1ο βραβείο στο «Εφηβικό Διήγημα» για μαθήτρια του 2ου Γυμνασίου Ρεθύμνου

Στον 34o Παγκρήτιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Συνδέσμου Φιλολόγων ν.Χανίων

Το 1ο βραβείο στην κατηγορία «Εφηβικό Διήγημα» στον 34ο Παγκρήτιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Συνδέσμου Φιλολόγων Νομού Χανίων απέσπασε η μαθήτρια της Β’ Γυμνασίου του 2ου Γυμνασίου Ρεθύμνου Μαρία-Μαρίνα Μοναχού.

Η Διεύθυνση και ο Σύλλογος Διδασκόντων του 2ου Γυμνασίου Ρεθύμνου σε επιστολή του συγχαίρει τη μαθήτρια και της εύχεται πάντα επιτυχίες στη ζωή της.

Στην επιστολή τους η Διεύθυνση και ο Σύλλογος Διδασκόντων επισημαίνουν τα εξής: 
«Πρόκειται για μια απλή, τρυφερή και συγκινητική ιστορία που αναφέρεται στην καθημερινή πάλη των παιδιών με ειδικές ανάγκες να διεκδικήσουν όσα δικαιούνται. Το διήγημα, με τίτλο «Το νεραϊδόπαιδο» είναι γεμάτο από ωραία συναισθήματα, σκέψεις και εικόνες… Ήταν ένα από εκείνα τα παιδάκια που μια φλογίτσα ελπίδας σπινθήριζε εμπρός στο προσωπάκι τους, σαν κερί που τριβελίζει. Πέρα απ’ τις άτσαλες κινήσεις ενός νευρόσπαστου, πέρα απ’ το γλυκόπικρο άκουσμα μιας φωνούλας».

ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ

«Το νεραϊδόπαιδο»

Την ηλιαχτίδα που γλιστρούσε απ’ το παράθυρο, θαρρείς την είχαν κλέψει απ’ το φθινόπωρο. Τέτοιες αχτίδες που ζεσταίνουνε τα πρόσωπα των μικρών παιδιών μοναχά. Λες κι απλώθηκε ένα χεράκι, τοσοδά, να την αρπάξει. Να μην αφήσει το κατακόκκινο παλτό να ξεθωριάσει απ’ το νου της τη μυρουδιά των χρυσαφένιων φύλλων, που θρυμμάτιζε με τα γαλοτσάκια της… Είχε πια μεγαλώσει, και της πονούσανε τα δάχτυλα, Θύμωνε και τσαντιζότανε με την κυρία Κλεοπάτρα, που αμπάρωσε τις μπότες στο συρτάρι με τις πολλές τις σκόνες, που φέρνουνε βήχα και φτερνίσματα. Λες και τα μούτρα που κρατούσε θα γινότανε πουλιά να την πάρουνε μακριάααα…πετώντας… Θα μπορούσε να ’ναι ένα απ’ τα πιτσιρίκια ’κείνα στη σχολική αυλή, με τις πελώριες τσάντες και τα παπούτσια που φωτίζουνε ακόμη…
Όχι τώρα Θάλεια.
Όχι φέτος, όχι ποτέ.

Μα τούτο ’δω πάλι, το κοριτσάκι με τ’ ανάκατα μαλλιά, τα βρόμικα χεράκια και το κουρασμένο βλέμμα, φρόντισε να δέσει τα κορδόνια του. Ήταν απ’ τα λίγα πράγματα που ’κάνε μονάχη της ακόμη. Ήτανε φιόγκοι. Θεόστραβοι και άνισοι, μα φιόγκοι. Η Λένα Ανδρειάτου την κοίταζε μέσα απ’ τα τζαμάκια των γυαλιών της, και το φακιδιάρικο μουτράκι της καθρεφτιζότανε απάνω τους. Τα ’βγάλε, τα σκούπισε, μια τελευταία προσπάθεια να δει κάτι άλλοτε αόρατο. Η μικρή μόρφασε, σαν από φόβο, μη και λεκιάσει το λευκό πουκάμισο με τον κολλαριστό γιακά. Ήταν άσπρο, ολόασπρο, πολύ άσπρο…

Και να μην ήταν ο τοίχος από πίσω της ολόγιομος πτυχία, μες τις γυάλινες κορνίζες τους, θα το ’χε καταλάβει. Τους γύριζε την πλάτη με αυθάδεια περίσση, σαν το παιδάκι που βγάζει μια γλωσσίτσα σαν πεταλάκι τριαντάφυλλο. Χαλάλι τα πτυχία. Τώρα βρισκότανε πρόσωπο με πρόσωπο μ’ ένα παιδί, σάρκα και οστά. Ένα παιδί σαν αγριμάκι ανήμερο, από ’κείνα των παραμυθιών, που διαβάζουνε χαζομπαμπάδες με φωνές βραχνές και βαραίνουνε τα νυσταγμένα βλέφαρα… Έτσι της ήρθε να ορθωθεί, να γκρεμίσει τις παλιοκορνίζες και τον τοίχο μαζί, που ’τανε βαμμένος γαλαζωπός. Όλο το καλοκαίρι τής πήρε να τον βάψει. Είναι, λέει, ήρεμο χρώμα.

Μια ηρεμία που την πετυχαίνει κανείς μόνο σε τέτοιου είδους γραφεία…
Η Θάλεια ούρλιαξε, μ’ αντί για να γεμίσει η κραυγή της το δωμάτιο, έμεινε να κουδουνίζει μέσα στο κεφάλι της μονάχα. Η κραυγή ενός λαβωμένου ζώου…
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένα νεραϊδόπαιδο, που ’χε μια θάλασσα ολάκερη μέσα στο κεφάλι του, κι αν αφουγκραζόσουν πολύ, πολύ προσεκτικά ακούγονταν τα κύματα να γλείφουνε την αμμουδιά…
Την είχε ακούσει τόσες αμέτρητες φορές την ιστορία που στην έλεγε κι ανάποδα. Είχε μάθει τώρα πια. Κάτσε κάτω κι άκου. Σήκω. Φύγε. Φτου, απ’ την αρχή. Να παίζει ρώσικη ρουλέτα τη ζωή της.
Για ’κείνη, πίσω απ’ το γραφείο, δε θα ’ταν παρά ένα ακόμη σιωπηλό παιδί, που ’πρεπε να του βάλει λέξεις μέσα στα σφαλιστά του χείλη .Φυλούσε το κλειδί τους ένας δράκος που φυσά φωτιές απ’ τα ρουθούνια του. Και καίγονται όλ’ αυτά στις φλόγες. Χείλια που ’τανε ξεσκισμένα. Είχανε ξεματώσει το πρωί και τρέχανε τα αίματα στο σαγόνι της ποτάμι. Δύο κατσαρές τουφίτσες, που ’χαν θέση να της χαϊδεύουνε τα μάγουλα βαφτήκαν πορφυρές.
Ώστε τ’ άνοιγε το στόμα της.

Η δεσποινίδα Ανδρειάτου είχε ένα ταμπελάκι βιδωμένο στη βαριά ξύλινη πόρτα που ’λέγε πως είναι δόκτωρ. Γιατρίνα. Μάλλον της συμφοράς, όνομα και πράμα. Τι σόι γιατρίνα ήταν πάλι τούτη που ’χε αρχίσει ν’ αγαπά το συννεφοκόριτσο, που το παλτό του είχε το χρώμα του μήλου της χιονάτης; Τι ήταν λοιπόν αυτή που ’χε κάνει το λάθος ν’ αγαπήσει ένα ξένο κοριτσάκι μ’ όλη της την καρδιά; Της σκούπισε το πρόσωπο με προσοχή. Μείνανε οι δυο τους για λιγάκι, στη σιωπή, που φάνταζε πηχτή σα σούπα, να παίζουν το παιχνίδι τους. Των λογιών και της σιγής της. Η Θάλεια έτρεμε τη σιωπή και τ’ άρωμα που ’χουν τα φλιτζάνια του καφέ, που θύμιζε τη μαμά. Βαρύ ελληνικό. Κουβάλαγε τη συσκευασία σα να ’τανε μωράκι, με τα ροδαλά του μαγουλάκια ’κει που θα μπορούσε να κρατεί εκείνη. Η μικρή τσιτώθηκε στο παιδικό καθισματάκι. Αχ, πόσο θα το ’θέλε η δεσποινίς Ανδρειάτου να τη σφίξει στα χέρια της, να της ζεστάνει τις παγωμένες τις παλάμες με της δικές της. Να τη βοηθήσει να μαζέψει τα σκορπισμένα καθρεφτάκια ενός γυάλινου κοριτσιού. Μα το γνώριζε πως το παιδί δεν είχε αποκάμει να μάθει τι πάει να πει αγκαλιά. Το ’ξερε σα να ’τανε τ’ αλφαβητάρι.

Είχε αρχίσει να κουράζεται. Όσο κοίταζε βαθιά στα μάτια εκείνα που βλέπανε το πουθενά, δεν τα κατάφερνε να μη φέρνει στο νου της πόση ομορφιά κρύβανε, έτσι, στο χρώμα του γλυκού μελιού. Φαντάζανε τόσο μα τόσο χρυσαφένια, θαρρείς μπιρμπιλίζαν μέσα τους χίλιες μύριες πυγολαμπίδες. Κι ας ήταν ίσαμε ακατόρθωτο να βρεις ομορφιά σ’ ένα πιτσιρίκι σα και του λόγου της. Ένα παιδί που αφήνει τη σακούλα του καφέ να του κλέβει τη θέση. Μα το ’θελε το κουράγιο του αλλιώς δε θα λεγόταν πόλεμος. 
Μια στο τόσο, μια φορά στα χίλια χρόνια, τότε που ανθίζουν τα θαλασσινά τριφύλλια, τα νεραϊδόπαιδα μιλούν. Με την πιο καμπανιστή φωνούλα, και ημερεύουν του κόσμου οι ψυχές…

Η Λένα Ανδρειάτου έμενε ξάγρυπνη τις νύχτες, με τα τετράδια αραδιασμένα ολόγυρά της, βιγλάτορες της νύχτας, απάνω στο φοιτητικό της ντιβάνι, μα τσάκωσε τον εαυτό της να ρωτά τη Θάλεια τι έφαγε για πρωινό. Λες και δεν ήτανε ένα παιδί αλλιώτικο . Μα στ’ αλήθεια, Λένα, ήταν; Αλίμονο. Κάτσε Λένα μου τώρα, εκεί, ακούνητη σαν το σανίδι. Μην τη φοβίσεις, και παγώσουν τα λογάκια αυτά τα κρυσταλλένια.
Τότε, να, η μαγική τούτη φορά που θ’ ακούσεις τη φωνή ενός νεραϊδοκόριτσου που το ξεβράσανε τα κύματα σε μια ακτή όλο βράχια … κι ας λέει «μαλμελάδα». 
Δες τις λέξεις που πετούν σαν πολύχρωμοι χαρταετοί…
Μα πότε είχες, Θάλεια μου, κι εσύ χαρταετό;
Πότε σου άρεσε να τον πετάς ψηλάααα; 
Ένας ήλιος μουσκεμένος απ’ τις στάλες της βροχής χαμογέλαγε στις κορφές των δέντρων. Η Λένα Ανδρειάτου σφάλισε τα μάτια της και αφέθηκε να βυθιστεί στη μαγική εκείνη ανακατωσούρα, που τη συναντάς στις παιδικές χαρές και τα μάτια των μικρών παιδιών μοναχά.

Το κοριτσάκι με το καταλεκιασμένο φόρεμα ορθώθηκε. Τα μάγουλά της είχαν το χρώμα των παπαρούνων στους αγρούς. Έπιασε την μπάλα με δυο χεράκια σα ροδοπέταλα και την πέταξε πέρα, μακριά. Σάμπως μια ώρα τώρα έκαμε και τίποτ’ άλλο; Δεν υπάρχουν άνθρωποι τόσο ευγενικοί… Ένα παιδί που μέχρι και τα ουρλιαχτά του στάζανε μέλια. Οι λέξεις δεν την ήθελαν, μα ’κείνη τις κυνήγαγε με ζήλο. Να τη μάθουν. Να τις μάθει. Να της γλυκάνουνε τα χείλια.
Θολώσανε τα μάτια της, κι αρχίσανε να τρέμουν οι χρωματιστές τσουλήθρες. Ο αέρας μύριζε σαν τον ουρανό το σούρουπο και τη φρέσκια πορτοκαλάδα που στύβουν οι γιαγιάδες.
«Έλα, Θάλεια, πάμε».
Η φωνή της κόλλησε στο λαιμό. Λόγια σαν καραμέλες, να τις πιπιλάς σαν πικρίζει το στόμα σου.
Αλίμονο!
Ποιο ρόλο είχε κλέψει τούτη πάλι στην ταινία τους; Ποια ήταν αυτή, τάχα μου, που θα ξερίζωνε απ’ τη μικρή τις στιγμές αυτές, που φάνταζαν βουτηγμένες σε μια γαβάθα ολόγιομη λιακάδα;

Tα πιο μαγικά μέρη είναι ’κείνα που ξεχειλίζουν πιτσιρίκια με ξεσκισμένα γόνατα, κι όλα τ’ ανθάκια απ’ τις λεμονιές ριζωμένα μέσα τους.
Πρώτη φορά. Πρώτη φορά μεσ’ τη ζωή της, που χώραγε στη φούχτα σου στα σίγουρα, έβλεπε τον ουρανό ολάκερο, κι όχι μια ολογάλαζη φλούδα του μοναχά. Να τον κάμει μια κουταλιά λαχταρούσε. Εκείνη που της δίναν το κουτάλι και τους δάγκωνε τα δάχτυλα. Ο αγέρας φύσαγε τα μαλλιά της και οι ξεχτένιστες μπουκλίτσες της χορεύανε.
Αχ, πόσο ποθούσε να το δει αυτό! Η Λένα παρακολουθούσε τη μικρή σα μέσα από κορνίζα. Σχεδόν άγγιζε με τ’ ακροδάχτυλα της τις ζεστές ανάσες της.
Έκανε μεγάλα όνειρα. Έβλεπε τον εαυτό της να της μαθαίνει στη μικρή να πλέκει πλεξουδάκια και να της σκουπίζει τις οδοντόκρεμες απ’ το στόμα.
Ένα κατάξανθο παιδάκι, που θαρρούσες φύτρωνε ένα χωράφι στάχυα στην κορφή του κεφαλιού του, πλησίασε το δικό της νεραιδοκόριτσο, κάτω απ’ το άγρυπνο βλέμμα μιας ήρεμης μαμάς, που καθότανε παράμερα, με τα πόδια ακουμπισμένα σ’ ένα καροτσάκι. Η Λένα δαγκώθηκε. Σχεδόν αντίκριζε τ’ αστροπελέκι.
«Έλα, θέλεις να παίξουμε»;
Σιγή.
Κι άλλη λίγη.
Το πιτσιλωτό μουτράκι της κοκκίνησε αμήχανα.
«ΘΕΛΕΙΣ»

Η πιτσιρίκα με το λευκόξανθο κεφάλι φάνηκε μονάχα λίγο πιο ξαφνιασμένη από το βρόντο της φωνής εκείνης. 
Σηκώθηκε και σκούπισε τα μάτια της με το μανίκι της ζακέτας, που ’τανε λουλουδάτη και την έκανε να μοιάζει με ανθόκηπο. Δυο ματάκια λίγο χρυσαφιά που κρύβανε μέσα τους σακούλια πεταμένο χαρτοπόλεμο.
Κείνη τη φορά δεν ήτανε ολόστεγνα…
Τα δάκρυα καψάλιζαν τα βλέφαρά της και τα ματόκλαδα, ολόμαυρα κατράμι, σαν καρβουνάκια.
Η ζεστασιά μέσα στο κατσαρό κεφάλι της δεν ήτανε παρά το ανεπαίσθητο άγγιγμα των φτερών μιας πεταλούδας…
Ήταν ένα από εκείνα τα παιδάκια που μια φλογίτσα ελπίδας σπινθήριζε εμπρός στο προσωπάκι τους, σαν κερί που τριβελίζει. Πέρα απ’ τις άτσαλες κινήσεις ενός νευρόσπαστου, πέρα απ’ το γλυκόπικρο άκουσμα μιας φωνούλας…
«Άντε, Θάλεια πήγαινε»!
Το γέλιο της φώτισε για μια στιγμούλα, τόση δα, το παρκάκι, και πήρε ολόκληρη το χρώμα που ’χουν τα κερασάκια το κατακαλόκαιρο…

Πηγή: goodnet.gr

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ