Της Μαρίας Λιονάκη
Ο Ιούνιος έχει μόλις μπει… Ο καιρός, αφού χόρεψε για λίγο το τανγκό του με βήματα μια μπρος μια πίσω, κινείται τώρα πιο νωχελικά, χαριτωμένα, με ανάλαφρες κινήσεις, πιο αναμενόμενες για την εποχή, σε καλοκαιρινούς, ζεστούς, χορευτικούς στροβιλισμούς, κυματισμούς… Η ζωή απ’ την άλλη τραβάει την ανηφόρα. Όπως πάντα. Χωρίς όμως σημαίες, πολιτικές και ταμπούρλα. Πιο σεμνά. Με κομπιουτεράκι. Τόσα πήρα αυτό το μήνα, τόσα δίνω… Στο σούπερ μάρκετ, στα φάρμακα, στο νερό, στη ΔΕΗ, στο τηλέφωνο, στις ξένες γλώσσες των παιδιών… Ένα λαός ξεφτέρι στα μαθηματικά, στις προσθέσεις και στις αφαιρέσεις. Με ένα αθόρυβο κουμάντο, σιωπηλό κι ένα αξιοπρεπές βλέμμα… Με πολλά όνειρα, πολύ προσπάθεια και λίγες απαιτήσεις. Κυνηγώντας πια τα μικρά που έχουν αξία, που κάνουν μεγάλες τις στιγμές…
Ο Ιούνιος έχει μόλις μπει… Κι εμείς οι διαβάτες του χειμώνα κάθε μορφής, νιώθουμε έτοιμοι να πάρουμε μια βαθιά ανάσα. Θαλασσινή. Νιώθουμε ότι και αξίζουμε και δικαιούμαστε να ζήσουμε το όμορφο καλοκαιράκι που εμφανίστηκε για άλλη μια φορά στην πόρτα μας , που έχει ανατείλει… Εμείς που γεννηθήκαμε κι ανατραφήκαμε δίπλα στη θάλασσα, που μάθαμε να αναζητάμε στη χαρά, στη στενοχώρια, στις μοναχικές μας στιγμές το απέραντο γαλάζιο και τη θαλασσινή αύρα της… Εμείς που είδαμε, ζήσαμε το προηγούμενο διάστημα τις αντάρες και τα ξεσπάσματα, τα θυμωμένα, τα χειμωνιάτικά της που ταίριαζαν τόσο με τα δικά μας…. Εμείς, λαχταράμε τώρα να χαθούμε μέσα στα νερά της, να αφεθούμε, να ξεκουραστούμε στη γαλάζια αγκαλιά της, να ξεχάσουμε πόνο, άγχος, αγωνία, προβλήματα, να ξεπλύνουμε κάθε άσχημη εικόνα, σκέψη, εμπειρία στα ιαματικά νερά της. Με δυο απλά πράγματα μαζί μας, την όμορφη προίκα του καλοκαιριού, με δυο καρεκλάκια και μια ομπρέλα , με άσπρες αυλακιές στο ύφασμα, ξεβαμμένα όλα, ποτισμένα αλμύρα, με τα βατραχοπέδιλα τα τεράστια και μια μάσκα οθόνη θαλάσσιας ζωής…
Ξεροί καημοί και νερό θαλασσινό. Ανάμεσα στα όνειρα σπαράζει η ζωή μας, ανάμεσα στα όστρακα παφλάζει η καρδιά μας, τραγουδά ο Γιώργος Ανδρέου. Θέλω θάλασσα κι ανοίγει ο ουρανός….
Θάλασσα. Υγρή, εύπλαστη, ρευστή. Λίγο κρύα ή λίγο ζεστή . Δεν έχει όρια. Απέραντη, αμέτρητη, ατέρμονη, αχανής και ανεξάντλητη. Παίρνει το βάθος που θέλει και προσαρμόζει το χρώμα της σ' αυτό. Μπλε, γαλάζια, πρασινογάλαζη. Παίρνει το δρόμο να συναντήσει τον ουρανό, ζηλεύει το χρώμα του και το δανείζεται. Βάφεται με αποχρώσεις φούξια και πορτοκαλί την ώρα του δειλινού.
Ανασφαλής στο χαρακτήρα της, ευμετάβολη, κυκλοθυμική, άγεται και φέρεται. Τα βουνά και οι βράχοι την κατηγορούν, την ειρωνεύονται για έλλειψη σταθερότητας, ευαισθησία, αδυναμία και υποχωρητικότητα. Ο καιρός δυνάστης, διαφεντευτής την επηρεάζει, την καθορίζει, την εξουσιάζει, της αλλάζει ψυχολογία και χαρακτήρα. Άλλοτε χαρούμενη, ήρεμη, ισορροπημένη και φιλόξενη, βολεύεται στη δική της ακινησία, βρίσκει το δικό της ραχάτι κάτω απ' τις αχτίδες του αγαπημένου ήλιου που τη ζεσταίνει, την χαϊδεύει, την ηρεμεί. Άλλες φορές πάλι τη δέρνει ο αέρας, τη σπρώχνει, την ταράζει, την ενοχλεί και τη ξεβολεύει, την ανεβάζει στον ουρανό και τη ρίχνει, εγωιστής, ανελέητος ή παθιασμένος εραστής. Τότε είναι θυμωμένη, εσωστρεφής και απειλητική.
Στα δικά της βοσκοτόπια άσπρα προβατάκια τα κύματα, άλογα λευκά που τρέχουν στον ιππόδρομό της. Τα βράχια σαν αγκάθια την πονούν και την πληγώνουν, αλλά είναι και η παρέα της, η σιγουριά της. Δίπλα της, στις απολήξεις της, οι φάροι φωτίζουν λιμάνια, αραξοβόλια ναυτικών και απλών ανθρώπων, ξόμπλια στην άκρη του κεντήματός της. Το αναβόσβημά τους μετράει τις ανάσες της και φωτίζει τις νύχτες της μοναξιάς της.
Η θάλασσα δροσίζει τις ακτές τις δαντελωτές αυτής της χώρας, πάει κι έρχεται ακούραστη, ατέλειωτες στιγμές, ατέλειωτα δρομολόγια μέσα στη ζωή και στο χρόνο. Είναι χώρος δουλειάς, πηγή βιοπορισμού ναυτικών, που μετρούν στα νερά και στα κύματά της τις δυσκολίες της ζωής τους. Είναι ο πόθος και η λαχτάρα μικρών και μεγάλων, όνειρο στο χειμώνα της ζωής και της μέρας μας, απόλαυση και ευτυχία. Είναι ακόμα ανάμνηση περιπάτων σε πλακόστρωτα καλντερίμια στα νησιά μας το καλοκαίρι, εκδρομών, θαλάσσιων σπορ.
Στο απέραντο γαλάζιο ξεκουράζονται τα μάτια και η ψυχή μας, ηρεμούν οι απελέκητοι χαρακτήρες, λειαίνουν οι αιχμηρές συμπεριφορές. Απρόσεκτη η θάλασσα χαλάει τους πύργους, τους αμμόλοφους που χτίζουν τα μικρά παιδιά. Χιλιοτραγουδισμένη, σκορπά ήχους από τη μουσική του Σταμάτη Σπανουδάκη και το τραγούδι του Γιάννη Πάριου, στα γνωστά νησιώτικά του. « Ντάρι ντάρι στο γιαλό πετούν οι γλάροι…»
Πηγή ζωής, έμπνευση και δημιουργίας για λογοτέχνες και μη, πηγή χαράς και νοσταλγίας σε ταξιδεύει εκεί που σε πάνε οι θάλασσες του νου και της ψυχής σου. Γλάροι και θαλασσοπούλια ταξιδεύουν στους ορίζοντές της, βουτούν, βυθίζονται και ξανασηκώνονται, συναγωνιζόμενοι στην κίνηση εφηβικά δελφίνια που αλωνίζουν στις παιδικές χαρές της. Συνδέεται με το άγνωστο και την περιπέτεια το άκαρπο πέλαγος του Ομήρου. Ο πορτογάλος ποιητής Λουίς Καμοϊς έλεγε για το ακρωτήριο Κάμπο ντα Ρόκα, το δυτικότερο άκρο της Ευρώπης: "Εδώ τελειώνει η στεριά κι αρχίζει η θάλασσα" υπονοώντας το άγνωστο της μοίρας, της τύχης, της ζωής μας.
Επιθυμία , υποχρέωση κι ευχή όλων μας να έχει η τόσο πολύτιμη θάλασσά μας την προσοχή και την φροντίδα όλων μας, να είναι πάντα καθαρή κι αμόλυντη από σκουπίδια, συμφέροντα, αμέλεια, απερισκεψίες, να είναι πάντα πηγή ζωής γι' αυτό τον πλανήτη.
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας στο έργο του « Τα λόγια της πλώρης» λέει για τη θάλασσα:
«Ναι· την αγαπούσα τη θάλασσα! Την έβλεπα ν' απλώνεται απ' τ' ακρωτήρι ως πέρα, πέρα μακριά, να χάνεται στα ουρανοθέμελα σαν ζαφειρένια πλάκα στρωτή, βουβή και πάσχιζα να μάθω το μυστικό της. Την έβλεπα, οργισμένη άλλοτε, να δέρνει με αφρούς τ' ακρογιάλι, να καβαλικεύει τα χάλαρα, να σκαλώνει στις σπηλιές, να βροντά και να ηχάει, λες και ζητούσε να φτάσει στην καρδιά της Γης για να σβήσει τις φωτιές της. Κι έτρεχα μεθυσμένος να παίξω μαζί της, να τη θυμώσω, να την αναγκάσω να με κυνηγήσει, να νιώσω τον αφρό της απάνω μου, όπως πειράζουμε αλυσοδεμένα τ' αγρίμια.»
Συγκάτοικος και συγγενής της θάλασσας είναι η άμμος. Με τις αμέτρητες κουκίδες, τις αγέννητες ψηφίδες. Με το μπεζ χρώμα που ποικίλλει, που όταν έχει κέφια βάφεται σε ροζ. Η άμμος μαθημένη, δέχεται όλες τις διαθέσεις της θάλασσας , τα καπρίτσια της, αλλά και τα απαλά χάδια, τα αγκαλιάσματά της. Παιδικά χεράκια στην ακτή την πλάθουν σαν πλαστελίνη και φτιάχνουν πύργους και κάστρα που θα κουρσέψουν πειρατές. Οι μεγάλοι τη σκάβουν με μανία να καρφώσουν την ομπρέλα τους στο απόγειο της ζέστης. Οι ερωτευμένοι γράφουν πάνω της καρδιές το δείλι, δίνοντας περίγραμμα στον έρωτα, το μικρό θεό με τη μεγάλη δύναμη. Βήματα, ανάλογα με την ηλικία, ελαφριά ή βαριά, άφοβα ή προσεκτικά τη σημαδεύουν. Πατούσες μικρών, εφήβων, μεγάλων περπατούν πάνω της λαχταρώντας τη θάλασσα για να απαλλαγούν από την κάψα της ημέρας, την κάψα της ζωής.
Παιδικές παντοφλίτσες αφημένες στην άμμο. Ροζ με φούξια λουλουδάκια. Στα πέλματα φτιαγμένες λακουβίτσες. Από παιδικά ποδαράκια, από βήματα ξέγνοιαστα , καλοκαιριού… ενός καλοκαιριού που μόλις ξημέρωσε!