του Κώστα Μπογδανίδη
Την 1η Αυγούστου 1972 σε μια από τις κορυφαίες αμερικάνικες εφημερίδες δημοσιεύεται ένα άρθρο για κάποια υπόθεση διάρρηξης. Η υπόθεση αφορά το κτίριο «Γουοτεργκέιτ», έγινε επί προεδρίας Νίξον και το άρθρο γράφτηκε στην «Ουάσιγκτον Ποστ» και έφερε τις υπογραφές του Μπομπ Γουντγου’ορντ και Καρλ Μπερνστάιν. Ήταν η αρχή του τέλους για τον Νίξον, αλλά και το πρώτο κεφάλαιο μιας χρυσής βίβλου για τη δημοσιογραφία.
Λίγους μήνες μετά ο Νίξον υπό το βάρος των αποκαλύψεων παραιτήθηκε…
Το Νοέμβριο του 1968, όταν ο Ρίτσαρντ Νίξον αποκτούσε το αξίωμα του 37ου προέδρου των ΗΠΑ, ποτέ δεν είχε περάσει από το μυαλό του πως θα έμενε στην ιστορία ως ο πρώτος ένοικος του Λευκού Οίκου που θα έφευγε κακήν κακώς.
Η υπόθεση ξεκίνησε λίγες μέρες πριν την 1η Αυγούστου. Ήταν 1.47 το πρωί της Κυριακής 17 Ιουνίου 1972, όταν ο φύλακας του ξενοδοχείου Watergate, Φρανκ Γουίλς, ενεργοποίησε τον συναγερμό, καθώς αντιλήφθηκε την παρουσία εισβολέων που επιχειρούσαν να διαρρήξουν τα γραφεία της Δημοκρατικής παράταξης.
Στην πραγματικότητα, η διάρρηξη στα γραφεία των Δημοκρατικών δεν αποτελούσε παρά το κερασάκι στην τούρτα των κρυφών δραστηριοτήτων των «ανθρώπων του προέδρου». Εννέα μήνες πριν από την εισβολή στο συγκρότημα κτηρίων Watergate, είχε προηγηθεί παραβίαση του γραφείου του Ντάνιελ Έλσμπεργκ, πρώην αναλυτή του Υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ. Ο άνθρωπος αυτός τέθηκε υπό παρακολούθηση από τους «μυστικούς υπαλλήλους» του Λευκού Οίκου, καθώς δημοσίευσε μέσω της εφημερίδας «New York Times» μια απόρρητη έκθεση του Πενταγώνου αναφορικά με την αληθινή ιστορία του πολέμου στο Βιετνάμ. Ο Νίξον επιδιώκοντας να αποσοβήσει την αναταραχή που προκάλεσαν τα δημοσιεύματα αυτά των «Times» χρησιμοποίησε τις αθέμιτες πρακτικές. Επιστράτευσε τους «υδραυλικούς» για να «επισκευάσουν τις διαρροές», οργανώνοντας μια εκστρατεία δυσφήμησης που στρεφόταν κατά του Έλσμπεργκ.
Οι πέντε άνδρες λοιπόν που συλλαμβάνονται επ’ αυτοφώρω ενώ προσπαθούν όπως αποδείχθηκε αργότερα να τοποθετήσουν «κοριούς» στις τηλεφωνικές συσκευές των πολιτικών τους αντιπάλων, ήταν μέλη της ομάδας των «υδραυλικών» («plumbers»).
Οι «πλάμπερς» αποτελούσαν γέννημα–θρέμμα του Λευκού Οίκου και σκοπός ύπαρξής τους ήταν η «επιδιόρθωση των διαρροών», η συγκάλυψη στοιχείων που δεν έπρεπε να δουν το φως της δημοσιότητας.
Η έρευνα…
O Μπομπ Γούντγορντ και ο Καρλ Μπέρνσταϊν είναι οι δύο δημοσιογράφοι που ανέλαβαν να καλύψουν για λογαριασμό της εφημερίδας «Washington Post» τη δίκη των πέντε συλληφθέντων στα γραφεία της Δημοκρατικής παράταξης. Από την αρχή της υπόθεσης αντιλήφθηκαν ότι εμπλέκονται κυβερνητικά στελέχη, γεγονός που ενισχύθηκε μετά την ομολογία ορισμένων κατηγορουμένων πως είχαν σχέσεις με τη CIA. Από την πλευρά των Ρεπουμπλικάνων, ο μόνος που διείδε την επικείμενη απειλή ήταν ο σύμβουλος του Λευκού Οίκου, Τζον Ντιν, ο οποίος είπε χαρακτηριστικά στον Νίξον πως «η προεδρία αναπτύσσει ένα καρκίνωμα». Ο πρόεδρος, όμως, αγνοώντας τη διορατική προειδοποίηση του Ντιν, κάνει μια ακόμη λανθασμένη κίνηση στην πολιτική σκακιέρα η οποία θα τον φέρει ένα βήμα πιο κοντά στην κατακρήμνισή του: Υπό το πρόσχημα της «εθνικής ασφάλειας», ζητά από τη CIA να επιβραδύνει τις έρευνες για το έγκλημα στο Watergate.
Ωστόσο, οι αποκαλύψεις των δύο ρεπόρτερ για το σκάνδαλο παίρνουν μορφή χιονοστιβάδας. Ένας εκ των πέντε διαρρηκτών αποδείχτηκε μέλος της προεδρικής φρουράς, ενώ ένας άλλος είχε μια επιταγή των 25.000 δολαρίων, η οποία προοριζόταν για την εκστρατεία επανεκλογής του Νίξον. Ο πρόεδρος, όμως, είχε ακόμη την τύχη με το μέρος του. Έτσι, στις εκλογές της 11ης Νοεμβρίου 1972 ο Νίξον επανεκλέγεται, αποσπώντας το 60% των ψήφων του αμερικανικού λαού.
Οι εξελίξεις σχετικά με την υπόθεση Watergate απειλούν εντονότερα τη νέα περίοδο διακυβέρνησης του Νίξον. Αρκετοί από τους διαρρήκτες οδηγήθηκαν στη φυλακή, ενώ, καθώς οι δεσμοί του σκανδάλου με τον Λευκό Οίκο αποδεικνύονταν στενότεροι, πολλοί αξιωματούχοι αναγκάστηκαν να παραιτηθούν (μεταξύ αυτών και ο Τζον Ντιν). Οι φήμες που ήθελαν τον Νίξον να βρίσκεται αναμεμειγμένος στην υπόθεση Watergate θα μετατρέπονταν σύντομα σε βεβαιότητα, προς απογοήτευση των ψηφοφόρων του.
Υπό το βάρος των συνεχών αποκαλύψεων, ο Νίξον - ο οποίος στο μεταξύ έχει επανεκλεγεί στον προεδρικό θώκο - δηλώνει πως έχει ήδη διατάξει έρευνα για την εμπλοκή του Λευκού Οίκου στην υπόθεση. Στις 30 Απριλίου του 1973, ο Νίξον ανακοινώνει ότι αναλαμβάνει την ευθύνη για τις πράξεις στις οποίες πιθανώς έχουν προβεί συνεργάτες του, όμως τονίζει ότι, προσωπικά, δε γνώριζε τίποτα για την υπόθεση.
Στις αρχές του 1974, η κατάσταση για την αμερικανική κυβέρνηση είναι τραγική, καθώς αρκετά πρώην μέλη της έχουν ήδη παραπεμφθεί σε δίκη, μέσα σε ένα γενικότερο κλίμα αποκαλύψεων, συνομωσιών και πολιτικής έντασης. Ο χρόνος μετράει αντίστροφα για το Ρ. Νίξον: το καλοκαίρι του 1974 η δικαστική επιτροπή του κοινοβουλίου αποφασίζει την παραπομπή του προέδρου, ο οποίος αποχωρίζεται οικειοθελώς το θώκο του στις αρχές Αυγούστου.
Υπό το βάρος των περιστάσεων, έχοντας χάσει την ισχύ του και υπό την απειλή προσωπικής παραπομπής σε δίκη, ο 37ος πρόεδρος των ΗΠΑ συνειδητοποιεί πως έχει έρθει η ώρα να αποχωρήσει.
Στις 8 Αυγούστου του 1974 ανακοινώνει πως θα παραιτηθεί την επόμενη ημέρα, σημειώνοντας ότι «πότε δεν ήμουν άνθρωπος που εγκαταλείπει…, όμως ως πρόεδρος των ΗΠΑ πρέπει να βάλω πρώτο το συμφέρον της Αμερικής… Η συνέχιση του αγώνα μου για προσωπική δικαίωση θα απορροφούσε αποκλειστικά σχεδόν, το χρόνο και του προέδρου και του κογκρέσου, σε μία περίοδο που η προσοχή θα πρέπει να είναι στραμμένη στη διεθνή ειρήνη και στην ευημερία εντός των τειχών.»
Ο Τζέραλντ Ρ. Φορντ - που διαδέχθηκε το Ρ. Νίξον και έγινε ο 38ος πρόεδρος των ΗΠΑ - απένειμε «ολοκληρωτική και απεριόριστη χάρη» στον πρώην πρόεδρο, για όλα τα παραπτώματα που «έχει διαπράξει ή ενδέχεται να έχει διαπράξει», σημειώνοντας ότι «δε με απασχολεί η μοίρα του Νίξον, αλλά το μέλλον αυτής της χώρας». Όπως τόνισε χαρακτηριστικά ο Φορντ: «ο μακρύς εθνικός εφιάλτης τελείωσε.»
ΥΓ: Ο Καρλ Μπερνστάιν και ο Μπομπ Γούντγουορντ επί δεκαετίες αρνούνταν να αποκαλύψουν την ταυτότητα της πηγής τους, έχοντας δεσμευτεί πως θα την αποκαλύψουν μόνο μετά το θάνατό του. Τελικά χρόνια μετά ο μυστηριώδης άνθρωπος, που όλοι γνώριζαν ως Βαθύ Λαρύγγι, αποκαλύφθηκε ο ίδιος σε συνέντευξή του στο περιοδικό Βάνιτι Φέιρ. Ήταν ο Μαρκ Φελτ πρώην υποδιευθυντής του Εφ Μπι Άι. Οι Μπερνστάιν και Γούντγουορντ, μετά την ομολογία του Φελτ, επιβεβαίωσαν την αλήθεια των λόγων του. Όπως είπε ο ίδιος στη συνέντευξη που παραχώρησε στο περιοδικό, ένας από τους λόγους που τον ώθησε στην πράξη του, ήταν η οικογένειά του που κατάφερε να τον πείσει πως η πράξη του είναι ηρωική και θα αποδειχτεί ωφέλιμη για τον ίδιο.
Το 1976, ο αμερικανός σκηνοθέτης Άλαν Πάκουλα μετέφερε στον κινηματογράφο την υπόθεση του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ. Η ταινία "Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου", ένα από τα πιο σημαντικά πολιτικά φιλμ που έχουν γυριστεί στις ΗΠΑ, ήταν βασισμένη στο αυτοβιογραφικό βιβλίο των δύο δημοσιογράφων, οι οποίοι πρωτοστάτησαν στην αποκάλυψη του σκανδάλου. Στους δύο πρωταγωνιστικούς ρόλους έχουμε δύο μεγάλους ηθοποιούς, τον Ντάστιν Χόφμαν (Μπερνστάιν) και το Ρόμπερτ Ρέντφορντ (Γούντγουορντ). Ο Πάκουλα κινηματογραφεί τις αγωνιώδεις προσπάθειες των δύο νεαρών δημοσιογράφων, οι οποίοι προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν τα όσα τους λέει ο πληροφοριοδότης τους. "Ακολουθείστε το χρήμα" είναι η πρώτη του οδηγία κι όταν ο Γούντγουορντ τον ρωτά να του εξηγήσει τι εννοεί, εκείνος απαντά, "Δεν μπορώ να σας πω. Εσείς θα μου λέτε τι ξέρετε κι εγώ θα επιβεβαιώνω". Έτσι ξεκινάει η αγωνιώδης προσπάθειά τους να φτάσουν στην αλήθεια. Ακολουθώντας τα γεγονότα, ο Πάκουλα δεν αρκείται στην απλή καταγραφή τους. Άλλωστε είναι σκηνοθέτης και αυτό που κάνει είναι ταινία, άρα οφείλει να τηρήσει τους κανόνες. Έτσι με εξαιρετικό ρυθμό και νευρώδη σκηνοθεσία, δημιουργεί ένα πολιτικό θρίλερ που διαθέτει όλα τα στοιχεία που το κάνουν τέτοιο.