ΑΠΟΨΕΙΣ
Τότε που ο Κατράκης λεγόταν ακόμα Μανώλης
"Στο σχολείο δεν ήταν από τους καλούς μαθητές (και παραξενευόμαστε σήμερα «καλά, για τον Κατράκη μιλάς;») όταν ο παιδικός νους του ήταν συνέχεια στο σκασιαρχείο, στον πετροπόλεμο, στην ορειβασία, στο ποδόσφαιρο"
Γράφει ο Θανάσης Γιαπιτζάκης
Μάνος Κατράκης. Μορφή. Επιβλητική μεγαλοπρέπεια. Μοναδικός στο είδος του. Στιβαρός στους τρόπους του. Δεν ήταν ωραίος. Ψηλολέλεκας με μακριά μύτη και μακριά χέρια. Όμως δημιουργούσε ομορφιά γύρω του. Και μέσα μας.
Γνήσιο παιδί της Κρήτης, ακολούθησε κι αυτός - με τέτοιο αίμα στις φλέβες του - τους δρόμους του νησιού των γενναίων. Γεννήθηκε στην παραμονή του Δεκαπενταύγουστου του 1909 στο Καστέλι Κισσάμου. Ο μικρός Χανιώτης ήταν το μικρότερο από τα πέντε παιδιά του εμπόρου Χαράλαμπου Κατράκη και της χαριτωμένης μοδιστρούλας Ειρήνης. Η μητέρα του ήταν μια καλοσυνάτη Κρητικοπούλα, αλλά - όπως όλες οι μανάδες - γεμάτη φιλοδοξίες και όνειρα για τα παιδιά της, τρία κορίτσια και δυό αγόρια. Ο πατέρας του, προστατευτικός οικογενειάρχης, είχε μόνο του μέλημα την ευτυχία της οικογένειάς του.
Όπως υπάρχει ο θρύλος για τον Ηρόστρατο που έκαψε τον Ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο τη βραδιά που γεννήθηκε ο Αλέξανδρος, έτσι και ο Κατράκης γεννήθηκε την ίδια νύχτα που έγινε το Κίνημα στου Γουδί στις 14 Αυγούστου 1909. Σε όσους αρέσουν οι συμμετρίες να πω ότι η χρονολογία αυτή ήταν σημαδιακή για την Κρήτη, γιατί έφερε στην ελληνική εξουσία τον Βενιζέλο και είχε ίδια χρονική απόσταση από τα δυό μεγάλα της γεγονότα: Τέσσερα χρόνια μετά την επανάσταση του Θερίσου (1905) και τέσσερα χρόνια πριν την πολυπόθητη ένωση της Κρήτης με την υπόλοιπη Ελλάδα (1913). Στην κομβική εκείνη χρονιά του 1909 γεννήθηκε κι αυτός ο Κρητικός, που ξεχώρισε.
Ήταν νήπιο όταν «έχασε» τον μοναδικό αδελφό του. Τότε που μαίνονταν οι απελευθερωτικοί Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-13, ο Γιάννης, μεγαλύτερος δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια από τον μικρό Μανώλη αλλά αμούστακο αγόρι, έφυγε για την Αμερική αναζητώντας καλύτερη τύχη. Ξαναείδε τη μητέρα και τ’ αδέλφια του, ηλικιωμένος και κουρασμένος, μετά από μια οδύσσεια ζωής. Ο Κατράκης εκμυστηρεύτηκε στον Αλέξη Κομνηνό: «Τον αδελφό μου τον Γιάννη έμελλε να τον γνωρίσω πενήντα χρόνια μετά, όταν ασπρομάλλης πλέον γύρισε το 1961για λίγο στην Ελλάδα. Τον Γιάννη τον πήρανε κάτι Κορωναίοι, με τους οποίους ο πατέρας μου είχε εμπορικές δοσοληψίες. Αυτοί είχαν νταραβέρια με την Αμερική. Είπαν λοιπόν στον πατέρα μου: «Μας δίνεις τον γιό σου, για να τον πάρουμε μαζί μας να τον κάνουμε άνθρωπο;» Στην πραγματικότητα τον θέλανε για δούλο. Πού να ξέρει ο πατέρας μου απ’ αυτά; «Θες, Γιάννη, να πας στην Αμερική;» τον ρώτησε ο πατέρας. «Είπαν οι Κορωναίοι πως, άμα πας, θα γίνεις άνθρωπος και θα βγάλεις λεφτά». «Θέλω!» είπε ο Γιάννης και έφυγε. Έφυγε, βέβαια, και μας ξέχασε. Τον εκμεταλλεύτηκαν, λοιπόν, όσο τον εκμεταλλεύτηκαν τ’ αφεντικά, και μετά προσπάθησε να φτιάξει και κάτι μόνος του. Δεν έμαθα ποτέ πολλές λεπτομέρειες, γιατί τη μία και μοναδική φορά που ήρθε στην Ελλάδα δεν πολυσυζητήσαμε γι’ αυτά. Εκείνο που ξέρω είναι ότι καταστράφηκε δυό-τρεις φορές και ξαναγίνηκε και ξανακαταστράφηκε. Είχε μπλέξει, απ’ ό,τι έμαθα, και με διάφορα παιχνίδια, κυρίως με τον Ιππόδρομο, και είχε καταστραφεί κι εκεί δυό-τρεις φορές, ώσπου γνώρισε τη γυναίκα του, που στάθηκε, όπως φαίνεται, αιτία για ν’ αλλάξει η ζωή του. Μάλιστα, όταν τον είχα ρωτήσει αν μετάνιωσε που έφυγε από την Ελλάδα, μου αποκρίθηκε: «Νόου!» «Γιατί;» τον ρώτησα. «Γιατί γνώρισα τη γυναίκα μου!» Ο Γιάννης έκανε οικογένεια με τέσσερα παιδιά».
Βλέπουμε μια μεγάλη διαφορά εξέλιξης ανάμεσα στον Γιάννη Κατράκη και στον Μάνο Κατράκη. Και λέει παρακάτω ο Κατράκης το παράπονο για τον μεγάλο του αδελφό: «Όταν ανδρώθηκα, η ευθύνη του σπιτιού έπεσε σε μένα. Είχα γράψει, λοιπόν, στον Γιάννη ότι το μόνο που ήθελα απ’ αυτόν ήταν να γράψει ένα γράμμα στη μάνα μας. Δεν έγραψε ο κερατάς. Και μένα με είχε πιάσει αμόκ. Κάθε φορά που ερχόντουσαν Αχέπανς στην Ελλάδα, πήγαινα κι έφερνα βόλτα, μήπως και δω τον αδελφό μου ανάμεσα στους Αχέπηδες με τα φέσια. Τίποτα. Μόνο ένα γράμμα κάθε πέντε-δέκα χρόνια. Μοιραίο ήταν, λοιπόν, να ρίξει η μάνα μας όλη την αγάπη της σ’ εμένα. Όταν ο Γιάννης γύρισε στην Ελλάδα, μισόν αιώνα μετά, η σκηνή της συνάντησης ήταν συγκλονιστική. Η μάνα μας τον είχε αποχωριστεί αμούστακο παιδάκι και γύρισε ασπρομάλλης άντρας. Στεκόταν η καημένη εκεί στο κεφαλόσκαλο του σπιτιού μας στην οδό Αχαρνών, τον έβλεπε να ανεβαίνει τα σκαλιά, χαμογελούσε, και προσπαθούσε, μέσα από εκείνα τα κατάλευκα μαλλιά, να αναγνωρίσει τον μεγάλο της γιό. «Εσύ είσαι ο Γιάννης ο γιόκας μου;» τον ρώτησε. «Ψέματα!» Και τον αγκάλιασε, τον αγκάλιασε σφιχτά, κι εμένα μου έκλεισε το μάτι. Η καημένη, όταν τον είδε ν’ ανεβαίνει τα σκαλιά, η καρδιά της πετάρισε, αλλά και μαζί φοβότανε μην τύχει και κακοκαρδίσει εμένα. Σαν να επρόκειτο να της πω εγώ «Α, ώστε τον Γιάννη αγαπάς περισσότερο!» Και συγκράτησε τη λαχτάρα της για τον αδελφό μου, για να μην παρεξηγηθώ εγώ. Αλλά το παράκανε. Τόσο που κόντευε να πάθει ζημιά ο άλλος. Διότι δεν είχε την λαχτάρα που είχε κι αυτός να την αγκαλιάσει, να πέσει στην αγκαλιά της. «Έλα, έλα» του είπε. Και τον αγκάλιασε με τα χεράκια της, σαν να ήθελε να αγκαλιάσει τα πενήντα χρόνια της ξενιτιάς».
Πηγαίνοντας όμως πίσω, στα πρώτα εκείνα χρόνια του μικρού Μανώλη, η οικογένειά του με τα υπόλοιπα τέσσερα παιδιά - την Αθηνά, την Αριστέα, τη Χριστίνα, και τον ίδιο - έμεινε ενωμένη μέχρι το 1917. Στα οκτώ του χρόνια η μητέρα του αποφάσισε να πάρει τα παιδιά της και να ξενιτευτεί στην Αθήνα, πιστεύοντας ότι στην πρωτεύουσα (που ακόμα δεν είχε το κύμα των προσφύγων της Μικράς Ασίας) θα είχε μια πιο άνετη ζωή. Ο πατέρας του είχε συμφωνήσει με αυτή την απόφαση, αλλά έπρεπε να μείνει κάποια χρόνια ακόμη στην Κρήτη, αναγκαστικά, γιατί εκεί ήταν οι δουλειές του. Ήρθε πράγματι αργότερα η στιγμή να πάει να ζήσει μαζί τους.
Όμως πολύ πριν έρθει, η Αθήνα είχε περάσει στην εποχή του Διχασμού Βενιζελικών και Βασιλικών και είχε γίνει αφιλόξενη πόλη για τους Κρητικούς. Ήταν τόσο έντονος ο φανατισμός, που κάποιοι έλεγαν: «Ο φονεύων Βενιζελικόν, δεν φονεύει άνθρωπον». Οι τραμπουκισμοί έφταναν στις γυναίκες και στα παιδιά. Η κυρία Ειρήνη το έζησε πολύ αυτό. Κάθε φορά που πήγαινε να αγοράσει ψωμί από τον φούρναρη της γειτονιάς, εκείνος την έδιωχνε με βρισιές και σπρωξίματα, ξεστομίζοντας βαριά λόγια, τόσο για την ίδια επειδή ήταν Κρητικιά, όσο και για τον συμπατριώτη της τον Βενιζέλο. Η δύστυχη μάνα έκλαιγε σε μια γωνιά του δρόμου ασταμάτητα, όχι μόνο για την ταπείνωση και για την αδικία, αλλά και γιατί δεν θα μπορούσε να φέρει λίγο ψωμί στα παιδιά της που πεινάγανε. Τα χρήματα που της έστελνε ο άντρας της ήτανε λίγα για να αναθρέψει τέσσερα παιδιά.
Παρ’ όλα αυτά, σαν μοδίστρα μπόρεσε κι έραψε, ανάμεσα στα υφάσματα που της φέρνανε, το μέλλον τους. Οι δυσκολίες ήτανε μεγάλες πολλές φορές, αλλά και οι προσπάθειές της εξίσου μεγάλες. Και τα παιδιά βρήκαν τον δρόμο τους. Απόδειξη είναι ότι η μεγαλύτερη αδελφή του Κατράκη, η Αριστέα, κατάφερε να μπει στο Αρσάκειο, η μεσαία, η Αθηνά, σαν τη μητέρα τους, ακολούθησε τη μοδιστρική, και η Χριστίνα φοίτησε στην Εμπορική Σχολή Μεταξά - ακολουθώντας τις επιρροές του πατέρα τους. Οι δυό πρώτες παντρεύτηκαν κι έκαναν παιδιά, η Χριστίνα έμεινε ανύπαντρη έως το τέλος της ζωής της.
Ο μικρός τους αδελφός, το Μανωλιό, λόγω της κρητικής καταγωγής του που ήταν της εποχής εκείνης το κόκκινο πανί για τους Αθηναίους, πέρασε παιδικά χρόνια μέσα σε ταλαιπωρίες, σε κακουχίες και σε κατατρεγμούς. Κι εκείνος όμως αντέτασσε την ελευθερία της ζωηράδας του, θέλοντας να επιζήσει και να διαπρέψει. Βέβαια, τότε, δεν είχε μέσα στο μυαλό του καθόλου το θέατρο, ούτε τον κινηματογράφο που ήταν στα σπάργανα.
Στο σχολείο δεν ήταν από τους καλούς μαθητές (και παραξενευόμαστε σήμερα «καλά, για τον Κατράκη μιλάς;») όταν ο παιδικός νους του ήταν συνέχεια στο σκασιαρχείο, στον πετροπόλεμο, στην ορειβασία, στο ποδόσφαιρο. Ο ίδιος λέει για εκείνη την περίοδο: «Τότε είχαμε το σχολαρχείο. Βέβαια δεν σκεφτόμουν ποτέ τα μαθήματα, όλο ήθελα να το σκάω. Μια μέρα ρώτησε ο σχολάρχης: «Ποιός από εσάς ξέρει από ψάρια;» Πριν προλάβει κάποιο παιδί, μ’ έναν πήδο βρέθηκα μπροστά του και του είπα: «Εγώ ξέρω από ψάρια, δάσκαλε». Στην ουσία δεν ήξερα τίποτα ιδιαίτερο, είπα απλά ότι ξέρω. «Ωραία» μου απάντησε εκείνος «από σήμερα θα πηγαίνεις εσύ στην αγορά για να μου ψωνίζεις ψάρια». Πήγαινα, λοιπόν, καθημερινά στην αγορά, έπαιρνα τα ψάρια από τον ψαρά και τα πήγαινα σπίτι του. Με αυτόν τον τρόπο δεν πήγαινα καθόλου στο σχολείο. Ώσπου μια μέρα, αφού βαρέθηκα από το καθημερινό αυτό δρομολόγιο, είπα στον ψαρά: «Έχεις μπαγιάτικα ψάρια;» «Τί τα θες;» «Μωρέ τί σε νοιάζει τί τα θέλω; Έχεις;» «Έχω» «Ωραία, βάλ’τα μου σε μια σακούλα». Τα πλήρωσα και τα πήγα στο σπίτι του σχολάρχη. Τα άφησα και πήγα στη συνηθισμένη βόλτα μου. Την άλλη μέρα έξαλλος ο σχολάρχης μου είπε: «Ρε συ, τα ψάρια που έφερες ήταν μπαγιάτικα, γιατί;» «Μα, πώς ήταν μπαγιάτικα; Εγώ ξέρω από ψάρια» «Τον κακό σου τον καιρό ξέρεις» μου είπε, κι έτσι γλύτωσα από το καθημερινό σούρτα φέρτα στην αγορά. Εμένα η μεγάλη μου αγάπη στα εφηβικά μου χρόνια ήταν το ποδόσφαιρο. Πού μ’ έχανες, πού μ’ έβρισκες, στο γήπεδο του Κεραυνού, εκεί που είναι σήμερα το Πεδίον του Άρεως. Δηλαδή τί γήπεδο; Μια αλάνα απέναντι από το Πολύγωνο, που δεν είχε χλοοτάπητα, αλλά ήταν στρωμένο με ψιλό χαλίκι, όπου, αν έπεφτες, έγδερνες κατευθείαν χέρια και πόδια. Σαν ξυράφι έκοβε το άτιμο. Κάθε φορά λοιπόν που γυρνούσα καταματωμένος, η μάνα μου μού έλεγε: «Βρε Μανώλη μου, πάλι την μπάλα κλώτσαγες;» Έτσι είχα βρεθεί μπακ στην ομάδα του Κεραυνού. Ήμουνα δώδεκα-δεκατριών χρόνων. Όταν διαλύθηκε ο Κεραυνός, με πήρε ο Αθηναϊκός στα δεκαεπτά μου».
Δύσκολη εποχή όμως για έναν δεκαεπτάχρονο - που πάλευε, εκτός από τη μπάλα, να βρει τον δρόμο του και να χαράξει τη δικιά του πορεία ζωής. Δεν άργησε όμως ν’ ανακαλύψει το θέατρο. Έτσι το βρίσκουμε στα εξής λόγια: «Το 1929 το ελληνικό ποδόσφαιρο θα χάσει ένα ταλέντο, αφού τον προικισμένο νεαρό θα τον κερδίσει το θέατρο». Τότε ο μικρός Μανώλης θα παραχωρήσει την θέση του στον μεγάλο Μάνο Κατράκη.
Και πριν αφήσουμε την παιδική του ηλικία και βγούμε από τα στενά δρομάκια τής μέχρι τώρα ζωής του προς την πλατιά λεωφόρο της «μοναδικής στο είδος της» φήμης του, ας πούμε κάτι τελευταίο, σαν αποχαιρετισμό στην εποχή του μικρού Μανώλη. Μπορεί να ήταν ένα ζωηρό και ατίθασο παιδί, αλλά είχε ευαίσθητη ψυχή - με αυτήν που αργότερα επηρέασε τις δικιές μας. Εκτός από τους φίλους του, τα παιδιά, και τους συναγωνιστές του, αγαπούσε παθολογικά τα ζώα. Αυτή η αγάπη ενισχύθηκε από κάποιο περιστατικό, που συνέβη στα εφηβικά του χρόνια. Με μια παρέα φίλων του τότε, αποφάσισε να πάει στο Μαντούδι της Εύβοιας για κυνήγι. Δεν είχε ξαναπιάσει όπλο στα χέρια του, αλλά θέλησε να ζήσει την εμπειρία. Έκανε μερικές δοκιμαστικές βολές. Ήταν άστοχος. Αργότερα, πίσω από μια φυλλωσιά, είδε ένα πουλί, το σημάδεψε και το πέτυχε. Στην αρχή ενθουσιάστηκε, γιατί επιτέλους είχε πάρει το χρίσμα του κυνηγού. Όταν όμως πλησίασε, είδε ότι ήταν μια κουκουβάγια, που την είχε πληγώσει στο φτερό. Έτσι όπως ήταν πεσμένη κάτω, γύρισε και τον κοίταξε με παράπονο. Ο νεαρός Κατράκης δεν άντεξε και ξέσπασε σε λυγμούς. Από τότε δεν ξανάπιασε όπλο στα χέρια του. Και όπου συναντούσε σπουργίτια και περιστέρια, ήταν πλέον ο προστάτης τους. Ο Μάνος Κατράκης πάντα είχε στις τσέπες του σπόρους για τους αγαπημένους του φτερωτούς φίλους. Μέχρι και τα τελευταία χρόνια της ζωής του, στη βεράντα του γραφείου του, στο κέντρο της Αθήνας, τα περιστέρια έβρισκαν απάγκιο και τροφή.
Ο Κατράκης ήταν πολύ δεμένος με τη μητέρα του. Όσο μεγάλο όνομα και να είχε γίνει, γι’ αυτήν ήταν πάντα ο μικρός της γιος, αλλά και το ψυχικό στήριγμα της ζωής της. Ήταν η μόνη που εξακολουθούσε να τον λέει Μανώλη μέχρι το τέλος της. Αν και δεν ήταν πρόθεσή μου εδώ να μιλήσω για τον γνωστό ώριμο Μάνο Κατράκη των κοινωνικών αγώνων και της εξορίας, αλλά και του θεάτρου και του κινηματογράφου, θα αναφερθώ σε δυό κατοπινές στιγμές του με τη μητέρα του, μόνο και μόνο επειδή μιλάει στον Μανώλη της.
Η μια αναφορά μου για μάνα και γιό, ήταν όταν σαν θιασάρχης ξεκινούσε την μεγάλη του προσπάθεια με το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο. Όπως γράφει ο Δελαπόρτας «Ήθελε να απευθυνθεί στο ευρύ λαϊκό κοινό, και με τα έργα που σχεδίαζε ν’ ανεβάσει, να αφήσει το αισθητικό και το ιδεολογικό του αποτύπωμα στο θέατρο».
Ο στόχος επιτεύχθηκε. Το καλοκαίρι του 1955 έγιναν τα εγκαίνια στο θερινό θέατρο του Πεδίου του Άρεως με το ειδύλλιο του Κορομηλά «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας». Η παραγωγή ήταν υψηλού επιπέδου και πρωτόγνωρη. Για τις
ανάγκες των παραστάσεων οι σκηνογράφοι έστηναν ολόκληρα χωριά επί σκηνής, όπου εμφανίζονταν περισσότεροι από ογδόντα άνθρωποι. Το άλλο καλοκαίρι του 1956 ο Μάνος Κατράκης πρόσφερε στο κοινό του την πιο πολυδάπανη παραγωγή του. Εκεί τώρα έπαιζαν εκατόν τριάντα πέντε ηθοποιοί, για την θεατρική εκδοχή του έργου του Καζαντζάκη (όταν ο ξενιτεμένος Κρητικός συγγραφέας ζούσε ακόμα) «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται». Ενδιάμεσα πριν, μέσα στη χειμερινή περίοδο, είχαν παρουσιαστεί τα έργα «Η τραγωδία του Λόρδου Μπάυρον» του Μανώλη Σκουλούδη και «Το Κορίτσι με το κορδελάκι» του Νότη Περγιάλη.
Δείτε τα λόγια του Λυκούργου Καλλέργη: «Ένας ολόκληρος κόσμος από καλλιτέχνες, συγγραφείς, σκηνοθέτες, τεχνικούς, είχε κινητοποιηθεί και υπηρετούσε με βαθειά πίστη το λαϊκό θέατρο. Το κοινό κατά χιλιάδες παρακολουθούσε τις παραστάσεις, συγκινούνταν και ενθουσιαζόταν. Ποτέ κανένα θέατρο στην Ελλάδα δεν γνώρισε τέτοια κοσμοπλημμύρα, τέτοια ομόθυμη λαϊκή συμμαχία. Ο Κατράκης πέτυχε στην αρχική του σκέψη, να δημιουργήσει το μαχόμενο θέατρο που με την τέχνη την θεατρική να προκαλεί την ψυχική ανάταση, να πλαταίνει το πνεύμα, να μεταβάλει τον θεατή ποιοτικά, να τον κατασταίνει άνθρωπο καλύτερο, ελεύθερο και παλλόμενο μαχητή των κοινωνικών αγώνων για μια καλύτερη ζωή. Το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο υπήρξε ορόσημο για το Ελληνικό Θέατρο».
Ο Μάνος Κατράκης συνέχιζε με αυταπάρνηση και με οικονομικές δυσκολίες γιατί ήθελε τους πάντες ασφαλισμένους, δίνοντας παραστάσεις με πνευματικά μηνύματα και με πατριωτικά αισθήματα, χωρίς ιδιοτελή κίνητρα, χωρίς συμβιβασμούς και υποκρισίες. Την υποκριτική τέχνη του τη χρησιμοποιούσε μόνο πάνω στη σκηνή. Η αλήθεια και η ειλικρίνεια ήταν οι αρετές που τον έκαναν να ξεχωρίζει στο καλλιτεχνικό κύκλωμα, όπου εκεί ξεχώριζαν η μνησικακία, ο φθόνος και τα πισώπλατα μαχαιρώματα. Κι όμως, υπήρξε ένα βίαιο τέλος σε όλο αυτό το θαύμα. Με την κήρυξη της δικτατορίας του 1967, οι στρατιωτικοί θα του κάνουν έξωση από το θερινό θέατρό του στο Πεδίον του Άρεως, με αποτέλεσμα να σταματήσει οριστικά το ανέβασμα «γιγαντιαίων» λαϊκών παραστάσεων που άφησαν εποχή και δημιούργησαν σκηνικούς θρύλους. Με την πτώση της Χούντας προσπάθησε να επιστρέψει στην αγαπημένη του θεατρική εστία. «Τον φυσικό μου χώρο» έλεγε με δικά του λόγια στον Αλέξη Κομνηνό. «Μην ξεχνάς ότι έμεινα δεκατέσσερα χρόνια εκεί. Εγώ το ανάστησα αυτό το θέατρο». Τελικά έγινε το θερινό θέατρο της Αλίκης Βουγιουκλάκη - με πλειστηριασμό που δεν είχε ανακοινωθεί, γιατί είχαν απεργία οι εφημερίδες. «Τώρα, πώς ακριβώς έγινε» λέει «δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω. Πάντως τότε είχε ξεσηκωθεί όλος ο πνευματικός κόσμος που εγώ, ο δημιουργός αυτού του θεάτρου, το έχανα. Ακόμα και ο Γιώργος Ρούσσος, που ήτανε συνεργάτης της Βουγιουκλάκη, υπέγραψε μαζί με τον Δημήτρη Ροντήρη, τον Λίνο Πολίτη, τον Μάριο Πλωρίτη και τόσους άλλους υπέρ της παραχώρησης του θεάτρου στον φυσικό του δημιουργό». Φαίνεται πως, με τη Μεταπολίτευση, άρχισε το χρήμα να υπερκεράζει όλες τις άλλες αξίες. Το λέει και ίδιος ο Κατράκης: «Εκείνη την εποχή είχε αυξηθεί και το ποσόν που έπρεπε να καταβάλει κάθε διεκδικητής του χώρου. Νομίζω πως ήταν πεντακόσιες χιλιάδες δραχμές, κάτι τέτοιο. Αλλά εγώ όχι πεντακόσιες χιλιάδες, ούτε πεντακόσιες δραχμές δεν είχα».
Πόνεσε λοιπόν πολύ όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το θέατρό του στο Πεδίον του Άρεως. Φαίνεται αυτό στα λόγια του στον Φρέντυ Γερμανό, που μας δίνουν την ευκαιρία να ξανακούσουμε το όνομά του Μανώλης: «Θυμάμαι ακόμα ότι στην πρώτη πρώτη παράσταση του Ελληνικού Λαϊκού Θεάτρου, στο Πεδίο του Άρεως, όταν ακούστηκε αυτό το γκογκ, είχα τη συγχωρεμένη τη μάνα μου πλάι μου. Την είχα αγκαλιάσει από τον ώμο και την έσφιγγα. Και κάποια στιγμή την άκουσα να μου λέει: «Αχ, Μανώλη, με πονείς». Σαν να ’χω ακόμα την φωνή της στ’ αυτιά μου. Ήταν η πρώτη που πόνεσε για το «Λαϊκό Θέατρο». Η δική μου σειρά θα ερχόταν μετά».
Η δεύτερη αναφορά μου - κι εδώ τελειώνω - ήταν τότε που τον είχαν σ’ ένα μπουντρούμι στην Ασφάλεια, για ενάμιση μήνα, πριν τον οδηγήσουν στα μέρη των βασανισμών και της εξορίας. Δείτε πώς το διηγείται ο ίδιος: «Θυμάμαι πως είχε έρθει η μητέρα μου να με δει όταν ήμουν ακόμη στην Ασφάλεια. Ήταν άρρωστη η καημένη, και μόλις ανάρρωσε ήρθε να με βρει. Την είδα ανάμεσα από το δίχτυ που μας χώριζε και μου σπάραξε η καρδιά. «Τί είναι, Μανώλη;» μου λέει. «Θέλεις να έρθω στο σπίτι, μάνα; Θέλεις; Θέλεις;» «Πώς θα ’ρθεις;» «Ε…να υπογράψω και να έρθω» «Ίντα θα υπογράψεις;» «Δήλωση» «Ιντά ’ναι η δήλωση;» «Ότι δεν είμαι αυτό που είμαι…» «Και δεν είσαι;» «Είμαι!» «Μην υπογράψεις, κερατά! Μην υπογράψεις!» Αυτή ήταν η μάνα μου, Λεβέντισσα». Όταν έβρεχε ή χιόνιζε - και ο Μανώλης της ήταν ακόμα στην εξορία - αυτή ανέβαινε στην ταράτσα, για να βρέχεται και να κρυώνει με το παιδί της που το βασάνιζαν στο νησί.