Η απαγορευμένη συζήτηση για τη διανομή μερίσματος στους μετόχους από τις ελληνικές τράπεζες αναμένεται να ανοίξει από τις αρχές του επόμενου χρόνου, έπειτα από 14 χρόνια, με πρωτοβουλία της Eurobank. Η διοίκηση της τράπεζας δημοσιοποίησε την προηγούμενη εβδομάδα, στο πλαίσιο της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων του β΄ τριμήνου, την πρόθεσή της να ανοίξει πρώτη τη συζήτηση με τις εποπτικές αρχές για τη διανομή μερίσματος από τη χρήση του 2022. Ανάλογες ωστόσο «δεσμεύσεις» έχουν αναλάβει έναντι των μετόχων τους και οι άλλες δύο συστημικές τράπεζες. Πρόκειται για την Alpha Bank που μέσα από το πρόγραμμα εξυγίανσης Tomorrow στοχεύει στη διανομή μερίσματος από το 2023, ενώ η διοίκηση της Τράπεζας Πειραιώς μέσα από το πρόγραμμα Sunrise έχει αναλάβει τη «δέσμευση» για τη διανομή μερίσματος το 2024. Σε ό,τι αφορά την Εθνική η διοίκηση της τράπεζας ανακοίνωσε στη γενική συνέλευση του Ιουλίου την επιδίωξή της να διανείμει μέρισμα σε ένα με δύο χρόνια.
Στοίχημα η κερδοφορία
Ετσι, η διανομή μερίσματος στους μετόχους που στήριξαν τις τράπεζες κατά τις πρόσφατες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου αναδεικνύεται το μεγάλο στοίχημα, που περνάει μέσα από την κερδοφορία. Ο στόχος εκτός από την ανάκαμψη της οικονομίας προϋποθέτει την ισχυρή πιστωτική επέκταση τα προσεχή χρόνια, προκειμένου οι τράπεζες να αντισταθμίσουν την απώλεια εσόδων που επιφέρει η μείωση των κόκκινων δανείων και η συρρίκνωση του ενεργητικού τους.
Υπενθυμίζεται ότι η διανομή μερίσματος είχε απαγορευτεί για τις τράπεζες που είχαν λάβει κρατική βοήθεια, ενώ η ΕΚΤ διεμήνυσε την ίδια σύσταση για όλες τις ευρωπαϊκές τράπεζες έως και τον Σεπτέμβριο του 2021 λόγω της πανδημίας σε μια προσπάθεια να στηριχθεί η κεφαλαιακή βάση των τραπεζών εν μέσω της κρίσης. Ειδικά για τις ελληνικές τράπεζες, η συζήτηση για τη διανομή μερίσματος προϋποθέτει την εξυγίανση των ισολογισμών τους αλλά και τη σταθεροποίηση της κερδοφορίας σε επαναλαμβανόμενη βάση μέσα από την αποκατάσταση των βασικών πηγών εσόδων, δηλαδή των εσόδων από τόκους που μειώνονται σταθερά τα τελευταία χρόνια. Εκτός από την έλλειψη χορηγήσεων τα προηγούμενα χρόνια, τα έσοδα από τόκους μειώνονται επίσης λόγω των πωλήσεων χαρτοφυλακίων που πραγματοποιούν οι τράπεζες στο πλαίσιο της πολιτικής μείωσης των κόκκινων δανείων. Οι πωλήσεις αυτές οδηγούν σε μείωση των υπολοίπων των χορηγήσεων και θα πρέπει να υποκατασταθούν με νέα και υγιή δάνεια που θα στηρίξουν την κερδοφορία του κλάδου.
Τα στοιχεία από τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων του β΄ τριμήνου των τεσσάρων συστημικών τραπεζών επιβεβαιώνουν ότι η μάχη έως και τις αρχές του 2022 θα είναι άνιση, καθώς οι ισολογισμοί των τραπεζών θα «ξεφουσκώσουν» κατά 15 δισ. ευρώ περίπου. Τόσες είναι περίπου οι νέες πωλήσεις και τιτλοποιήσεις δανείων που έχουν προγραμματιστεί τους προσεχείς μήνες (χωρίς στο μέγεθος αυτό να περιλαμβάνονται οι προβλέψεις που έχουν ήδη πάρει), με στόχο ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων να υποχωρήσει σε μονοψήφιο ποσοστό.
Υποστηρικτικά στην προσπάθεια ανάκτησης της κερδοφορίας θα λειτουργήσει η μείωση των προβλέψεων που τώρα υποχρεώνονται να παίρνουν οι τράπεζες προκειμένου να καλύψουν τις ζημίες από τις συναλλαγές που θα πραγματοποιηθούν τους επόμενους μήνες. Η εξυγίανση του χαρτοφυλακίου των δανείων και η πιστωτική επέκταση σε νέες υγιείς χρηματοδοτήσεις θα περιορίσει δραστικά το απόθεμα των προβλέψεων, θωρακίζοντας την κερδοφορία τα προσεχή χρόνια, καθώς οι ισολογισμοί των τραπεζών δεν θα επιβαρύνονται πλέον με το βάρος των επισφαλειών που άφησε πίσω της η δεκαετής οικονομική κρίση.
Το ρευστό της ΕΚΤ
Αν και κάθε τράπεζα δεν ξεκινάει από την ίδια αφετηρία και στη μάχη αυτή κάθε μία έχει τα δικά της όπλα, κοινός παρονομαστής σε αυτή την προσπάθεια είναι η άφθονη και φθηνή ρευστότητα που εξασφαλίζει η ΕΚΤ σε συνδυασμό με την αύξηση των εγχώριων καταθέσεων. Η εξέλιξη των νέων εκταμιεύσεων κατά το β΄ τρίμηνο του έτους, δείχνει ότι οι στόχοι που έχουν αναληφθεί για νέες χρηματοδοτήσεις έως και 20 δισ. ευρώ εντός του έτους μπορούν να επιτευχθούν. Σύμφωνα με στοιχεία της Euroxx για το β΄ τρίμηνο του έτους, οι νέες εκταμιεύσεις της Alpha Bank ανήλθαν στο 1,1 δισ. ευρώ, της Eurobank στο 1,8 δισ. ευρώ, της Εθνικής Τράπεζας στο 1,3 δισ. ευρώ και της Τράπεζας Πειραιώς στο 1,8 δισ. ευρώ.
Το ισοζύγιο ωστόσο, δηλαδή οι εκταμιεύσεις μετά τις αποπληρωμές δανείων, παρέμεινε αρνητικό, με συνέπεια οι συνολικές χορηγήσεις και τα έσοδα από τόκους (εάν εξαιρεθεί το εφάπαξ όφελος που κάποιες τράπεζες αποκόμισαν από την ΕΚΤ λόγω της συμμετοχής τους στο πρόγραμμα TLTRO) να εξακολουθούν να μειώνονται.
Ζημίες από τιτλοποιήσεις
Το χαρτοφυλάκιο των χορηγήσεων μετά από προβλέψεις διαμορφώνεται στα 37,5 δισ. ευρώ για την Alpha Bank, επίσης στα 37,5 δισ. ευρώ για την Eurobank, στα 29,9 δισ. ευρώ για την Εθνική Τράπεζα και στα 33,1 δισ. ευρώ για την Τράπεζα Πειραιώς. Ετσι, με δεδομένο πάντα ότι η προσπάθεια εξυγίανσης των ισολογισμών θα κορυφωθεί έως τα τέλη του χρόνου, η μάχη που θα πρέπει να δοθεί είναι διπλή και περνάει μέσα από την απορρόφηση των ζημιών από τις τιτλοποιήσεις, αλλά και την αξιοποίηση των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης για καθαρές νέες χορηγήσεις ύψους 5 δισ. ευρώ ετησίως την προσεχή 5ετία.