ΙΣΤΟΡΙΑ

Έφυγες κάπως νωρίς Παππού, χωρίς να δεις την πατρίδα σου ελεύθερη...

Ξημέρωμα ,27 Οκτωβρίου 1943,ώρα 6.00! Στον παππού μου, Αντώνιο Μπετεινάκη, που πότε δεν γνώρισα!

No profile pic

Της Ελένης Μπετεινάκη

Μ΄αρέσει να αφηγούμαι  ιστορίες και παραμύθια. Κάποια από αυτά τα γράφω κι όλας. Και συχνά με ακούν τα παιδιά μου να λέω πως τα παραμύθια τα αγαπώ γιατί κρύβουν μέσα τους όλες τις μεγάλες αλήθειες του  κόσμου. Τούτο όμως το παραμύθι είναι για μένα ξεχωριστό και πολύτιμο. Είναι πέρα για πέρα αληθινό και το λέω κάθε χρόνο στους γιούς μου και αν υπάρχω ακόμα θα θελα να το αφηγούμαι  και στα εγγόνια μου. Φόρος τιμής σε έναν άνθρωπο, όπως τόσες χιλιάδες άλλοι που χωρίς να υπολογίσουν ούτε στιγμή τον εαυτό τους, έδωσαν ό,τι είχαν και δεν είχαν για ένα σκοπό, ένα στόχο, μια ιδέα …έναν πόλεμο. Δεν ξέρω αν αποκαταστήθηκε , παππού, το μνημείο σου, εκεί στην Αγυιά, ύστερα από εκείνα τα φοβερά που συνέβησαν εκείνη την  Άνοιξη, δεν έμαθα. Ξέρω πως στο χωριό που γεννήθηκες ,στις Αρχάνες , στέκει πάντα η προτομή σου, «στέκουμε»  κι εμείς κάθε χρόνο και θυμόμαστε…

Σήμερα συμπληρώνονται 75 χρόνια …

Ξημερώνει η παραμονή της μεγάλης επετείου του Όχι. Θα ΄χει παρέλαση αύριο, θα τιμήσουμε μια ακόμα εθνική γιορτή  που αρχίζω να αμφιβάλω πόσο νόημα έχει για τα νέα παιδιά και τι ακριβώς γνωρίζουν για αυτήν. Ωστόσο για μένα, για την οικογένεια μου, η σημερινή μέρα κι η αυριανή , είναι κάτι σαν ορόσημο. Πραγματική ημέρα θύμησης και μνήμης. Ο πατέρας μου ζει ακόμα, είναι πια 89 χρόνων, αρκετά ταλαιπωρημένος στην τωρινή του ζωή αλλά πάντα με μια μνήμη που θαυμάζω. Πριν δυο τρεις μέρες σαν πήγα να τον δω έσκυψε και μου ΄πε :

«Μην ξεχάσεις τον παππού σου, τον συναντώ συχνά στα σκοτάδια μου!»

Τον καθησύχασα κι επέστρεψε στον κόσμο της σιωπής του. Κι ύστερα θυμήθηκα και τα λόγια ενός καλού φίλου ένα βράδυ σε μια εκπομπή στην τηλεόραση που τότε με είχε κάνει να ανατριχιάσω. «Θυμώνω», είχε πει «Θυμώνω πολύ…» κι αναφερόταν στο παππού μου και στην ιστορία που πολλοί από μας αγνοούμε!

Πριν ένα μήνα περίπου τον άκουσα ξανά θυμωμένο για την στάση της πολιτείας, της Κρήτης, της Ελλάδας ολόκληρης σχετικά με τα νεκροταφεία των Ελλήνων, των Κρητών, των Θρακέων , των ηρώων που χάθηκαν,  τα ΑΝΥΠΑΡΚΤΑ, ενώ αντίθετα έχουν αφιερωθεί τεράστιοι χώροι για Γερμανικά νεκροταφεία, Νεας Ζηλανδίας κλπ κλπ…

Πριν από ένα χρόνο, πάλι,  ένα άλλος συγγραφέας κι ερευνητής τυχαία σε μια συζήτηση,  μου΄πε πως ήξερε αρκετά για τον παππού μου. Ψάχνοντας το αγγλικό αρχείο στη διάρκεια του πολέμου για γεγονότα που αφορούσαν την Κρήτη είχε βρει αναφορές στο όνομά του και πως έγραφαν ότι ήταν ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος και ό,τι καλύτερο διέθετε εκείνο το διάστημα η στρατιωτική δύναμη του τόπου, τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Συλλέγω πάντα την παραμικρή πληροφορία, είδηση, για να γεμίσω το πάζλ μιας ζωής γεμάτη αγώνες, ιδανικά, τόλμη και ιδέες.

Έφυγες κάπως νωρίς Παππού, χωρίς να δεις την πατρίδα σου ελεύθερη. Την πατρίδα που της χάρισες τη ζωή σου. Την πατρίδα που έδωσες αμέτρητες μάχες για τη δεις ξανά να σηκώνει το ανάστημά της, για να ζούμε εμείς σήμερα καλύτερα … Κι αύριο είναι η μεγάλη εθνική γιορτή της επετείου του Όχι… Δεν πρόλαβες τίποτε. Το δικό σου το Όχι το είχες πει εκείνα τα χρόνια, εκείνον το Σεπτέμβρη του 43, που  αρνήθηκες να «προδώσεις», ανθρώπους και ιδανικά.

Κάθε χρόνο λοιπόν, σαν σήμερα το δικό μου χρέος είναι να θυμάμαι …

Να θυμάμαι και να μνημονεύω το δικό σου πέρασμα από τούτο τον κόσμο. Δεν σε γνώρισα ποτέ, παππού, όμως σε κουβαλάω μέσα μου από την ώρα που γεννήθηκα. Σε γνώρισα από τον πατέρα μου, από τα υπόλοιπα παιδιά σου, τις φωτογραφίες, τα παράσημα, τα γραφτά σου και νοιώθω πως κάμποσα πράγματα που έχω κι εγώ μέσα μου, φταίει η δική σου φύτρα  και τα έχω.

Πείσμα, ανοχή, υπομονή, θάρρος …μόνο που εγώ δεν πολέμησα ποτέ σαν εσένα.

Κάθε χρόνο, 27 του Οκτώβρη, μέρα πένθους , μέρα περισυλλογής. Τι και αν έχουν περάσει 75 χρόνια από τότε… Τούτη η μέρα θα είναι πάντα δική σου.

Από χθες το βλέμμα μου είναι καρφωμένο σε ένα ζευγάρι κιάλια πάνω στο γραφείο μου. Η υγρασία, η σκουριά, η ιστορία,  είναι εκεί. Δεν τα καθάρισα ποτέ. Είναι από τα ελάχιστα αντικείμενα που σώθηκαν από τη ζωή σου παππού. Είναι εκείνα που με κάνουν να συλλογιέμαι πόσα να έχουν δει τούτα τα « μάτια». Τα είχες πάνω σου, στο μπέτι σου, όπως λέμε εμείς οι Κρητικοί και μ΄αυτά πολέμησες, ταξίδεψες, είδες τον κόσμο με τα δικά σου μάτια, τα κράτησες με τα δικά σου χέρια. Άψυχο αντικείμενο, όμως τόσο σπουδαίο…

Πριν λίγες μέρες πήγα στο χωριό μας. Είδα την προτομή, τους δρόμους, το σπίτι που έζησες με τη δική σου οικογένεια πια… Περπάτησα στα δρομάκια, στην εκκλησία, στο παλιό δημαρχείο που έδινες το … «παρών» , κάθε Παρασκευή κι ύστερα πήγα κι έκατσα μαζί με τον πατέρα μου. Τον βοήθησα να θυμηθεί ξανά λεπτομέρειες, οτιδήποτε, κάτι που δεν ήξερα,  που θα σημείωνα να  μην χαθεί. Κι ύστερα οι ρόλοι μας άλλαξαν…

Άρχισα  να του λέω εγώ εκείνο το παραμύθι που μου έλεγε  εκείνος όταν ήμουν μικρή για να μην ξεχάσω …Για να μην ξεχνά!

Θυμάσαι μπαμπά τι μου λεγες;

 “…Ήταν  Σεπτέμβρης του ΄43, θαρρώ 24 του μήνα, απόγευμα, κι είχαμε μόλις γυρίσει από τον τρύγο. Στα Λιάτικα  ήμασταν όλη μέρα. Κουρασμένοι κι η μάνα, μας έλεγε πως είχε ένα βάρος που της πλάκωνε την ψυχή. Δεν είχαμε προλάβει να πλυθούμε όταν από το μακρύ σοκάκι ακούστηκαν ρυθμικά βήματα και ένας δυνατός χτύπος από το σπάσιμο της πόρτας μας, μας τράνταξε όλους. Ήταν γερμανοί στρατιώτες.  Ανέβαιναν τα σκαλοπάτια γρήγορα και μπήκαν μέσα.  Έψαχναν τον πατέρα μου κι άρχισαν να ρωτούν που ήταν. Τους είπα με σπασμένα γερμανικά πως είχε πάει στην Κομαντατούρ στο φρουραρχείο δηλαδή, να δώσει «το παρών » γιατί ήταν Παρασκευή βράδυ κι έτσι έπρεπε. Ένας απ΄ αυτούς έφυγε να δώσει την πληροφορία, οι υπόλοιποι έκανα το σπίτι αγνώριστο. Δυο – τρεις ώρες μείνανε, έψαχναν, αναποδογύριζαν τα πάντα, ίσαμε στα τσουκάλια μέσα κοιτούσαν, κι έπαιρναν μαζί τους ότι καλό έβρισκαν στο σπίτι. Σύντομα ήρθε ένας δικός τους και τους είπε πως τον βρήκαν και τον συνέλαβαν. Το βράδυ ήρθαν πολλοί ,11 νοματαίοι με σήματα-πέταλα πάνω τους,  έψαχναν συνέχεια ,στις αποθήκες, στο κελάρι, στο πλυσταριό ,στα στρώματα , τίποτα δεν έμεινε στη θέση του. Όμως και τίποτα δεν βρήκαν. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα έφυγαν. Η αδελφή μου , η μάννα κι εγώ , παλικάρι 14 χρονών τότε, άσπροι σαν τον τοίχο από τον φόβο και την αγωνία μας στεκόμασταν ,αμίλητοι , ακίνητοι στο ίδιο σημείο μην ξέροντας πώς να αντιδράσουμε, ακόμα και σαν έφυγαν, για ώρα πολύ.

Τον μεγάλο μου αδελφό, το Γιώργη μας τον είχαν ειδοποιήσει να μην πλησιάσει το σπίτι κι εκείνο το βράδυ έμεινε έξω, στην εξοχή . Το επόμενο πρωί μάθαμε πως ο πατέρας μου ήταν στο Ηράκλειο , στο Φρουραρχείο. Εκεί έμεινε 3 μέρες , στο σπίτι του Πλεύρη κάτω στο υπόγειο και βρήκαμε σαν φύγανε οι Γερμανοί γραμμένο ένα μήνυμα μέσα σε κύκλο με μολύβι :

 « Αντώνιος Γεωρ. Μπετεινάκης, κινδυνεύει , ελπίζει εις τον Θεόν.

Άχ παιδιά μου. 24 Σεπτεμβρίου 1943 ».

 

Και οι στιίχοι:

« Τις μέρες παίρνω δανικές,τις ώρες υστερούμαι

Κοντό να ξανασμίξωμε, να φάμε και να πιούμε»

Ύστερα τον πήγαν στα Χανιά , στο χωριό Αγυά . Κανένας δεν μπορούσε να πλησιάσει τις φυλακές. Πήγε ο Γιώργης μας ,αλλά δεν τον άφησαν να τον δει. Ούτε καν έναν  Έλληνα δικηγόρο δεν του πήγανε. Κάνανε μόνοι τους το δικαστήριο. Στις 26 του Οκτώβρη. Ο παππούς και πέντε άτομα ακόμη. Τους καταδίκασαν γιατί προσπάθησαν να ειδοποιήσουν τον Μπαντουβά πως έπρεπε να φύγει από τα βουνά και να παραδοθεί γιατί οι Γερμανοί θα καίγανε  τα χωριά της Βιάννου. Πιάσανε πολλούς τότε, τους αφήσανε, μόνο αυτοί οι έξι δεν γλύτωσαν. Κάποιος τους πρόδωσε, μακάρι πριν κλείσω τα μάτια μου να μάθω ποιος ήταν, όχι για κανένα  άλλο λόγο, αλλά να ξέρω , να φύγω ήσυχος. Ο Γιώργης ήταν εκεί την ημέρα του δικαστηρίου. Η μάννα μου δεν ήθελε να πάω κι εγώ στα Χανιά, μικρό παιδί έλεγε , δεν ήθελε άλλες φουρτούνες, φτάνει όσα υποφέραμε ήδη. Μας έπε , πως πλησίασε λίγο στη φυλακή απόσταση περίπου 100 μέτρα. Τι να δεις;

 

Ήταν όλοι με τα ίδια ρούχα, κάτι γκρίζο φορούσαν και δυο τρεις χαιρετούσαν από το παράθυρο. Ήταν πολύ κοντά κουρεμένοι και δεν τους αναγνώριζε. Ένας του φάνηκε πιο ψηλός, τον χαιρετούσε με μανία, μπορεί και να ‘ταν αυτός ο πατέρας μας. Ποιος ξέρει…

 

 Την άλλη μέρα έγιναν όλα …

Μόλις χάραξε , ψιλόβρεχε κιόλας,  το χώμα μύριζε έντονα, τα σκυλιά γαύγιζαν σαν να χαλούσε ό κόσμος. Ξημέρωμα …27 Οκτωβρίου 1943…ώρα 6.00…Βαρύ τούτο το πρωινό και άχαρο και με μια  σιωπή παντού. Κάτι πλανιόταν στον αέρα όμως τίποτα δεν κουνιόταν , ούτε ο νους τους ήθελε να το σκεφτεί… Κρυμμένοι μέσα στα χωράφια , ο Γιώργης και καμιά δεκαριά άλλοι σηκώθηκαν να δουν γιατί γινόταν τόση φασαρία από τα γαυγίσματα. Κάτι είχαν μυριστεί τα σκυλιά. Φοβόταν  μην τους πάρει κανένα μάτι. Και τότε άκουσαν  με μια φωνή  να τραγουδούν οι κρατούμενοι…

« Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή

σε γνωρίζω από την όψη που με βία  μετράει τη γη.»

Κι ύστερα πάλι φωνές και γερμανικά παραγγέλματα για να σταματήσουν, όμως αυτοί συνέχιζαν ακόμη πιο δυνατά. Τίποτα δεν τους τρόμαζε πια, απολύτως τίποτα. …

Καμιά  εικοσαριά στρατιώτες με ειδικό βηματισμό παρατάχθηκαν στον αύλιο χώρο της φυλακής. Η βροχή συνέχιζε να πέφτει κι αυτή ρυθμικά και τότε… ώ θεέ μου! Έξι άνδρες με συνοδεία Γερμανών αξιωματικών βγήκαν έξω . Οι άνδρες φανερά κουρασμένοι όμως με το κεφάλι ψηλά συνέχιζαν να λένε τον εθνικό ύμνο.  Τους έβαλαν να ακουμπήσουν στον τοίχο και τους έδεσαν τα χέρια. Τους έκλεισαν τα μάτια με ένα άσπρο πανί. Ο πατέρας  γύρισε το κεφάλι του στο πλάι. Δεν ήθελε να του δέσουν τα μάτια, ήθελε να βλέπει κατάματα το μεγαλύτερο θεριό, αυτό που κανένας δεν νίκησε ποτέ, το θάνατο. Ήθελε να χορτάσει και την τελευταία σταγόνα της ζωής, το αμυδρό φως της μέρας που  μόλις είχε αρχίσει να ξυπνά. Ύστερα ακούστηκε μια πολύ δυνατή φωνή και ο αέρας γέμισε από τους πυροβολισμούς … Οι κρατούμενοι μέσα από τα μικρά τους παράθυρα έκλαιγαν σιωπηλά… Δεν ακούστηκε τίποτα άλλο, η απόλυτη σιωπή. Όλα είχαν τελειώσει …

Άραγε μήπως ήταν όνειρο, εφιάλτης ή συνέβη  στ΄αλήθεια. Ο πατέρας μου ήταν εκεί ανάμεσα τους, νεκρός!...»

Από τα  άλλοτε γαλάζια γεμάτα ζωντάνια μάτια του πατέρα μου, είδα δάκρυα χθες βράδυ. Άραγε τι να σκέπτεται μέσα στα δικά του σκοτάδια. Μου κράτησε το χέρι μου σφιχτά. Δεν μίλησε, δεν  είπε τίποτα κι εγώ κρατώντας  τον μόνο γερά, τον άφησαν να νοιώσει, να θυμηθεί, να ζήσει ξανά όλες του τις αναμνήσεις…

Αυτή η σιωπή μου είπε τα πάντα… Πως έπρεπε πάλι να γράψω , πάλι να θυμηθώ κι εγώ!

Κι όπως λέει κι ο μεγάλος συγγραφέας μας που κι αυτός σαν χθες άφησε την τελευταία του πνοή κι ήθελε στο νησί του να θαφτεί στο τόπο του, θυμήθηκα και τούτη τη ρήση : «…Μα τώρα το μεροκάματο τέλεψε, μαζεύω τα σύνεργά μου, ας έρθουν άλλοι σβώλοι χώματα να συνεχίσουν τον αγώνα, είμαστε, εμείς οι θνητοί, το τάγμα των αθανάτων, κόκκινο κοράλλι το αίμα μας, και χτίζουμε απάνω στην άβυσσο ένα νησί. Χτίζεται ο Θεός, έβαλα κι εγώ το δικό μου κόκκινο πετραδάκι, μια στάλα αίμα, να τον στερεώσω, να μη χαθεί, να με στερεώσει, να μη χαθώ, έκαμα το χρέος μου…Έχετε γεια!…»

 Στέκομαι κι εγώ, και καμαρώνω παππού, πάντα θα θυμάμαι, όσο ζω, και θα νοιώθω υπερηφάνεια και δύναμη, και θα αγωνίζομαι για τα δικά μου ιδανικά!

27 Οκτωβρίου 1943. Ο Αντώνιος Γ. Μπετεινάκης εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στις φυλακές της Αγυιάς Χανίων. Ήταν 57 χρονών!

Βιογραφικά στοιχεία:

Ο Αντώνιος Γ. Μπετεινάκης γεννήθηκε στις 7 Ιουνίου 1886 στις Αρχάνες Ηρακλείου Κρήτης. Με την ίδρυση της Kρητικής Πολιτείας (1898-1913) βρίσκουν τον Αντώνιο Μπετεινάκη να έχει τελειώσει την τετρατάξια Δημοτική Σχολή Αρρένων Αρχανών. Συνεχίζει τις σπουδές του και εισάγεται στο νεοϊδρυόμενο τότε στις Αρχάνες Τριτάξιο Ελληνικό Σχολείο και με την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο Ηρακλείου μπαίνει και φοιτά στο διδασκαλείο Ηρακλείου. Παίρνει πτυχίο και είναι έτοιμος να προσφέρει υπηρεσίες στη στοιχειώδη εκπαίδευση των παιδιών της Κρήτης. Το 1907 που ιδρύεται η Κρητική Πολιτοφυλακή, σε ηλικία 21 έτους, κατατάσσεται και υπηρετεί την θητεία του για ένα έτος. Απολύεται το 1908 με τον βαθμό του δεκανέα.

Διορίζεται και υπηρετεί σαν δημοδιδάσκαλος για 5 συνεχόμενα έτη. Παραιτείται και παίρνει μέρος στον πόλεμο το 1912- 1913. Σαν λοχίας στέλνεται σαν κήρυκας από την Α.Μ. τον τότε Βασιλέα Κωνσταντίνο για να παραδώσει έγγραφο κατά την πολιορκία του Μπιζανίου στον Εσσάτ Πασά ( Φεβρουάριος 1913)

Έλαβε μέρος  :

1. Εκστρατεία Βαλκανοτουρκικού πολέμου 1912

2.Εκστρατεία Ελληνοβουλγαρικού πολέμου 1913

   α. Μάχη Πεστών Ηπείρου

   β.Μάχη Αετορράχης (7 - 1- 1913)

   γ.Μάχη Ιωαννίνων ( 21-2-1913)

   δ. Μάχη Κρέσνα - Τσουμαγιά

3.Εκστρατεία Συμμαχικού πολέμου 1917 - 1919

   α. Μάχη Δοϊράνης ( 5-9-1918 , τραυματίζεται σοβαρά )

4. Εκστρατεία Μικρασιατικού πολέμου 1919 - 1922

   α. Μάχη Ομουρλού ( 11 - 6 - 1920)

   β. Μάχη Τσιβρίς ( 19-3-1921)

   γ. Μάχη Καρά - Εσκή - Σεχήρ ( Ιούνιος - Ιούλιος 1921)

   δ. Μάχη Μπουγιού - Νταγ ( 30 Ιουνίου - 1 Ιουλίου 1921)

   ε. Ύψωμα 1799 ( 2 - 3 Ιουλίου 1921)

   στ. Μάχη Σαγγάριος ( 1 Αυγούστου 1921)

   ζ. Μάχη Ακ Μπουνάρ - Ντερμπέν ( 8-7- 1921)

   η. Μάχη  Κιρέζ - Ογλού  ( 10- 8 - 1921)

   θ. Μάχη Κουλή - Γιόλ ( 12-8-1921)

   ι. Μάχη Υψωμα Καλτακλή και Γιοπρέκ - Μπαίρ ( 13 - 8 -1921 )

   κ. Μάχη Αρτίζ Νταγ ( 18 & 19 Αυγούστου 1921)

   λ. Μάχη Υψωμα Β.Δ. Γιαμόκ ( 15 & 16 - 8 - 1921)

   μ. Μάχη Αρντιζ - Νταγ ( 25 - 8 - 1921)

   ν. Μάχη Αρντίζ  - Νταγ ( 28 - 8 - 1921)

   ξ. Μάχη Σιβριλί - Τεπέ και Αγκίν - Τεπέ ( 20 -9- 1921)

   ο. Μάχη Αοων Τεπέ και Ιν Τεπέ ( 21-9-1921)

5. Μάχες Μικρασιατικής Καταστροφής

   α. Μάχη Αφιόν Καρά Χισάρ - Χασάν Μπέλ ( 13 & 14 - 8- 1922)

   β. Μάχη Αϊβαλί ( 15 - 8 - 1922)

   γ. Μάχη Τουλού Μπουνάρ - Μπανεζ ( 16 & 17 - 8- 1922)

   δ. Μάχη Ουσάκ ( 18 - 8- 1922)

   ε. Μάχη Νυμφαίου ( 25 - 8- 1922)

Το 1935 η τότε κυβέρνηση επιχειρεί να επαναφέρει το Βασιλιά Γεώργιο Β΄ και με διενέργεια εκλογών να τον νομιμοποιήσει. Αξιωματικοί προσκείμενοι στον Ελευθέριο Βενιζέλο, αντίθετοι με αυτήν την επάνοδο του Βασιλιά «στασιάζουν » στο πρότυπο τάγμα Αθηνών, στη σχολή Ευελπίδων και στο Ναύσταθμο.  Αυτή η στάση στην οποία προσχώρησαν πολλοί Κρητικοί  ονομάστηκε  " Στασιαστικό κίνημα της 1-3-1935." Ο Αντώνιος Μπετεινάκης σαν φιλελεύθερος και καθαρά βενιζελικός , συμμετέχει στο κίνημα και μάλιστα ως ηγήτορας στην περιοχή Ηρακλείου. Αποτέλεσμα , μετά την αποτυχία του κινήματος στις 25 Ιουνίου 1935 , να τεθεί σε απόταξη , να καταδικαστεί σε διετή φυλάκιση και στις 30-6-1935 να διαγραφεί από τα στελέχη του ενεργού και εφεδρικού στρατού. Φυλακίζεται στα ενετικά τείχη του Ηράκλειου και αργότερα μεταφέρεται έγκλειστος στο παραλιακό φρούριο των Χανίων Φιρκά  για έξι μήνες μέχρι στις 3-1-1935 που σε συνάντηση του βασιλιά με τον Βενιζέλο στο Παρίσι δίνεται αμνηστία σε πολιτικούς και στρατιωτικούς στασιαστές. Τότε αποφυλακίζεται.Την διάρκεια της κράτησής του στις φυλακές Χανίων γράφει όλα τα πολεμικά γεγονότα των Αρχανών του 1897 με τον γενικό τίτλο:  "Η γιγαντομαχία των Αρχανών - Αγνωστες ιστορικές σελίδες των Κρητικών Επαναστάσεων".

Προκειμένου να ζήσει την οικογένειά του απασχολείται με το εμπόριο κρασιού στο Ηράκλειο.

Το 1936 χρηματίζει Πρόεδρος του ποδοσφαιρικού Σωματείου της πόλης "ΕΡΓΟΤΕΛΗΣ ."

Η κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου τον βρίσκει απότακτο και επειδή το τότε καθεστώς δεν επιστράτευε τους απότακτους δεν πήρε μέρος στο Αλβανικό μέτωπο.

Με την κάθοδο στην Κρήτη της Ελληνικής Κυβέρνησης του Εμμανουήλ Τσουδερού , επιστρατεύονται και οι απότακτοι. Τότε ανακαλείται από την ημέρα της απόταξης του ( 7-10-1935) και προάγεται σε Αντισυνταγματάρχη. Αμέσως μετά την προαγωγή του τίθεται επικεφαλής του 3ου Συντάγματος Ηρακλείου με έδρα το προάστιο " Μασταμπάς"

6. Πόλεμος 1940

    α. Μάχη της Κρήτης  ( 20 - 31 Μαΐου 1941), σαν διοικητής Συντάγματος με έδρα το προάστιο Μασταμπάς.

 Αιχμαλωτίζεται από τους Γερμανούς και εξορίζεται στην Αθήνα όπου δραπετεύει και έρχεται στην Κρήτη τον Νοέμβριο του 1941. Κρατάει ημερολόγιο όπου οι πληροφορίες που δίδονται είναι άκρως διευκρινιστικές για την ζωή και κατάσταση των κρατουμένων την περίοδο  από 29 - 5  μέχρι και 27 - 9 -1941.

   ...20 - 6 – 1941 :Τροφή : π.μ. τέιον,  μ.μ. φακές , όρυζα με ολίγον έλαιον.

        21 - 6 – 1941: Τροφή : Συσσίτιον άνευ άρτου. Ήλθεν πληροφορίαν ότι θα απολυθώμεν την Πέμπτην.

        22- 6- 1941 Στασιμότης αλλά τροφή άφθονος και καλή.

        24 - 6 - 1941Πρωινόν ρόφημα : μηδέν. Συσσίτιον πρωινόν : όρυζα. Συσσίτιον Βραδυνόν: όρυζα Συμβάντα : Κήρυξις Ρωσογερμανικού πολέμου

       25 - 6 – 1941 Ρόφημα: Τσάι, Συσσίτιον : φακές άνευ ελαίου, Βραδυνόν : κονσέρβα 1/8…

Ο Αντώνιος  Μπετεινάκης μετά την προαγωγή του σε Αντισυνταγματάρχη οργανώνεται στην Εθνική Αντίσταση Κρήτης και  ιδρύει την Εθνική Οργάνωση Κρήτης (Ε.Ο.Κ.) υπό την Ελεύθερη Ελληνική Κυβέρνηση  και της Α.Μ. του Βασιλέως.

Η δράση του Αντ. Μπετεινάκη  στην Κρήτη έχει επίσης να κάνει με το  σαμποτάζ στο Αεροδρόμιο Ηρακλείου με την καταστροφή αεροπλάνων και ανάφλεξη πυρομαχικών και καυσίμων στο χωριό Πεζά .Τέλος με την επιχείρηση Βιάννου ( Σεπτέμβριος 1943 ).

Διορίζεται σαν στρατιωτικός ηγήτωρ του Ν. Ηρακλείου από την Κυβέρνηση Καϊρου. Σαν στρατιωτικός διοικητής χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ και ξεσηκώνει τους Κρήτες να πολεμήσουν για την ελευθερία τους.

Συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς στις 24 Σεπτεμβρίου 1943 εξ αιτίας μιας επιστολής του Μπαντουβά προς αυτόν , η οποία φανέρωνε την συμμετοχή του στα γεγονότα της Βιάννου και η οποία βρέθηκε στα χέρια των γερμανών πριν την πάρει ο παραλήπτης της λόγω σύλληψης των κομιστών της .

Καταδικάζεται σε θάνατο από το Γερμανικό Στρατοδικείο Χανίων και εκτελείται στην Αγυά Κυδωνίας στις 27 Οκτωβρίου 1943.

 

 

ΠΗΓΕΣ :

Ηχογραφημένα ντοκουμέντα  από τον Ιωάννη Μπετεινάκη

Αρχείο Οικογένειας Αντ. Μπετεινάκη

http://zhtunteanagnostes.blogs...

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση