Ριφιφί σε κάστρα και επιδρομές στη μνήμη

Οι κλοπές και οι θησαυροί της Σπιναλόγκας

 

Η πρόσφατη θρασύτατη και με πάμπολλα ερωτηματικά ληστεία στο αφύλακτο χρηματοκιβώτιο του αρχαιολογικού χώρου της Σπιναλόγκας, που έγινε  μάλιστα και σε βραδιά με πανσέληνο, ανασύρει στη μνήμη μια σειρά από αντίστοιχες εγκληματικές πράξεις που συνέβησαν στην οχυρή νησίδα μετά το 1957, τελευταία χρονιά λειτουργίας της ως λεπροκομείο.

Συναντήσαμε από το αρχείο της ιστορικής ημερήσιας εφημερίδας του νομού Λασιθίου ΑΝΑΤΟΛΗ του 1969, την ενδιαφέρουσα είδηση που δημοσιεύονταν στη δεύτερη σελίδα της, και στην ενότητα «Λασιθιώτικη κίνησις» την ανακοίνωση ότι «Κατεδικάσθη ο ιερόσυλος του ναού της Σπιναλόγκας» και συγκεκριμένα: «Υπό του Εφετείου Κρήτης, κατεδικάσθη ο Γκάρυ Άλμπερτ 23 ετών, εβραϊκής καταγωγής, εις ενός έτους φυλάκισιν με αναστολήν, δια διακεκριμένην κλοπήν. Ούτος είχεν αφαιρέσει εκ του ιερού ναού Άγιος Παντελεήμων Σπιναλόγκας ένα καντήλι, ένα θυμιατό και ύφασμα εκ της Αγίας Τραπέζης».


Έκτοτε και με την αρχή της τουριστικής μεταμόρφωσης του τόπου, τέλος της δεκαετίας του ’60 και αρχές του ’70 που η νησίδα δεν είχε κηρυχτεί ακόμη οργανωμένος αρχαιολογικός χώρος και δεν φυλάσσονταν επαρκώς, - όπως άλλωστε συμβαίνει και σήμερα, - άρχισε μια συστηματική και οργανωμένη λεηλασία του σπάνιου αρχιτεκτονικού πλούτου και αποθέματος του νησιού, μάλιστα και με την ανοχή του ΕΟΤ στον οποίο ανήκε το νησί, και της ίδιας της κυβέρνησης της Χούντας. Μοναδικά διάκοσμα αρχιτεκτονικά μέλη του φρουρίου και στοιχεία της βενετσιάνικης και της οθωμανικής περιόδου ξεριζώθηκαν, κλάπηκαν και εντάχτηκαν στη διακόσμηση των κοντινών ξενοδοχειακών μονάδων της περιοχής. Τα δικαστικά χρονικά της τότε εποχής βρίθουν από τέτοιες θλιβερές ιστορίες επιδρομών οι οποίες είναι γνωστές στους ντόπιους και που ίσως θα άξιζε κανείς για να ερευνήσει και μόνο για ιστορικούς λόγους.

 

Η παροιμιώδης όμως και πρωτόγνωρη αδιαφορία του ΥΠ.ΠΟ.Τ. και των στελεχών του, για τη διάσωση του μνημειακού και κειμηλιακού πλούτου του νησιού, κορυφώνεται με τη μέχρι σήμερα απαξίωση και «αγνόηση» των θρησκευτικών κειμηλίων της χανσενικής κοινότητας της νησίδας που κατά τη διάρκεια λειτουργίας του λεπροκομείου της (1904–1957) η ίδια, εμπλούτισε τον ιερό ναό του Αγ. Παντελεήμονα του σανατορίου.

Πρόκειται για εικόνες ανώνυμων λαϊκών ζωγράφων και ιερά εκκλησιαστικά σκεύη (ευαγγέλια, δισκοπότηρα, εξαπτέρυγα, κανδήλια, αρτοφόρια, Εσταυρωμένους, ριπίδιο Ανάστασης, παλαιά μηναία κ.λπ.,) σπάνιας αισθητικής, θρησκευτικής και καλλιτεχνικής αξίας. Το σύνολο αυτού του πολύτιμου ιστορικού και εκκλησιαστικού θησαυρού και των κειμηλίων, όσο κι αν ακούγεται απίστευτο,  δεν είναι καταγεγραμμένος και τεκμηριωμένος μέχρι σήμερα (61 χρόνια μετά το κλείσιμο του νησιού!) από το ελληνικό υπουργείο πολιτισμού!

Μόνο τον τελευταίο καιρό μετά από επείγον έγγραφο ιδιώτη προς το υπουργείο και τις δικαστικές Αρχές, ζητείται η τάχιστη καταγραφή του και «η κήρυξή του από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων ως νεώτερα πολιτιστικά αγαθά και έργα τέχνης καθώς και η μεταφορά τους σε ασφαλή εκθεσιακό μουσειακό χώρο» με βάση τον ισχύοντα αρχαιολογικό νόμο.

Οι καλλιτεχνικοί αυτοί θησαυροί αποτελούν όχι μόνο εθνική, αλλά ταυτόχρονα συνιστούν εν δυνάμει μια παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά με την εγγραφή της νησίδας στη συλλογική μνήμη της ανθρωπότητας, και τα κειμήλια αυτά, αναδίδουν τους πιο ισχυρούς και απτούς συμβολισμούς και τη μνήμη της τελευταίας ιστορίας του νησιού.

Για το λόγο αυτό, τεκμηριώνονται ως νεώτερα κινητά πολιτιστικά αγαθά που παρουσιάζουν κοινωνική, τεχνική, λαογραφική, εθνολογική και εν γένει ιστορική, καλλιτεχνική και επιστημονική σημασία, αφού συντρέχει ορατός κίνδυνος απώλειας ή καταστροφής τους. Η τάχιστη καταγραφή και διάσωσή τους από το συντεταγμένο κράτος, αποτελεί στοιχειώδη και αυτονόητη υποχρέωσή του.

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ