ΑΠΟΨΕΙΣ
Τώρα να σας δω!
Με το δελτίο τώρα η ζωή. Μέτρα χιλιόμετρα, σύνορα, προκηρύξεις, διακηρύξεις, έκτακτα δελτία θυέλλης του ιού, απαγορεύσεις, περιορισμοί.
Της Μαρίας Λιονάκη
“Ποτέ άλλοτε οι στέγες των σπιτιών των ανθρώπων δεν ήταν τόσο κοντά η μία στην άλλη, όσο είναι σήμερα. Και ποτέ άλλοτε οι καρδιές των ανθρώπων δεν ήταν τόσο μακριά η μία από την άλλη, όσο είναι σήμερα” Αντώνης Σαμαράκης
Το είχες γράψει πουλάκι μου αυτό το θέμα από το «Ζητείται ελπίς» στις Πανελλήνιες εξετάσεις το 1984; Του Πρώτου πρεσβευτή για τα παιδιά, καλής θελήσεως; (γιατί υπάρχει άραγε και πρεσβευτής κακής θελήσεως;) Τότε που δίναμε εξετάσεις με τις Δέσμες; Που δεν είχαμε υπουργό παιδείας την Κεραμέως, άλλα ήμασταν λίθοι και πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως εριμμένα (οι); Τι να μη σε κοιτάζω, γιατί είσαι πιο μικρή… Δεν είπα πως είσαι μαθουσάλας, πως είσαι Δεινόσαυρος σαν αυτούς του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας (έχεις πάει; ), πως είσαι σαν τη Ζωζώ Σαπουντζάκη, με τα φτερά, τα πούπουλα και τα στραφταλιζέ φορέματα (να τα είχαμε αυτή την εποχή, αυτά ), σαν την αθάνατη Ζωζώ με τα χυτά πόδια που έχει μεγάλη ζήτηση και γίνεται συζήτηση γύρω από το όνομά της (μα την αποκλειστικότητα δε δέχεται η καρδιά της). Δε λέω πως είσαι σαν την Αρβελέρ, που άμα παίρνει το σοβαρό της, το ξέρεις πως θα κάνει για το έθνος δήλωση… μα τα έχεις τα χρονάκια σου! Εντάξει, όταν κάνεις τα μαλλιά σου ανταύγειες και πετύχει η κουπ, όταν δεν είσαι δείγμα τυπικόν σαν τη Μαίρη Παναγιωταρά, που το πρωί μόλις ξυπνήσει δηλώνει μουλάρι και σηκώνεται να πλυθεί, να ντυθεί γιατί την περιμένουν πολλά, όταν δεν στέκεσαι καταμεσής του σπιτιού και κοιτάζεις τα άστρωτα κρεβάτια και τα άπλυτα πιάτα με ρουφηγμένα μάγουλα και βλέμμα κακιωμένο, διαγώνιο, σαν τη Τασσώ Καββαδία τις υποψήφιες νύφες της, όταν δεν είσαι σαν τη Σαπφώ Νοταρά που πάει πάνω κάτω τις σκάλες, φουριόζα, απηυδισμένη, με τους βαριούς φακέλους ανά χείρας, σκυφτή σαν τον Άτλαντα που κουβαλά τη γη και δηλώνει με τη στριγγή φωνή στο αφεντικό της, πως δεν μπορεί άλλο, γιατί έχει λουμπάγκα, όχι ένα και δύο, μα πολλά…τότε είσαι δέκα χρόνια μικρότερη!
Αν δε, στολιστείς το φούξια το μπλουζάκι με τις πέρλες που φέγγει νύχτα σκοτεινή, χειμερινή σαν την Πούλια, τον Αυγερινό και το Φεγγάρι ( που μας έφεγγε να περπατάμε να πηγαίνουμε στο σχολειό, να μαθαίνουμε γράμματα , τρομάρα μας), αυτό βρε ( δεν είναι στη ντουλάπα σου, το ‘χασες; ή δεν πιάνεις επαφή;) που αγοράσαμε μαζί από το κατάστημα της Καλοκαιρινού (θυμάσαι τότε που είχαμε κατεβεί να κατασκοπεύσουμε τον πρώην μου; που κακό χρόνο να ’χει! συγχύστηκα πάλι) τότε πιάνεις στην κατηφόρα της ηλικίας, την κλίμακα ρίχτερ των χρόνων, στο κοντέρ το ηλικιακό, στα μποφόρ της ζωής και… τα είκοσι χρόνια! Χωρίς τα καλοκαίρια Σε πειράζω.
Τι εννοείς, τι έπαθα, πού τα θυμήθηκα. Τα θυμήθηκα! Ό,τι λέω πως δε με αφορά, πως δε θα το πάθω, αυτό μου συμβαίνει! Ο,τι λέω πως δε μου αρέσει, δεν το θέλω, το λούζομαι. Θυμάσαι στην εφηβεία, τι έλεγα για τον άντρα με το μουστάκι; Πως ποτέ… Ε… τι ε; Τι με κοιτάς; Δε νογάς κι εσύ; Να παίρνεις γρήγορα τις στροφές στην ευθεία, πολύ αργά ανασαίνεις, ζεις; τα νεύρα μου σπας!
Θυμάσαι που το παίζαμε άνετοι, υπεράνω; Πώς δεν έχουνε φοβίες; Πως ήμαστε ατρόμητοι, Ηρακλήδες; Πως δεν είμαστε μίζεροι Καντακουζηνοί; Πως δεν μας αφορούν τα απλά, τα ανεπιτήδευτα αυτής της ζωής, γιατί παίζουμε σε άλλο επίπεδο; Σε άλλη πίστα γραμμάτων και τεχνών; Θυμάσαι που αστειευόμασταν με τον κορωνοϊό; Που το μόνο που μας απασχολούσε ήταν η ορθογραφία; Το όμικρον ή το ωμέγα; Λες και θα το γράφαμε την επομένη διαγώνισμα; Αλλού ντ’ αλλού πάλι. Μια ζωή αλλού ντ’ αλλού. Αιθεροβάμονες, ιδεαλιστές. Το περιτύλιγμα να βλέπουμε κι όχι τι έχει το πακέτο μέσα. Να κυνηγάμε χίμαιρες. Λες κι ήμασταν ακόμη στο, όταν πηγαίναμε μαζί σχολείο καθόσουνα στο διπλανό θρανίο. Νιάου νιάου βρε γατούλα με τη ροζ μυτούλα , γατούλα μου μικρή. Εκδρομή. Τώρα, ούτε στο διπλανό, ούτε στο απέναντι, το παραδίπλα, ούτε στην υποτείνουσα του νοητού τριγώνου, στο διαγώνιο θρανίο κάθεται το ένα παιδί με το άλλο. Κι αν κάθονται κοιτάζονται καχύποπτα. Είναι από το σπίτι μιλημένα, φοβισμένα. Μη μιλήσεις της Βιβής, είναι χλωμή. Ούτε στο ίδιο παγκάκι, ούτε στο διπλανό, ούτε στο απέναντι παγκάκι στο πάρκο κάθονται οι συνταξιούχοι. Αυτοί δε βγαίνουν καθόλου από τα σπίτια τους. Με την εικόνα της Παναγιάς αγκαλιά, της Παναγιάς που έχει τον υιό της αγκαλιά, ξημεροβραδιάζονται.
«Παναγιά μου, εσύ που είσαι μάνα, Παναγιά μου Μεγαλόχαρη εσύ που με γλίτωσες το 40, στα Δεκεμβριανά, στη Χούντα , σώσε με από τον Κορωνοϊό! Στείλε τον υιό σου να με σώσει απ’ τον ιό. » Ούτε στο ίδιο τραπέζι, ούτε στο διπλανό, ούτε στο απέναντι στην ταβέρνα κάθεται ο Έλληνας πια. Τέρμα τα κοντοσούβλια, τα οφτά, τα αντικριστά. Τέρμα οι φρέντο, οι καπουτσίνο. Έχασε ο Έλληνας τον καφέ του , τη βολή του. Όπως λίγο πριν ο Ιταλός. Είδες, εκεί πήγε πρώτα απ’ όλη την Ευρώπη. Τους προτίμησε. Ιταλία παιδί μου! Η χώρα που τα έχει όλα! Τέχνη, πολιτισμό, αξιοθέατα, μόδα, τον Αρμάνι, μαφιόζους, λατίνους εραστές, κορωνοϊό. Δεν πήγαμε πριν διακοπές που σου έλεγα, άντε να πάμε τώρα.
Με το δελτίο τώρα η ζωή. Μέτρα χιλιόμετρα, σύνορα, προκηρύξεις, διακηρύξεις, έκτακτα δελτία θυέλλης του ιού, απαγορεύσεις, περιορισμοί. Μέχρι ορισμένη ώρα η κυκλοφορία, απαγορεύονται οι συναθροίσεις, οι γιορτές, ονομαστικές, γενέθλια, κλείνουν τα θέατρα, τα σινεμά, τα κλαμπ. Οι μπυραρίες, οι μπουζουκιερί. Τα μετρό δεν κυκλοφορούν. Που υπάρχουν εξάλλου παντού. Τα λεωφορεία να αποφεύγονται. Ζωή με διόδια, με τελωνεία, δασμούς. Σχέσεων, φαρμακευτικούς. Που θα κοιτάξεις, μη βήξεις εκεί, μη φταρνιστείς παραπέρα, τα χέρια τα έπλυνες; Σχολαστικά; Μέτρησες ώρα; Με τι αντισηπτικό; Κομμένο σε βλέπω, είσαι καλά; Αλλιώς φύγε μακριά. Στο πυρ το εξώτερον. Μην ακουμπάς το πρόσωπό σου. Τη μύτη σου, το στόμα. Μη φιλάς, μη χαιρετάς. Αγένεια βρε παιδάκι μου, παγωμάρα, έχασε ο ρωμιός τη ρωμιοσύνη του. Απρόσωπες σχέσεις, ψυχρές, όλα τυπικά. Δεν υπάρχει τρυφερότητα, συναίσθημα, αγάπη που να διαχέεται, να μεταλαμπαδεύεται, φιλί, αγκαλιά. Τέρμα τα φλερτ, τα ραβασάκια, από τα κοινωνικά δίκτυα μόνο τώρα πια! Ήταν που ήταν στραβό το κλίμα, το έφαγε κι ο γάιδαρος. Έλλειψη ελευθερίας, σε ξερονήσι η ζωή. Ως και τις καρναβαλικές παρελάσεις μας έκοψαν βρε αδερφέ… Ούτε τα στοιχειώδη δε μας άφησαν για να ζήσουμε. Ως εκεί έφτασαν τα μέτρα πρόληψης . Γι’ αυτό σου λέω . Ποτέ άλλοτε οι στέγες των σπιτιών δεν ήταν τόσο κοντά και ποτέ άλλοτε οι καρδιές των ανθρώπων δεν ήταν τόσο μακριά. Γι’ αυτό ο συνειρμός. Αν αυτό το έγραψε ο Σαμαράκης το 1954, φαντάσου τώρα με τον κορωνοϊό τι θα έγραφε… Μόνο στο σούπερ μάρκετ συναγελάζεσαι με κόσμο. Εκεί, στις ουρές, συγχρωτίζεσαι μετά φόβου Θεού.
Μάσκες βρήκες; Τι πάει να πει έψαξες παντού; Ο μπατζανάκης σου δεν έχει φαρμακείο; Κι η τρίτη ξαδέρφη από το σόι του άντρα σου; Στη στριμμένη τη Λόλα, την παλιά μας συμμαθήτρια, που σου είχε φάει το αγόρι στην Τρίτη Γυμνασίου πήγες; Το κέντρο το εξάντλησες, στην περιφέρεια έψαξες; Τόσα χωριά γύρω τριγύρω. Αν ήταν για κανένα ομορφονιό θα έτρεχες τώρα εκατοστάρι. Άνω κάτω θα είχες κάνει την πόλη και τις παρυφές. Πάνω κάτω θα πήγαινες σαν τη Σαπφώ Νοταρά. Να τον ξετρυπώσεις. Να τον κάνεις να σε θέλει. Θέλει δε θέλει. Δε νιώθω καλά, άνω κάτω νιώθω! να γυρίζει το μέσα μου, σαν καρουζέλ. Δεν ήταν τυχερό φέτος να δω καρουζέλ. Να ανέβω σε άρμα αποκριάτικο, να αφεθώ, στα πελάγη της ζωής να ξανοιχτώ. Να ερωτευτώ. Να ανθίσω. Είναι η ζάλη στα συμπτώματα; Βάλε τηλεόραση, πιάσε ειδήσεις. Κι ένα παυσίπονο. Κι αντιβηχικό. Όχι αυτό το κανάλι, δε λέει πολλά. Πόσα κρούσματα; Πού βρέθηκαν; Επιβεβαιωμένα όλα; Πόσα κρύβουν να δεις… Κλείσε την τηλεόραση, φέρε θερμόμετρο, δε νιώθω καλά, δύσπνοια με πιάνει. Έλα εδώ κράτα μου το χέρι. Τι πάει να πει δεν κάνει; Μια βόλτα έξω στη φύση, στους ανοιξιάτικους ήδη αγρούς, στη θάλασσα κάνει;
Εσύ φοβάσαι; Θα έρθει η άνοιξη πουλί μου, μην ανησυχείς, όλα θα περάσουν. Μόνο κράτα μου το χέρι αδερφέ, έστω νοερά, με τη σκέψη, την έγνοια, τη γλώσσα της αγάπης, της φιλίας. Χαρταετό να φτιάξεις, να πάρεις! Φέτος το θέλω πιο πολύ από ποτέ. Να πετάξουν πάλι τα όνειρα, οι ελπίδες, οι επιθυμίες, οι πόθοι ψηλά. Θέλω γεμάτη πολύχρωμα χαρτάκια την ουρά του. Να αρμενίζει στις θάλασσες του ουρανού. Να ανέβει ψηλά μαζί του ολάκερη η πολιτεία. Εμείς. Να ανεβούμε κι εμείς εκεί απάνω. Καβάλα στα λίγα συννεφάκια , ανέμελοι σαν τα πουλιά. Να σκορπίσουν οι φόβοι, οι αμφιβολίες. Θάρρος βρε! Δε θα το βάλουμε κάτω, τόσους πολέμους, κακουχίες, βάσανα γνώρισε ο ρωμιός. Θα λυγίσει σε έναν ιό; Μόνο τη συνοχή μας να κρατήσουμε. Να κουβεντιάζουμε ήσυχα ήσυχα κι απλά. Το μπλουζάκι το φούξια βρες. Και τα καπέλα τα αποκριάτικα. Όπως μπορούμε θα γιορτάσουμε φέτος. Η χαρά είναι η καλύτερη πρόληψη. Κι η ψυχραιμία. Θα περάσει κι αυτό. Δες τη φύση, κοίτα τα λουλούδια , την Άνοιξη πως σου γνέφει. Γέλα κι εσύ, αγαπούλα χρυσή… Αχ και να είχαμε μωρέ της Ζωζώς τα πούπουλα, τα στραφταλιζέ φορέματα , τα φτερά. Να είχαμε κι εμείς πέραση, μεγάλη ζήτηση, να γινότανε συζήτηση…