ΑΠΟΨΕΙΣ
Τι Χειμώνας βαρύς, έλα απόψε νωρίς!
Νερό, πολύ νερό. Απορείς πού βρίσκεται τόσο. Πόσα δάκρυα ακόμα θα τρέξουν απ’ τα μάτια αυτού του χειμώνα; Μήπως ξέχασε κάποιος τη βρύση του ουρανού ανοιχτή;
της Μαρίας Λιονάκη
Βαρύς σου έχει πέσει ο χειμώνας. Σαν άντρας που στέκει στο ύψος το δικό του, του φύλου του, του φίλου του, που δείχνει την αυστηρότητα που του πρέπει και δε σκάει χαμόγελο με τίποτα. Όσα σκέρτσα και νάζια κι αν του κάνει η γυναίκα. Όσα ανέκδοτα κι αν του πεις. Βαρύς κι ασήκωτος αυτός. Μη στάξει χαμόγελο και θεωρηθεί υποχώρηση, ότι είναι του χεριού μας, ότι μαλάκωσε λιγάκι , ότι έβαλε ζάχαρη στον σκέτο τον καφέ του. Ο άντρας ο σωστός, ο χειμώνας ο κανονικός είναι σοβαρός και λιγομίλητος. Πάππου προς πάππου, από αρχαιοτάτων χρόνων. Εκ φύσεως, εκ πεποιθήσεως, ανυπερθέτως, (από) ανέκαθεν. Τι χειμώνας βαρύς, έλα απόψε νωρίς…
Αγκομαχάς να τον πας απέναντι αυτόν το χειμώνα. Ούτε ο Άτλας που κρατούσε τον κόσμο στην πλάτη να ήσουν. Σκέβρωσε η πλάτη σου, τρίζουν τα κόκκαλα απ’ την υγρασία, πόνεσε η μέση, λουμπάγκο έπαθες. Δεν μετακινιέται εύκολα ο άτιμος. Θα παράφαε…
Δεν μπορεί να καταπιεί τη μπουκιά του, να τραβήξει τη σταχτιά κουρτίνα στο καθιστικό του, να διώξει τα σύννεφα να γίνει αγέρι, να αλλάξει διακόσμηση στο σαλόνι του ουρανού. Να βάλει παλ, χαρούμενες αποχρώσεις στα υφάσματα, να ξαστερώσει, να έρθει άσπρη μέρα και για μας. Ηλιόλουστη. Μπέρδεψε η αλυσίδα στο ποδηλάτο του χρόνου, ο ξύλινος τροχός πέταξε ρόζο από την υγρασία, διεστάλη, φράκαρε η πόρτα κι ο χειμώνας δεν μπορεί να βγει.
Νερό, πολύ νερό. Απορείς πού βρίσκεται τόσο. Πόσα δάκρυα ακόμα θα τρέξουν απ’ τα μάτια αυτού του χειμώνα; Μήπως ξέχασε κάποιος τη βρύση του ουρανού ανοιχτή; Η δεξαμενή του ουρανού δεν άδειασε ακόμη; Οι πηγές του δε στέρεψαν; Πόσες επενδύσεις έχει κάνει πια; Η αποταμίευσή του δε σπαταλήθηκε; Τα ποτάμια, οι θάλασσες του δε στέγνωσαν ακόμη, δε σώθηκαν; Πόσες σταγόνες έχει ακόμα πίσω, στο κελάρι του, στα βαρέλια του; Βεντέμα έχει; Οι καταρράχτες του ουρανού για πόσο ακόμα θα αποτελούν τουριστική ατραξιόν; Η γη δεν έχει πια που να το φυλάξει τόσο νερό. Γέμισε κανάτια, παγούρια, ασκιά που έχει φέρει απ’ το χωριό, στέρνες και φράγματα. Θα βγει κυβερνητικός εκπρόσωπος να μας ενημερώσει; Τι γίνεται εκεί πάνω; Ακούει κανείς;
Ακούς ειδήσεις. Πρόσκαιρη ηλιοφάνεια μη χαίρεστε. Δεν είναι αλκυονίδες μέρες μην ξεθαρρεύεται. Μην πολυβγαίνετε, μην τερματίζετε το συναγερμό, την επιφυλακή. Μη σκάτε χαμόγελο στο πρόσωπο το βαρύ. Μην προγραμματίζετε βόλτες στη φύση, εκδρομές. Μην αγκαλιάζεστε, μη χαιρετιέστε, μη φιλιέστε. Υπάρχουν ιώσεις, γρίπη. Το σαββατοκύριακο αναμένεται νέα επιδείνωση της κακοκαιρίας. Με κρύο, βροχές, καταιγίδες, ίσως και χιόνια. Θα το σκεφτεί. Άλλα ρίχτερ, νέα δυνατά ντεσιμπέλ. Το έπος του χειμώνα θα συνεχιστεί. Δεν είπε αυτός την τελευταία κουβέντα. Τελεία στην πρότασή του θα βάλει, όταν θέλει, αν θέλει. Λήξη στον αγώνα θα σφυρίξει, όταν αποφασίσει. Θα πάει σε πέναλτι, ο αγώνας έχει καθυστερήσεις.
Σηκώνεις το κεφάλι και κοιτάς τον ουρανό. Του μιλάς με οικειότητα. Το ρούχο το σκούρο δε θα το βγάλεις φέτος ; Το παλτό δε θα το κρεμάσεις; Εκπομπή δε θα αλλάξεις; Τον ήλιο πού τον έκρυψες πουλάκι μου; Τι του είπες και προσβλήθηκε και δεν εμφανίζεται; Τον μάλωσες; Τον απέβαλες; Παρεξηγημένος είναι; Του κάναμε κάτι; Δεν του φερθήκαμε κατά πως έπρεπε; Δεν ήμασταν φιλόξενοι; Έχουμε κι εμείς πάθη, πείσματα, δεν είμαστε όμως τόσο αδιάλλακτοι, αμετάπειστοι, σκληροί…
Μέρες τώρα, μήνες που μοιάζουν χρόνια το ίδιο σκηνικό. Την ίδια τέχνη ξέρει ο καιρός, το ίδιο εργόχειρο. Από το πρωί ως το βράδυ πλέκει και ράβει τη βροχή. Φτιάχνει απ’ τις σταγόνες νήματα, τα ξένει, τα τυλίγει στη ρόκα, περνάει τις κλωστές στον αργαλειό κι αρχίζει να κλώθει τη βροχή. Σφιχταγκαλιασμένες κατεβαίνουν οι σταγόνες από τον ουρανό. Παιδιά έκπτωτα του ίδιου πατέρα. Ξενιτεμένοι που αφήνουν την ίδια γη. Να ριζώσουν σε άλλη πατρίδα…
Κι όμως με τόση βροχή ακόμα δεν πλύθηκαν, ξεπλύθηκαν τα άσχημα αυτού του κόσμου, αυτής της ζωής… Τα εντός κι εκτός προγράμματος. Τα πιο παλιά, τα πιο πρόσφατα. Ζωές που χάθηκαν σε μια στιγμή, που παρασύρθηκαν από άδικο, ατακτοποίητο χείμαρρο. Ζωές που έμειναν πίσω να προσπαθούν να πιαστούν από ένα κλαδί. Όσα βρίσκουν τους ανθρώπους να κρατάνε ομπρέλα, μα κι όσα σε βρίσκουν ολότελα γυμνό. Να κοιτάς με παράπονο, πικρία τον ουρανό της ζωής. Καρτερώντας ουράνια τόξα, ηλιαχτίδες, ξαστεριές. Πόση βροχή ακόμα Θεέ μου, πόσα δάκρυα έχουν μαζέψει ακόμα τα σύννεφα αυτής της ζωής, πόσοι καημοί κι αναστεναγμοί, πόσες σιωπές κι απουσίες, πόσες συγκρούσεις …ως να ξαστερώσει; Πού είναι ο ήλιος αυτής της ζωής;
"Και στης ζωής τους πιο βαρείς χειμώνες, Αλκυονίδες μέρες καρτερούν..." Γ. Δροσίνης