ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
«Εξαιρετικά σπάνιο» πορτρέτο της πριγκίπισσας Νταϊάνα θα εκτεθεί στο Λονδίνο
Το πράσινο, εμβληματικό, φόρεμα και η σκεπτική στάση
Σπάνιο πορτρέτο της πριγκίπισσας Νταϊάνα θα εκτεθεί δημοσίως, για πρώτη φορά, ύστερα από την πρόσφατη πώλησή του σε δημοπρασία.
Το σκίτσο, που δημιουργήθηκε με πηγή έμπνευσης πίνακα του Αμερικανού Νέλσον Σανκς, ολοκληρώθηκε το 1994, τρία χρόνια πριν από τον θάνατό της στο Παρίσι. Τον Ιανουάριο πωλήθηκε από τον οίκο Sotheby's έναντι 201.600 δολαρίων - η τιμή ήταν δεκαπλάσια από την εκτιμώμενη.
Πλέον θα εκτίθεται στο Masterpiece London Art Fair, με τον γκαλερίστα Φίλιπ Μουλντ να εκφράζει τη χαρά του που επιστρέφει στη γενέτειρά της.
Η πριγκίπισσα εμφανίζεται έντονα σκεπτική και φορά ένα πράσινο φόρεμα, με το οποίο είχε φωτογραφηθεί και για τεύχος του Vanity Fair τον Ιούνιο του 1997. Για το επίσημο πορτρέτο είχε αλλάξει και φορέσει μία λευκή μπλούζα και μπλε φούστα. Αυτό είχε κρεμαστεί στο παλάτι του Κένσιγκτον και στη συνέχεια στο σπίτι της οικογένειάς της στο Λονδίνο.
«Στα βασιλικά πορτραίτα, είναι εξαιρετικά σπάνιο για έναν καλλιτέχνη να αποτυπώσει ταυτόχρονα τον δημόσιο και τον ιδιωτικό χαρακτήρα» ανέφερε ο Μουλντ.
«Το σκίτσο του Σανκ συνδυάζει με μοναδικό τρόπο την αίγλη της Νταϊάνα με το συγκινητικό πάθος των τελευταίων χρόνων της. Θεωρήσαμε ότι ανήκε σε μια βρετανική συλλογή και είμαστε ευτυχείς που μπορούμε να το εκθέσουμε στη γενέτειρά της».
Για να ολοκληρωθεί το πορτρέτο του Σανκς χρειάστηκαν περισσότερες από 30 συνεδρίες, που αποδείχθηκαν «θεραπευτικές» για την πριγκίπισσα, η οποία βίωνε μία πολύ ταραχώδη περίοδο στη ζωή της και έβλεπε τον γάμο της με τον πρίγκιπα Κάρολο να διαλύεται. Είχε γίνει φίλη με τη σύζυγο του ζωγράφου και σε επιστολή της προς εκείνη είχε εκμυστηρευτεί πως «το στούντιο ήταν ένα καταφύγιο, γεμάτο αγάπη και υποστήριξη».
Ο Σανκς, που απεβίωσε το 2015, ήταν παγκοσμίως γνωστός για τα πορτρέτα του και είχε επιμεληθεί πίνακες για τους Αμερικανούς προέδρους, Ρόναλντ Ρίγκαν και Μπιλ Κλίντον, τη Βρετανίδα πρωθυπουργό, Μάργκαρετ Θάτσερ, τον τραγουδιστή-θρύλο της όπερα, Λουτσιάνο Παβαρότι, και τον πάπα Ιωάννη Παύλο II.