδιά και ξιδιασμένο κρασί. Και στ’ αυτιά σου, οχλαγωγή και ατέλειωτα χαχανητά.
Ώσπου ξαφνικά καμτσικιές ακούστηκαν στον αέρα. Ποδοβολητό από τις τρεις μαύρες φοράδες της χωροφυλακής που κάλπαζαν κατά το καφενείο και χτυπούσαν ρυθμικά τα πέταλα πάνω στο πλακόστρωτο της προκυμαίας. Ο σταθμάρχης με δυο χωροφύλακες προέλαυνε για κάνει ξαφνικό έλεγχο στου Χανιωτάκη. Επέμενε ότι η απόφαση του Νομάρχη ήταν παράνομη γιατί «…στο καφωδείον σύχναζαν γύναια αναιδέστατα, εψιμιθυωμένα και ασέμνως ενδεδυμένα τα οποία δια προκλητικών του σώματος κινήσεων παρασύρουν τον απλόν κόσμον εις τον βόρβορον της εξαχρείωσης». Σόδομα και Γόμορα στον Άγιο Νικόλαο, σκέφτηκε ο λειτουργός της εννόμου τάξεως και των χρηστών ηθών!
Τα κορίτσια μέσα στο μισοσκόταδο έγιναν καπνός. Έτρεχαν από δω κι από κει για να εξαφανιστούν στις κρύπτες του μαγαζιού που ο Χανιωτάκης είχε προνοήσει για να γλυτώνει από τις τακτικές εφόδους της τοπικής χωροφυλακής. Για πρώτη φορά και η Ορτανσία πήρε μαζί της ένα τρίχινο υφαντό ντορβά, έριξε μέσα ένα μικρό μεταλλικό κασελάκι με προσωπικά της αντικείμενα και εξαφανίστηκε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας μεταμφιεσμένη σε ζητιάνα…
Τη δεκαετία του 2010 σε αναστηλωτικές εργασίες ενός παλαιού σπιτιού του Αγ. Νικολάου από λιθοδομή, με τμήμα του των αρχών του περασμένου αιώνα, στην ευρύτερη περιοχή του λιμανιού της πόλης, βρέθηκαν μέσα σε θυρίδα της λιθοδομής μια μικρή μεταλλική κασετίνα με δύο μικρά τετράδια περίπου σαράντα σελίδων το καθένα και αρκετές φωτογραφίες, όλα σε καλή κατάσταση. Στο εξώφυλλο αναγράφονταν με καλλιγραφικά γράμματα στη γαλλική γραφή «ημερολόγια της Αδελίνας, της επονομαζόμενης μαντάμ Ορτάνς στην Κρήτη, από την άφιξή της στο νησί». Σε έρευνα που κάναμε διαπιστώθηκε, γεγονός που συμπίπτει με τα μέχρι σήμερα γνωστά ιστορικά δεδομένα, ότι επειδή ο τοπικός σταθμάρχης έκανε συχνές εφόδους στο καφενείο (ενίοτε αναφέρεται καφωδείο) του Χανιωτάκη, τα πολύτιμα τετράδια της Ορτάνς για να μην κατασχεθούν και καταστραφούν, μεταφέρθηκαν σε ασφαλή κρυψώνα σε κοντινό φιλικό σπίτι στην ευρύτερη περιοχή του λιμανιού της πόλης.
Τα καταιγιστικά γεγονότα, οι γνωστές ιστορικές εξελίξεις εκείνης της ταραγμένης εποχής, η ξαφνική απόφαση εγκατάλειψης της πόλης από το ζευγάρι και η αναζήτηση καλύτερης τύχης στην Ιεράπετρα, σίγουρα δεν επέτρεψαν στη μαντάμ Ορτάνς να πάρει μαζί της αυτά τα πολύτιμα ημερολόγια τα οποία προστατεύτηκαν από τη φθορά του χρόνου και σίγουρα πλέον θα φωτίσουν άγνωστες ιστορικές πτυχές της νεώτερης ιστορίας της Κρήτης. Όταν η 46χρονη πια Ορτάνς έφτανε στον Άγιο Νικόλαο, ο Καζαντζάκης τέλειωνε τις μεταπτυχιακέ του σπουδές το Παρίσι, και όταν εκείνη έφευγε για την Ιεράπετρα ο 26χρονος Καζαντζάκης έφτανε στο Ηράκλειο για να εκδώσει τη διατριβή του «Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας». Θα περνούσαν πολλά, πολλά χρόνια για να γίνει μαζί με το φίλο του Αλέξη Ζορμπά ηρωίδα του, και να πλεχτούν μύθοι γύρω από τη μορφή της.
Έναν και πλέον αιώνα μετά σε κάποιες από τις σελίδες αυτές διαβάζουμε:
«Σα φτάσαμε με τ’ άλλα κορίτσια κι αράξαμε μεσημέρι πια στη Σούδα, τα βουνά της Κρήτης μου φανήκανε τραχιά κι αφιλόξενα. Σκέφτηκα για μια στιγμή ότι μας πρόσμενε εκεί ένας τάφος. Κοίταξα καλά τα μπράτσα μου έτσι καθαρά καθώς ήτανε ακόμη. Στο εξής μελανιές μόνο θα τα γεμίζανε όπως κι όλο μου το σώμα. Μου φάνηκε φυσικό. Αυτή θα ήταν πλέον η δουλειά μου. Τέρμα για εμάς πια η Προβηγκία, τέρμα η Γαλλία. Άραγε όλη η ζωή μας σε τούτο το νησί του πολέμου, δεν θα ήτανε πλέον του χαμού; Η ζωή θέλει δύναμη για να την αντέξεις έτσι όπως σου τη σερβίρουν. Αλλά δεν έχεις δικαίωμα να αρνηθείς το πιάτο όσο απαίσιο κι αν είναι…»
Μια από τις πιο εντυπωσιακές περιγραφές της είναι η πρώτη συνάντηση με τους ναυάρχους των Μεγάλων Δυνάμεων πάνω στο γαλλικό πολεμικό πλοίο:
«Οι ναύαρχοι των Μεγάλων Δυνάμεων είχανε γίνει τόσοι δα μικροί για να χωρέσουν στον κόρφο μου, στα μάτια μου, στην αγκαλιά μου. Τ' άλλα κορίτσια ούτε που τα κοίταζαν. Σε εμένα μονάχα μηνούσανε από την αρχή με μια αρσενική βουλιμία για να βγω στο πλοίο. Δεν μπορώ να ξεχάσω ποτέ εκείνη την αυγουστιάτικη βραδιά στο σαλόνι αξιωματικών του Suchet, ήταν η πρώτη φορά που συναντούσα και τους τέσσερεις ναυάρχους. Με είχανε καλέσει στη «συνεδρίαση». Η τύχη της Κρήτης θα κρινότανε στα γαλάζια μεγάλα μάτια μου. Οι μεγάλοι καπεταναίοι των προστάτιδων δυνάμεων τούτου του άμοιρου νησιού, -έτσι τους είπανε- οι ναύαρχοι, σκύβανε πάνω στο χάρτη της Κρήτης σοβαροί και προβληματισμένοι. Κι έπειτα πίνανε γουλιά-γουλιά με ύφος τη σαμπάνια τους, και με γδύνανε με τα μάτια. Ξερογλειφόταν δήθεν για τη σαμπάνια που ξέμενε στα μουστάκια τους. Ξεθάρρεψα κι εγώ κι έκλεισα στα κλεφτά το μάτι στον Καναβάρο που μου γυάλιζε περισσότερο. Αρσενικό παλιάς ρωμαίικης κοπής. Λυθήκαν τα γόνατα του κακομοίρη του ναυάρχου. Έγνεψε τότε στο ναύτη και τους φέρανε ακόμη ένα καφάσι με σαμπάνιες. Τα μάτια τους πλέον είχανε πεταχτεί έξω. Τους έβλεπα που με ονειρεύονταν ολοτσίτσιδη να σπαρταράω σαν ψάρι…
Το βράδυ κείνο δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Οι ναύαρχοι στρογγυλοκαθήσανε στις πολυθρόνες τους αφού απομακρύνθηκαν από το χάρτη, κι εγώ καθόμουνα σ' ένα ντιβάνι. Χαϊδεύανε τα γένια τους, κάνανε πως διαφωνούσανε αναμεταξύ τους κι αγριεύανε. Ο Εγγλέζος Χάρις κάτι μουρμούρισε για βάσεις, ο Ρώσος Αντρέωφ είπε πως η Κρήτη πρέπει πάντα να υμνολογεί τον τσάρο, το καμάρι της Ορθοδοξίας, ο Γάλλος Ποτιέ ότι ήτανε εν αναμονή οδηγιών εκ Παρισίων και ο Ιταλός Καναβάρο τους θύμισε πως η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έφτανε κάποτε ως εδώ. Πολλές αμπελοφιλοσοφίες αραδιάζανε για πάνω από μιαν ώρα, δεν ξέρω κι εγώ πόσες σαμπάνιες είχανε αδειάσει. Σβήσανε τις γκαζόλαμπες και ο Ρώσος έτρωγε κουταλιές, κουταλιές το χαβιάρι. Ήπιανε, ήπιανε, τόσο που γίνανε όλοι τους σκνίπα στο μεθύσι. Αρχίσανε να με γδύνουν χασκογελώντας σα γουρούνια σε κοπρόλακο. Βαρέθηκα κι εγώ να τους βλέπω ν’ αγκομαχούνε, κι έβγαλα μόνη μου το στερνό μου ρούχο. Φωνάξανε μετά ένα ναύτη, κάτι του είπανε, κι εκείνος πήγε και τους έφερε ένα μαύρο που τον είχανε πλήρωμα. Ο μαύρος ήτανε μιλημένος. Γελούσε κι έδειχνε τα κάτασπρα δόντια του που ξεχωρίζανε στο σκοτάδι. Με ρίξανε τότε στο μεγάλο βαρύ τραπέζι των συνεδριάσεων εκεί που πριν μελετούσαν το χάρτη. Με λούζανε με όσες σαμπάνιες είχανε περισσέψει, έπειτα πέσανε και οι τέσσερεις πάνω μου σαν χοίροι κι αρχίσανε να με γλύφουνε. Ο Εγγλέζος γρύλιζε και βλαστημούσε τη βασίλισσα, ο Ρώσος βλαστημούσε το Χριστό, τον τσάρο και το σουλτάνο, ο Ιταλός χώθηκε με το μουσούδι στα μεριά μου, και ο Γάλλος με φώναζε ξανθιά Μαντόνα του. Έπειτα πέσανε αναίσθητοι στο ντιβάνι και είπανε του μαύρου πως ήρθε η σειρά του. Εκείνος χίμηξε ολόγυμνος σα λυσσασμένη τίγρη. Και τότε ο θαλαμηπόλος ναύτης που φρουρούσε την αίθουσα «συνεδριάσεων» των ναυάρχων άνοιξε την πόρτα. Ένα τεράστιο λυκόσκυλο όρμησε στην πλάτη του μαύρου και τού 'γδαρε μια λωρίδα πετσί. Οι ναύαρχοι τύφλα στο μεθύσι σκούσανε στα γέλια ενώ ο κακόμοιρος ο μαύρος ούρλιαζε μέσα στα αίματα. Μην αντέχοντας την πάλη με το αγριεμένο λυκόσκυλο, με τρεις ασκελιές βρέθηκε στο κατάστρωμα κι από κει πήδησε στη θάλασσα! Εγώ έχασα τι αισθήσεις μου. Την άλλη μέρα το πρωί ο ήλιος που έμπαινε από το φινιστρίνι της καμπίνας του, με ξύπνησε στην αγκαλιά του ναυάρχου Καναβάρο. Το μεσημέρι είδα στο κατάστρωμα το μαύρο. Τον βάζανε οι Γάλλοι και οι Ιταλοί για να κάνει χοντροδουλειές.
-«Δεν θες να μείνεις μόνιμα στο νησί», μου λέει; «Τι να γυρίσεις πια στη Μαρσίλια να κάνεις; Εδώ οι ντόπιοι θα πουλάνε τα χωράφιά τους για δυο σου φιλιά», μου είπε δείχνοντάς μου απέναντι τα βουνά της Κρήτης».