ΑΠΟΨΕΙΣ
Τώρα ,πια, οι άνθρωποι κοιτάνε τον ήλιο με ανία, με αντιπάθεια...
Κι όπως όλοι απογοητευμένοι γκρινιάζουμε για το χειμώνα που καθυστερεί, δεν έρχεται, αναρωτιέμαι: Σάμπως δεν είναι χειμώνας όλο αυτό;
της Μαρίας Λιονάκη
Κορώνουν σαν τη φωτιά στο τζάκι, όταν υπάρχουν πολλά ξύλα, οι συζητήσεις για τον καιρό τις τελευταίες ημέρες. Πριν λίγους μήνες ο ήλιος ήταν πρωταγωνιστής, πρωτοσέλιδο κι οι άνθρωποι δεν έπαυαν τα μεσημέρια λουσμένοι τις αχτίδες του σαν παιδιά να χαίρονται, να γλεντούν και τα απόβραδα σα μικροί θεοί να ερωτεύονται. Δεν έπαυαν να ευχαριστούν, να παινεύουν, να δοξολογούν την πηγή του φωτός, της ζωής, το βασιλιά ήλιο, το θαλασσοπόρο της ανέμελης ζωής. Τα πιο ωραία τραγούδια καθημερινά, όλο το προηγούμενο διάστημα, αυτός τους τραγουδούσε, τα πιο όμορφα χαμόγελα τους αυτοί του χάριζαν. Η εξουσία του και η αξία του αναμφισβήτητη, αδιαπραγμάτευτη τους ανοιξιάτικους και θερινούς μήνες.
Τώρα πια οι άνθρωποι κοιτάνε τον ήλιο με ανία, με αντιπάθεια. Σαν φρούτο που παραωρίμασε. Σα φαγητό που το έχουν χορτάσει και δεν τους κάνει όρεξη πια. Σαν επισκέπτη που ήρθε απροειδοποίητα λίγο πριν φύγουν. Σαν τηλέφωνο που κουδούνισε εκκωφαντικά, απρόσμενα και τάραξε την ησυχία τους. Σα να τον ψήφισαν κάποτε, αλλά αυτός δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες τους και δε θα το ξανακάνουν. Σα να πλούτισαν ξαφνικά και άλλαξε ο χαρακτήρας τους, δεν καταδέχονται πια τους ταπεινούς. Οι άνθρωποι εξάλλου συνηθίζουν ο,τι έχουν οι ίδιοι να μην το εκτιμούν κι ο,τι έχει ο γείτονας, ο άλλος, να υπερτιμούν, να εποφθαλμιούν και να επιθυμούν.
Κορώνουν σαν τη φλόγα του έρωτα, όταν σε βρει μπόσικο οι συζητήσεις τις τελευταίες ημέρες για το χειμώνα που δεν έρχεται. Άλλοι λένε πως έχει φύγει για αισθηματικούς λόγους. Ερωτεύτηκε λένε μια κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά, μικρότερη του βέβαια , μα ο έρωτας χρόνια δεν κοιτά. Την ερωτεύτηκε, ενώ ήταν ήδη δεσμευμένος βέβαια, μα ο έρωτας τέτοια δεν κοιτά. Έχει φύγει λοιπόν σε άλλη πόλη ο χειμώνας , να ξεκινήσει, να ανατείλει τη νέα του ζωή με τη λεγάμενη, την ηλιόλουστη. Αλλά ο κόσμος, μη δει τον άλλο να πηγαίνει αντίθετα στο ρέμα, να πρωτοπορεί, να ανατρέπει την κυβέρνηση των ηθών και των εθίμων, να κοιτάξει να φτιάξει τη ζωή του, να ζήσει τον έρωτα του, αμέσως να στάξει το φαρμάκι του, να τον πει τον κακό του λόγο. Ζηλεύει το χαΐρι του άλλου, διψάει για σκάνδαλα, ροζ ιστορίες, κουτσομπολιό. Να δει από την κλειδαρότρυπα κυνηγάει.
Κορώνει σαν τη φημολογία, τις προεκλογικές συζητήσεις, τα προγνωστικά πριν την κούρσα των εκλογών η αναμονή, η προσδοκία για αλλαγή στου καιρού το σκηνικό. Για βροχές και καταιγίδες, για τον πολυπόθητο ήλιο, το νερό που θα απαλύνει το πρόβλημα της λειψυδρίας, που θα ξεδιψάσει τη διψασμένη πόλη. Που θα συνοδεύεται από αλλαγή στον τρόπο ζωής, με επιστροφή σε ξεχασμένες αγαπημένες συνήθειες που έχουμε όλοι τόσο νοσταλγήσει. Ζεστές οικογενειακές ή φιλικές στιγμές, βαμμένες με τα παλ χρώματα ρομαντικής μουσικής ή με τη βροχή ως μαέστρο, με τη λάμπα να κεντά το πιο όμορφο εργόχειρο φωτός, με τα εργόχειρα της μαγειρικής να μοσχοβολούν. Παρέα με ένα βιβλίο ή έξω στη φύση προς αναζήτηση βουνίσιων εκδρομικών προορισμών. Που θα ξεδιψάσουν τις διψασμένες ψυχές.
Έτσι, μπορεί η ώρα να άλλαξε ενδυμασία και να φόρεσε το χειμωνιάτικο παλτό, ο καιρός όμως, ο κόσμος, η ειδησεογραφία, ο χάρτης της ζωής αυτής, της εποχής αυτής παραμένει ο ίδιος. Βουνά τα προβλήματα, οι ασχήμιες, τα ανθρώπινα αδιέξοδα…
Αναπηρίες που δυσκολεύουν, βασανίζουν πάσχοντες και οικείους που ανεβαίνουν τον ίδιο, δικό τους Γολγοθά, αρρώστιες ανίατες που πασχίζουν να λυγίσουν δυνατές ψυχές ή που θερίζουν με αναίδεια νέους ανθρώπους. Την ίδια ώρα που οι ελλείψεις σε δημόσιες ιατρικές παροχές, κρατική μέριμνα καλά κρατεί. Επιχειρήσεις που έχουν ήδη κλείσει ή που περπατάνε με τρεμάμενα πόδια, ζυγίζουν έξοδα και έσοδα, παλεύουν από ένα κλαδί να κρατηθούν, μην τις παρασύρει το ορμητικό ποτάμι της οικονομικής κρίσης. Οικογένειες που παλεύουν με αξιοπρέπεια, σιωπηλά, σφίγγοντας τα δόντια, να επιπλεύσουν στο ίδιο ποτάμι, πιασμένες απ’ το κλαδί της ελπίδας. Ελπίδα πως θα ξαναπάρει η ζωή την ανηφόρα, θα ανατείλουν πάλι καλύτερες μέρες, με θέσεις εργασίας αρκετές, ψωμί σε κάθε τραπέζι και για το βασιλικό στη γλάστρα λίγο νερό. Δυνατότητα κάθε παιδί να σπουδάσει σε όποιο τόπο, σχολή επιθυμεί, δυνατότητα κάθε νέος δικό του σπίτι να συντηρεί. Ζωή που δε θα αυτοκτονεί, που δε θα νιώθει μόνη, αβοήθητη, παραμελημένη, απογοητευμένη. Ζωή που δε θα προσπαθεί μια άλλη ζωή να βλάψει, να εκμεταλλευτεί, που θα προστατεύει τα παιδιά, που στις παιδικές ψυχούλες αδιάντροπα δε θα ερωτοτροπεί. Ζωή χωρίς βία, μόλυνση, πολιτικά σκάνδαλα, διαφθορά, υποσχέσεις ανεδαφικές, τροχαία, κινδύνους. Ζωή όμορφη, γεμάτη όνειρα, ζωή όπως μας αξίζει.
Κι όπως όλοι απογοητευμένοι γκρινιάζουμε για το χειμώνα που καθυστερεί, δεν έρχεται, αναρωτιέμαι: Σάμπως δεν είναι χειμώνας όλο αυτό;