Η αλλαγή του εκλογικού νόμου και ο μέσω αυτού εκσυγχρονισμός και εξορθολογισμός του πολιτικού συστήματος, ώστε και η Βουλή να γίνει αντιπροσωπευτικότερη αλλά και να διασφαλίζεται η κυβερνησιμότητα της χώρας, αποτελεί, ίσως, ένα από τα κεντρικά ζητήματα που απασχολεί τον πρωθυπουργό και τη νέα κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Μπορεί για πρακτικούς και διαδικαστικούς λόγους, που θα εξηγηθούν, ο στόχος αυτός να μην περιλαμβάνεται στις «πρώτες νομοθετικές προτεραιότητες» της νέας κυβέρνησης, αλλά όπως αναφέρουν στενοί συνεργάτες του κ. Μητσοτάκη συνιστά την ουσία των μέσο-μακροπρόθεσμων σχεδίων του για το σύστημα διακυβέρνησης που θα πρέπει να αποκτήσει η χώρα.
Πως θα αποφύγει εκλογές με απλή αναλογική
Ο βασικότερος σκόπελος που θέλει να αποφύγει ο πρωθυπουργός, πριν καταλήξει (ει δυνατόν και με ευρύτερη συναίνεση των άλλων κομμάτων), στην τελική διαμόρφωση του εκλογικού νόμου της απλής αναλογικής που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι ο νέος νόμος να μπορεί να εφαρμοσθεί άμεσα, από τις επόμενες εκλογές και όχι τις μεθεπόμενες. Να μην μεσολαβήσει, δηλαδή, μια συνταγματικά επιβεβλημένη εκλογική αναμέτρηση με «απλή», και ότι τυχόν αυτό θα συνεπαγόταν.
Ενισχυμένη αναλογική στις εκλογές της 7ης Ιουλίου
Το σύνταγμα ορίζει, ότι κάθε νέος εκλογικός νόμος, ισχύει από τις μεθεπόμενες εκλογές (για να αποφεύγονται μικροπολιτικές σκοπιμότητες του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος), εκτός εάν ο νόμος εγκρίθηκε από την Βουλή με πλειοψηφία τουλάχιστον 200 εδρών. Ο νόμος της απλής που έφερε και ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν εξασφάλισε ούτε καν 180 ψήφους. Γι’ αυτό και οι εκλογές της 7ης Ιουλίου διεξήχθηκαν με τον παλιό εκλογικό νόμο της ενισχυμένης αναλογικής που δίνει 50 έδρες μπόνους στο πρώτο κόμμα.
Με 180 ψήφους αλλάζει ο νόμος για απλή αναλογική
Στην συνταγματική αναθεώρηση που έκανε η απελθούσα κυβέρνηση του κ. Τσίπρα, έκανε ένα «δώρο» στην επόμενη: περιέλαβε στις προς αναθεώρηση διατάξεις του συντάγματος, αυτούσια την παράγραφο που προβλέπει ότι νέος εκλογικός νόμος για να ισχύσει στις αμέσως επόμενες εκλογές θα πρέπει να έχει εξασφαλίσει 200 ψήφους. Η συγκεκριμένη διάταξη (άρθρο 54, 1) κρίθηκε αναθεωρητέα από την απελθούσα Βουλή (με σχετική πλειοψηφία), αλλά το ακριβές περιεχόμενο και οι προβλέψεις της θα αποφασισθούν από την σημερινή Βουλή, που είναι και η καθ’ αυτό αναθεωρητική. Δηλαδή, αν υπάρξει πλειοψηφία 180 ψήφων και άνω, η οποία θα αποφασίσει ότι ο (όποιος) νέος εκλογικός νόμος ισχύει από τις αμέσως επόμενες και όχι μεθεπόμενες εκλογές, μπορεί αυτό να το εξασφαλίσει με ρητή συνταγματική πρόβλεψη.
158 (ΝΔ) και 22 (ΚΙΝΑΛ)
Με τις σημερινές κοινοβουλευτικές κομματικές δυνάμεις, ένα τέτοιο περιεχόμενο και δέσμευση του άρθρου 54 του συντάγματος μπορεί να εξασφαλίσει τις απαραίτητες 180 ψήφους. Υπό την προϋπόθεση ότι η κ. Γεννηματά θα τιμήσει την προεκλογική της δέσμευση ότι για την αλλαγή του εκλογικού νόμου, την συνταγματική αναθεώρηση και την επιδίωξη μείωσης των πλεονασμάτων, θα σταθεί στο πλευρό της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Η απαραίτητη πλειοψηφία των 180 (158 έδρες η ΝΔ και 22 το ΚΙΝ.ΑΛ= 180) εξασφαλίζεται και ο κίνδυνος περιπετειών και ακυβερνησίας λόγω «απλής» εκμηδενίζεται.
Το αν η κ. Γεννηματά θα θελήσει να φανεί συνεπής στις προεκλογικές της δεσμεύσεις, ιδίως για τα περί αλλαγής του εκλογικού νόμου, θα φανεί-αν και από κύκλους της Χαριλάου Τρικούπη εκτιμάται ότι με τις ανοικτές επιθέσεις που δέχεται το ΚΙΝ.ΑΛ από τον ΣΥΡΙΖΑ ,ο οποίος δεν κρύβει ότι θέλει να το «καπελώσει» και να καταστεί η μόνη ηγεμονική δύναμη της προοδευτικής κεντροαριστεράς, είναι περίπου αδιανόητο να επιχειρήσει να ανοίξει ένα ακόμη μέτωπο. Που θα προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερες εσωκομματικές αντιδράσεις.
Γι’ αυτό και αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον η φιλοσοφία και οι κατευθύνσεις του νέου εκλογικού νόμου που θα προτείνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Θα πρέπει να είναι δελεαστικός και προς τα άλλα κόμματα, δηλαδή να είναι αισθητά αναλογικότερος, από αυτόν που διεξήχθηκαν οι εκλογές της 7ης Ιουλίου αλλά και οι δύο του 2015, με το τεράστιο μπόνους των 50 εδρών (το 1/6 της Βουλής δηλαδή) στο πρώτο κόμμα.
Θα μειωθεί το μπόνους των 50 εδρών
Ένα τέτοιο εκλογικό σύστημα, που θα «μοιράζει» το μπόνους (πάντα με βασικό ωφελούμενο το πρώτο κόμμα, αν εξασφαλίσει εκλογικά ποσοστά κοντά στην αυτοδυναμία, για να μην προκύψει ακυβερνησία) αναλογικά μεταξύ των πρώτων τριών ή και περισσοτέρων κομμάτων, εκτιμάται από το επιτελείο Μητσοτάκη ότι θα τύχει της συναίνεσης όχι μόνο του ΚΙΝ.ΑΛ αλλά και άλλων κομμάτων. Ενδεχομένως ακόμη και του ΣΥΡΙΖΑ, που ως δεύτερος ισχυρός πόλος του νέου δικομματισμού, θα μπορεί να προσδοκά σε κάποια ενίσχυση με «μπόνους», κάτι που μέχρι τώρα αποκλειόταν για το δεύτερο κόμμα.
Το ακριβές περιεχόμενο και η φιλοσοφία του εκλογικού νόμου που θα προτείνει η κυβέρνηση και θα φέρει προς ψήφιση στην Βουλή, θα γίνει γνωστό περί το τέλος του χρόνου, ( και πάντως πριν αρχίσουν οι διαδικασίες εκλογής νέου Προέδρου Δημοκρατίας, με 151 ψήφους όπως προβλέπει το προς αναθεώρηση σύνταγμα) και οπωσδήποτε αφού θα έχει προηγηθεί η ολοκλήρωση από την Βουλή της συνταγματικής αναθεώρησης, και θα έχει εξασφαλισθεί (με 180 ψήφους, όπως προαναφέρθηκε) ότι ο νέος νόμος θα ισχύσει από τις αμέσως επόμενες εκλογές.
Αυτός είναι ο βασικός σχεδιασμός του κ. Μητσοτάκη. Αν, όμως, δεν εξασφαλισθεί για τον οιονδήποτε λόγο η συναίνεση του ΚΙΝ.ΑΛ για να προκύψουν οι απαραίτητες 180 ψήφοι, με τις οποίες θα εκλείψει ο κίνδυνος «ενδιάμεσης» εκλογικής διαδικασίας με απλή αναλογική, το εναλλακτικό σχέδιο του είναι να γίνουν σε χρόνο που θα εξυπηρετεί την σημερινή εκλογές (ή «διπλές» το 2023, με το τέλος της θητείας της), με «απλή», να μην προκύψει αυτοδυναμία, και να διεξαχθούν νέες, με το νέο πλέον αναλογικότερο νόμο της ΝΔ, όποτε και εκτιμάται ότι η σημερινή κυβέρνηση δεν θα έχει πρόβλημα να τις κερδίσει