ΑΠΟΨΕΙΣ
Θεατής στου χρόνου το αίνιγμα
...η αγράμματη αλλά σοφή γιαγιά, με αποστόμωσε με τη γεμάτη νόημα μεταφυσική της απάντηση: «Ο άνθρωπος παιδί μου μπορεί να ανακάλυψε το ρολόι, αλλά ο Θεός εφηύρε το χρόνο»…
Του ΚΩΣΤΗ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗ
Έχοντας οριστικά μπατάρει τον κάβο των πενήντα, τώρα πια, έτσι μόνο μπορώ να φανταστώ το μεγάλο φυγόδικο της αιωνιότητας: Σαν έναν άπατο και θρυμματισμένο καθρέφτη· σαν μιαν ηχώ, ή σαν το γρήγορο πέρασμα ενός ίσκιου που χάνεται και σβήνει. Μιλώ για το χρόνο, αυτό το ανεξήγητο μυστήριο, το αρχέτυπο, και πρότυπο της αιωνιότητας. Το πιο ζωτικό ίσως, και το πιο κεφαλαιώδες πρόβλημα της μεταφυσικής.
Είναι αναπόφευκτο και φυσικό, να γίνονται τούτες οι σκέψεις, σε στιγμές και ώρες που οι άνθρωποι έχουν ορίσει, φευ, για να κάνουν μετρήσιμη αυτή την κινούμενη δωρεά της ακίνητης αιωνιότητας, όπως αλλιώς έχει αποκληθεί ο χρόνος, στις αμέτρητες απόπειρες εξιχνίασης του μυστηρίου του, ανά τους αιώνες. «Αυτός ο γρήγορος ίσκιος των πουλιών» που υπαινίχτηκε σε κάποια αποστροφή της μεταφυσικής μέθης του ο Ελύτης, εξακολουθεί και θα εξακολουθεί ώσπου να υπάρχει η αιωνιότητα να κρύβεται επιμελώς από τον πεπερασμένο ανθρώπινο νου.
Και είναι περισσότερο αναπόφευκτο, σε τούτες τις ενιαύσιες ασκήσεις μεταφυσικής, το μυαλό να επιστρέφει στα νοσταλγικά παιδικά χρόνια και τη ζωή στο χωριό, τότε που η παιδική αθωότητα τα ‘βλεπε όλα ιδανικά και παραμυθένια. Θυμάμαι τη γιαγιά, που αν και αγράμματη απήγγειλε από στήθους τον Ερωτόκριτο και το μισό συναξάρι, δεν χρησιμοποιούσε ποτέ στις κουβέντες της τη λέξη «χρόνος», με την έννοια που του δίνουμε σήμερα στην τρέχουσα καθημερινότητά μας. Σ’ εκείνο τον εδεμικό παράδεισο που ζούσαν αυτοί οι παλιοί άνθρωποι της Κρήτης, και που δεν είχαν ανάγκη τα ρολόγια γιατί ήταν συμφιλιωμένοι με τους καιρούς, και δεν τους κυνηγούσε ο χρόνος, πολλά απογεύματα την έβλεπα να βάζει οριζόντια προμετωπίδα την παλάμη της στο μέτωπο, και κοιτάζοντας στον ορίζοντα κατά τα σαρακωτά βουνά της δύσης που μοιάζανε σα να ξεπηδούν από βυζαντινή αγιογραφία, να μου λέει προσδιορίζοντας την ώρα, ότι «ο ήλιος θέλει ακόμη δύο κονταρόξυλα να βασιλέψει»! (να δύσει). Αυτή η απλή και συναρπαστική βουκολική εικόνα μέτρησης του χρόνου από τη γιαγιά, ήταν ίσως και η πιο φυσική και κοντινή στην πραγματικότητα εικόνα ερμηνείας του χρόνου: Το «κονταρόξυλο», ένα κοινό και συχνό εργαλείο αγροτικών δουλειών, για το μάζεμα των ελιών, των χαρουπιών και των αμυγδάλων, φανταστικά κατακόρυφο πάνω από τις δυτικές βουνοκορφές του ορίζοντα, έδινε μια σαφή εικόνα και ερμηνεία της αρματοδρομίας του ήλιου αλλά και του μέτρου κίνησης της αιωνιότητας. Το «ρολόι» της γιαγιάς, το πιο κοντινό ίσως στον κόσμο του Ησίοδου, και το μέτρημα του χρόνου του, δε διέφερε σχεδόν καθόλου από τον ορισμό του Πλάτωνα στον «Τίμαιο» που διατείνονταν ότι «ο χρόνος είναι μια κινούμενη εικόνα της αιωνιότητας»!
Τα ίδια αθώα παιδικά χρόνια, άρτι μυηθείς στην πρωτόλεια πατριδογνωσία, φανταζόμουνα τον καινούργιο χρόνο, κάτι σαν μια υπερφυσική και ολίγο σουρεαλιστική και Μεσιακή οντότητα, που έφτανε από κάπου πολύ μακριά· έτσι απροσδιόριστα και νεφελωδώς, ίσως από το «εξωτερικό». Ίσως από τις Ηράκλειες Στήλες την άκρη του κόσμου, ή τις μυστηριακές Κιμμέριες χώρες του βορά. Έφτανε, λέει, στο κρητικό πέλαγος, έστριβε κατά τον κάβο του Αφορεσμένου συνοδευόμενος από Νηρηίδες, Τρίτωνες, Νύμφες και λοιπές θαλάσσιες θεότητες, περνούσε τα μπουγάζια και τους κάβους της Σπιναλόγκας, και αφού σκάρωνε τ’ άρμενά του, ξεμπάρκαρε με τους υποτακτικούς μούτσους του κάπου στον κόλπο του Μεραμπέλλου. Κι όλη αυτή η εικόνα και μυθιστορηματική του έλευση να διαχέεται από μια ανερμήνευτη αχλή. Ένα μυστήριο και μια μεγαλοπρέπεια, που σε καμιά της λεπτομέρεια δεν προσέγγιζε τις γκλάμουρ εκδοχές υποδοχής του καινούργιου χρόνου που υποδύονται κοιλαράδες και συγκαμένοι Αϊ Βασίλιδες που ξεμπαρκάρουν τις τελευταίες δεκαετίες, ανήμερα την πρωτοχρονιά στην παλιά βαπορόσκαλα του Αγ. Νικολάου, μοιράζοντας κινέζικα δώρα στα παγκοσμιοποιημένα κρητικόπουλα και μη.
Ο νέος χρόνος, έπαιρνε στη φαντασία μου κάτι παραπάνω από μυθολογικές διαστάσεις και Ακριτικές εξάρσεις. Βασιζόμουνα και ευελπιστούσα στις δυνατότητες και τον ηρωισμό του, σαν τον Ηρακλή, που θα συγύριζε λέει, και θα μεταμόρφωνε ιπποτικά, όλες τις παρασπονδίες και τις ζαβολιές του παλιού γέρο σούργελου, που ταπεινωτικά αποχωρούσε με την ουρά στα σκέλια. Τα χρόνια περνούσαν, και οι αθώες παιδικές πλάνες και φαντασιώσεις που δεν διαφέρανε από ένα όμορφο παραμύθι, εξέλειπαν. Αυτές οι παιδικές ερμηνείες, συνδεδεμένες με το μυστήριο του χρόνου, μπορεί να φαντάζουν σήμερα, σα νοσταλγικές μεταφυσικές ασκήσεις, που εξακολουθούν να παραμένουν, ευτυχώς, άλυτες. Ο χρόνος, η διαδοχή, αυτός ο σκοτεινός και μεταφυσικός Μινώταυρος θα εξακολουθεί να καταβροχθίζει την κάθε (μας) κίνηση στο σύμπαν. Ο χρόνος, αυτό το άλυτο μυστήριο που προηγείται και έπεται της αιωνιότητας, θα (μας) ξεφεύγει συνεχώς όπως το νερό μέσα απ’ τα δάχτυλά μας. Ή όπως το «γρήγορο ίσκιο των πουλιών» του Ελύτη, και θα μας υπενθυμίζει το πεπερασμένο και τη φθορά της ύπαρξης. Λένε, πως αν λυνόταν το πρόβλημα του χρόνου, θα λύνονταν όλα. Νομίζω ότι, ευτυχώς, δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος να λυθεί.
Ή με άλλα λόγια, δεν θα πάψουμε ποτέ να διερωτόμαστε, και να λέμε πάντα όπως κι ο Ιερός Αυγουστίνος στην κλασική του ερωταπόκριση στην «Πολιτεία του Θεού»: «Τι είναι ο χρόνος; Όταν κανείς δε με ρωτάει, ξέρω τι είναι. Μόλις όμως με ρωτήσουν, δεν ξέρω πια».
Μετά από τόσους αιώνες που ο ανθρώπινος νους στοχάζεται, ένα είναι βέβαιο: Μαζί με την απορία του Ιερού Αυγουστίνου, εξακολουθούμε να αισθανόμαστε ακόμη κι αυτή τη διαπίστωση του Ηράκλειτου που ένιωσε μπροστά στον ποταμό στην Ιωνία, υπαινισσόμενος το χρόνο, την κίνηση και τη μεταβλητότητα: «Κανένας δεν μπαίνει στο ίδιο ποτάμι δυο φορές». Και ουδείς μπαίνει στο ίδιο ποτάμι δυο φορές, γιατί πρώτον τα νερά του ποταμού κυλούν, αντικαθίστανται διαρκώς από νέα, και γιατί δεύτερον κι εμείς είμαστε σαν το ποτάμι και κυλάμε, αλλάζουμε διαρκώς. Και εδώ ακριβώς έγκειται το μέγα πρόβλημα του χρόνου: Ο χρόνος περνά, είναι φευγαλέος, χωρίς επιστροφή, και είναι το μόνο που τον κάνει να διαφέρει από το χώρο. Στο χώρο μπορείς να επιστρέψεις, στο χρόνο ποτέ. Όπως σχεδόν τον περιγράφει στους εξαίρετους στίχους του ο Μπουαλώ: «ο χρόνος περνάει τη στιγμή που κάτι είναι κιόλας μακριά μου». Το παρόν μου, ή αυτό που ήταν παρόν μου, έχει ήδη γίνει παρελθόν…
Κι όσο περνούσαν τα χρόνια, και φόρεσα το πρώτο μου ρολόι, αστειευόμενος με τη γιαγιά που «πια δεν θα μετρά την ώρα με το κονταρόξυλο», η αγράμματη αλλά σοφή γιαγιά, με αποστόμωσε με τη γεμάτη νόημα μεταφυσική της απάντηση, υποψιασμένη από το μέγα μυστήριο της ζωής και του χρόνου, μέσα από τους δρόμους της Πίστης και της Υποταγής στο Απόλυτο: «Ο άνθρωπος παιδί μου μπορεί να ανακάλυψε το ρολόι, αλλά ο Θεός εφηύρε το χρόνο»…
Και μόνο τα τελευταία χρόνια διαβάζοντας τους υπαινικτικούς στίχους του Χ. Λ. Μπόρχες, μπόρεσα να καταλάβω τη σοφία των παλιών αγράμματων αλλά αληθινών ανθρώπων σαν τη γιαγιά:
«Να κοιτάς το ποτάμι που είναι χρόνος και νερό / και να θυμάσαι πως ο χρόνος είναι πάλι ένα ποτάμι / να ξέρεις πως πλανιόμαστε σαν το ποτάμι / και οι μορφές μας χάνονται σαν το νερό».
Αγαπητοί αναγνώστες, Χρόνια Πολλά και Καλή Χρονιά με Υγεία και Δημιουργικότητα σε όλους Σας!