Ο Γιωργάκης κι ο Αχμετ! Μια βραβευμένη χριστουγεννιάτικη ιστορία!

Από μαθητή του 15ου Δημοτικού Σχολείου Ηρακλείου

Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα χωριό της Κρήτης ζούσε ένα παιδί που το έλεγαν Γιωργάκη. Ο μικρός Γιωργάκης ήταν μαθητής του δημοτικού σχολείου και ο πατέρας του ήταν βοσκός. Είχε πολλά πρόβατα πάνω στο βουνό και τα έβγαζε κάθε μέρα από τη στάνη να βοσκήσουν. Μια μέρα όμως ο πατέρας του αρρώστησε και η μητέρα του είπε ότι έπρεπε αυτός να ανέβει στο βουνό που ήταν τα πρόβατα. Ο Γιωργάκης είπε στη μητέρα του: Δεν πειράζει μανούλα γιατί από αύριο δεν θα πηγαίνω σχολείο. Έρχονται Χριστούγεννα και τα σχολεία θα κλείσουν.

Εσύ μαμά να καθίσεις στο σπίτι να φτιάξεις μελομακάρουνα και το βράδυ που θα ‘ρθω θα κρατάω ένα μικρό δεντράκι που θα κόψω από το δρόμο και πολλά κουκουνάρια για

να στολίσουμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Πραγματικά την άλλη μέρα ο Γιωργάκης ξύπνησε πολύ πρωί πήρε μαζί του φαγητό και ανέβηκε στο βουνό. Όταν πλησίαζε στη στάνη του έκανε εντύπωση που τα σκυλιά του πατέρα του δεν γάβγιζαν και δεν έτρεξαν να τον υποδεχτούν. Μπήκε σιγά-σιγά στη στάνη και είδε έκπληκτος έναν άντρα μια γυναίκα και τρία

παιδιά. Όλοι ήταν βρώμικοι με σκισμένα ρούχα και πεινασμένοι. Η γυναίκα κρατούσε στην αγκαλιά της ένα μωρό και στα πόδια της ήταν τα δύο άγρια σκυλιά χωρίς να γαβγίζουν. Όλα τα πρόβατα ήταν γύρω τους και με τις ανάσες τους προσπαθούσαν να ζεστάνουν το μωρό.

Ο Γιωργάκης ρώτησε ποιοί είσαστε εσείς; Αλλά κανένας δεν του απάντησε. Μόνο το μικρό αγοράκι του είπε: Εγώ Αχμέτ. Ο Γιωργάκης κατάλαβε ότι ήταν λαθρομετανάστες που είχαν έρθει κρυφά στην Κρήτη. Ο Γιωργάκης πήγε στην αποθήκη έβγαλε τυρί, παξιμάδι, γάλα και τους έδωσε να φάνε. Μετά έφυγε και κατέβηκε στο χωριό. Έφτασε στο σπίτι του και είπε στη μαμά του ότι λαθρομετανάστες έχουν πάει στη στάνη. Η μαμά του φοβήθηκε και ήθελε να πάρει τηλέφωνο στην αστυνομία. Ο Γιωργάκης την παρακάλεσε να μην πάρει τηλέφωνο και είπε στον πατέρα του ότι ήθελε αυτούς τους ταλαιπωρημένους ανθρώπους να τους βοηθήσουνε. Την άλλη μέρα ο Γιωργάκης μαζί με τον πατέρα του που έχει γίνει καλά ανέβηκαν στη στάνη. Κρατούσαν μαζί τους πολλά τρόφιμα όπως γλυκά, καραμέλες και γλειφιτζούρια. Τους κρατούσαν επίσης ρούχα και παιχνίδια. Το βράδυ γύρισαν στο χωριό και η μαμά του είπε πάλι ότι έπρεπε να πάρουν τηλέφωνο στην αστυνομία διότι αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι χριστιανοί και είναι κακοί. Ο Γιωργάκης στεναχωρήθηκε και έπεσε να κοιμηθεί. Την ώρα που κοιμόταν ήρθε ξαφνικά ο Χριστός και του είπε: Γιωργάκη θέλω να βοηθήσεις αυτούς τους ανθρώπους. Ο Γιωργάκης απάντησε: Μα Χριστούλι μου η μαμά μου λέει ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι χριστιανοί και είναι κακοί. Όχι Γιωργάκη είπε ο Χριστούλης όλοι οι άνθρωποι του κόσμου είναι δικά μου παιδιά και όλους τους ανθρώπους θέλω να τους βοηθήσουμε. Την άλλη μέρα το πρωί είπε την ιστορία στη μαμά του και στο μπαμπά του. Εκείνοι κατάλαβαν το λάθος τους και αποφάσισαν να βοηθήσουν τους λαθρομετανάστες. Την άλλη μέρα ήταν Χριστούγεννα. Ο μπαμπάς του Γιωργάκη πήρε το αυτοκίνητό του. Ανέβηκε στη στάνη και έφερε όλη την οικογένεια των λαθρομεταναστών στο χωρίο.

Η μαμά του έστρωσε το χριστουγεννιάτικο τραπέζι και κάθισαν όλοι μαζί να φάνε. Ο Γιωργάκης μαζί με τον Αχμέτ και την αδερφή του τη Φατιμά βγήκαν στην αυλή και έπαιξαν. Το απόγευμα ο μπαμπάς του , του είπε ότι αποφάσισαν να κρατήσουν την οικογένεια του Αχμέτ μαζί τους. Είπε στο Γιωργάκη ότι θα βρουν στον μπαμπά δουλειά και ο μικρός Αχμέτ μαζί με την αδερφή του τη Φατιμά θα πάνε σχολείο μαζί του. Ο Γιωργάκης αγκάλιασε τον μπαμπά του τον φίλησε στο μάγουλο και του είπε ότι είναι πολύ ευχαριστημένος. Το βράδυ έπεσε να κοιμηθεί πολύ χαρούμενος. Τότε στον ύπνο του ήρθε πάλι ο Χριστούλης τον χάιδεψε στα μαλλιά και του είπε: Σε ευχαριστώ Γιωργάκη που βοήθησες αυτούς τους ανθρώπους. Διότι πρέπει να ξέρεις όλοι οι άνθρωποι στον κόσμο είναι αδέλφια και θα πρέπει να βοηθάει ο ένας τον άλλο και να τον αγαπάει.

Εμμ. Κοχιαδάκης Δ2

15ο Δημοτικό Σχολείο


Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ