ΑΠΟΨΕΙΣ
Θαλασσινή ωδή από μια βενετσιάνικη βίγλα
Και ν’ ανοίγεις τα μάτια, και φτου να πετάγεται μπροστά σου το παρόν. Να βλέπεις μπροστά σε τούτη την εναλλασσόμενη οπτασία που σε μπαινοβγαίνει στην Ιστορία, τη σημερινή εικόνα: Το αγέρωχο και ευθυτενή σκαρί του «ΠΡΕΒΕΛΗ» να σκίζει ορθόπλωρο τη μπονάτσα ...
Του ΚΩΣΤΗ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗ (*)
Τα κίτρινα άνθη από τις ξυνίδες και τις λευκές μαντριλίδες, δίνανε τη μυστική υπόσχεση της άνοιξης που θα ‘ρχότανε. Δεύτερη μέρα του Μάρτη, ανήξερος και ανυποψίαστος ακόμη, γι’ αυτό που θα ακολουθούσε στον κόσμο και την Ελλάδα. Το οργιαστικό πράσινο, αφειδώλευτα γέμιζε τα λιγοστά φτενοχώματα μέσα στο ανελέητο πετροκοπιό της φύσης του βορεινού Μεραμπέλλου που αγναντεύει ατάραχο κατά τις μινωικές θάλασσες.
-«Πάμε να συνομιλήσουμε με την Ιστορία, να αφουγκραστούμε τις πέτρες και τα περασμένα», μου πε ο καλός φίλος που ‘θελε να του δείξω αυτό το ατόφιο αναστηλωμένο απομεινάρι της βενετσιάνικης βίγλας. Της σκοπιάς από το δίκτυο των ισχυρών ακτοφρουρών του άλλοτε κραταιού βασιλείου της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αδρία, στην Κρήτη.
Η θάλασσα του κρητικού πελάγους μας συντρόφευε αξεχώριστα σε όλη την οφιοειδή διαδρομή ανάβασής μας, που αγναντεύεις ολάκερη με την απεραντοσύνη της. Ανεμπόδιστη η ματιά σου χανόταν στις μακρινές γραμμές των οριζόντων, εκεί που νερά και ουρανός ενώνονταν. Το τοπίο λιτό και απείθαρχο. Καθαρό και διάφανο και το περίγραμμα του στεριανού ορίζοντα, σα να γράφε με τις λοφοσειρές του, μεταφυσικές γραμμές στον ουρανό. Πέτρα να ξεχειλίζει παντού. «Πανεμίδια» ξεμοναχιασμένα στις έρημες πλαγιές, ημικυκλικές ξεροληθιές, που ‘χανε ακόμη γυρισμένη την πλάτη τους στους παγερούς χειμωνιάτικους αέρηδες του κρητικού πελάγους, λες και καρτερούσανε να προστατέψουνε ακόμη κάποιο βοσκό που δεν τον αρκούσε το τρίχινο ρασίδι του. Τράφοι της μαύρης σιδερόπετρας οριοθετούσανε τη φτενόσαρκη και άγονη γη, σχηματίζοντας μια ακαταλαβίστικη συλλαβική γραφή στο δωρικό τοπίο, που αν την κοίταζες από ψηλά, ήσουν σίγουρος πως σε τούτο τον τόπο, τα πάντα είναι συνέχεια των μινωικών μύθων. Όλα εδώ ήτανε συμφιλιωμένα με τα αινίγματα της Ιστορίας, κάτι όπως τα σύμβολα στο δίσκο της Φαιστού.
Ήτανε εκείνη η μέρα στα ξεψυχίσματα του χειμώνα. Με ένα καταγάλανο και ανέφελο ουρανό, μ’ αυτό το μοναδικό μπλε που μόνο σε τούτες τις απίθανες θάλασσες του ελληνικού νότου μπορείς να βρεις. Ένας ζεστός χειμωνιάτικος ήλιος φλόγιζε τα χωράφια, που ορθοζύγιαστες ξερολιθιές αναβαστούσανε τις λιγόχωμες πεζούλες τους. Οι ελιές σκουροπράσινες κι εκείνες, από το πανηγύρι της χλωροφύλλης στις φλέβες τους, πεσκέσι από τις ζείδωρες νεροποντές του περασμένου χειμώνα. Τα δέντρα λικνίζονταν ίσα ίσα από ένα ανάλαφρο αγερινό χάδι που ανηφόριζε από την κοντινή θάλασσα στα χαμηλά.
Έρημα κι αφημένα σχεδόν όλα τα χωριά που προσπεράσαμε για να κατηφορίσουμε προς του «Γιαλού το κεφάλι». Εκεί, στην ανεδιάδα του κρητικού πελάγους, με τους ατέλειωτους ανοιχτούς ορίζοντες. Εκεί που μας περίμενε ατόφια κι αγέραστη λες από τους αιώνες, η βενετσιάνικη βίγλα, εκεί που ξανοιγότανε μπροστά μας ένα ολάκερο βιβλίο της Ιστορίας. «Εν δε τη θαλάσση εγγύς του αιγιαλού πύργος οράται, εις ον πάλαι οι περίοικοι τη νύχτα παραγενόμενοι διεβίβαζον, την των πειρατών επιβουλήν φυλαττόμενοι» έγραφε στις σημειώσεις του επικαλούμενος αρχαίους περιηγητές, για τους πύργους ακτοφρουρών στο Αιγαίο ο ιταλός καλόγερος και γεωγράφος Ch. Bouondelmonti.
Τύχη βουνό, απίθανη σύμπτωση; Μια θάλασσα γαληνεμένη, ακύμαντη κι εξημερωμένη που μόνο τα ρυτιδώματα ενός ελαφρού μαΐστρου χαλούσαν τη γυάλινη όψη της, και της δίνανε απλόχερες διαβαθμίσεις αυτού του μοναδικού μπλε του ελληνικού αρχιπελάγους. Και λίγο λίγο, άκουγες σαν ένα απαλό επαναλαμβανόμενο και υπερκόσμιο νανούρισμα, τον υπόκωφο ρόχθο μιας ήμερης φουσκοθαλασσιάς που ξεψυχούσε χαμηλά στις θαλασσοσπηλιές, και στα σκουριασμένα χαράκια της ακτής.
Τούτη την εδεμική και ερημική σιωπή, το πλοίο «ΠΡΕΒΕΛΗΣ» της ΑΝΕΚ της άγονης γραμμής διατάραζε ακόμα ευχάριστα. Εκείνο που πλωροκόπιαζε γαλήνιο και καμαρωτό από τις ανατολικές θάλασσες και με άκαπνα τα φουγάρά του, σχεδόν γιαλό – γιαλό, ναυλοχούσε προς το Μεγάλο Κάστρο. Κι άφηνε πίσω του ένα πελώριο ανοιχτό ψαλίδι, τη μάταιη θνησιγενή τριγωνική σφήνα από τα απόνερά του, διαλύοντας τη γαλήνια αταραξία του αρμυρού νερού. Η ρέμπελη βουή των μηχανών του, περιοδική κι ανάλαφρη, έφτανε ίσαμε ψηλά στην ανεδιάδα της βίγλας. Ανάκατη με το βρούχο της φουσκοθαλασσιάς που ξεσπούσε χαμηλά στις κυματοτράνταχτες ξέρες. Το ήρεμο ζουζούνισμα από τις μέλισσες που ραντολογούσαν τη γύρη στα πρώιμα άνθη και τα σπουργιτοτιτιβίσματα συμπλήρωναν την πανδαισία ενός μοναδικού πανηγυριού από ηδίγευστες αισθήσεις. Στα βάθη του πελαγίσιου ορίζοντα, ο γκριζόμαυρος «Γέρακας», το ξερονήσι σαν ένα πετρωμένο γιγάντιο καράβι, οριοθετούσε τα πιο μακρινά βορεινά σταλίκια του κρητικού πελάγους ίσαμε εκεί που ξεφυσούνε οι θηραϊκές θάλασσες κατά το νότο.
Δίπλα μας η βίγλα αιώνες τώρα, εξακολουθούσε να επιτηρεί τα πέλαγα. Αδιάφορη για την παρουσία μας, δεν έλεγε να ξεχάσει τα παλιά. Να ‘χανε στόμα και μιλιά τούτα τα αγκωνάρια θα γέμιζαν βιβλία. Ατάραχη κι ετοιμοπόλεμη ατενίζει κατάφατσα το απέραντο μπλε. Οι πέτρες της ξέρουνε ιστορίες που τις ματάπανε λίγοι. Τι κι αν την τριγυρνάς και την εκλιπαρείς με τα μάτια σου. Τι κι αν χαϊδεύεις τα αγκωνάριά της; Μένει βουβή κι αδιάφορη η πολυκάτεχη. Λέξη δε λέει από τα μυστικά της. Μπορεί και να την ξενίζει τούτος ο κόσμος, αυτές οι καινούργιες θάλασσες, οι καινούργιοι άνθρωποι. Μονάχα μιαν άλλη, παλιά βενέτικη θάλασσα ήτανε η δική της. Πάνε αυτά. Η βίγλα θυμάται μόνο τις μέρες και τις νύχτες των μεγάλων στιγμών. Όταν έδινε σινιάλο με τις συνθηματικές φωτιές, τις φρυκτωρίες, στις άλλες βίγλες, για να μεταφέρουνε τα μαντάτα στην καστελανία του Μεραμπέλλου. Τότε που στις βενετσιάνικες θάλασσες συχναρμένιζαν τούρκικες αρμάδες, μπαρμαρέζικα γαλιόνια και μπρικαντίνια, ή μαλτέζικες πειρατικές γαλέρες κι αλγερινές φελούκες για να διαγουμίσουνε τα κρητικά χώματα.
Η φαντασία δε θέλει πολύ να φτερουγίσει. Σε τούτο τον ατείχιστο κι απέραντο ορίζοντα που ξεχειλίζει από υγρό στοιχείο, αφέντη της θέας των θαλασσινών δρόμων προς το Λεβάντε από γενέσεως κόσμου, για να πυροδοτήσεις το νου σου, πρέπει να κλείσεις τα μάτια. Κι όταν κλείσεις τα μάτια, πας όπου θες. Ο κόσμος γίνεται τόσο δα μικρός, που χωρά ολάκερος στη χούφτα σου. Το παρελθόν και το παρόν γίνονται ένα. Φυλλομετρώ την Ιστορία, βλέπω εικόνες, αφουγκράζομαι ήχους, μυρίζομαι οσμές. Ριπές ανέμων και κοσμοχαλασιά να ραπίζουν τη βενετική σκοπιά, κι η αφρόσκονη από τα κύματα της τραμουντάνας που χυμούνε στις ακτές στα χαμηλά, να μαστιγώνει ανελέητα τους ελλειπτικούς τοίχους της. Το τζάκι μέσα να καίει κούτσουρα από ελιές και χαρουπιές, και οι δυο Μεραμπελλιώτες βαρδιάνοι που κάνουνε την αγγαρεία τους, να ροζονάρουνε στη βάρδια τους για το βενετσιάνο δυνάστη και τις καινούργιες απειλές λέει του μισοφέγγαρου, κατεβάζοντας γουλιές γουλιές τη ζεστή φασκομηλιά για να ζεσταθεί το κοκαλάκι τους. Να λένε θαλασσινές ιστορίες. Κούρσα και ρεσάλτα στα κρητικά νερά που φρουρούσανε από τις δυο μικροσκοπικές θυρίδες στο πιο αψηλό μπαλκόνι, σε τούτο το πραγματικό κεφάλι του γιαλού.
Και ν’ ανοίγεις τα μάτια, και φτου να πετάγεται μπροστά σου το παρόν. Να βλέπεις μπροστά σε τούτη την εναλλασσόμενη οπτασία που σε μπαινοβγαίνει στην Ιστορία, τη σημερινή εικόνα: Το αγέρωχο και ευθυτενή σκαρί του «ΠΡΕΒΕΛΗ» της ΑΝΕΚ να σκίζει ορθόπλωρο τη μπονάτσα και να γράφει μια νέα θαλασσινή ωδή. Τούτο το καράβι σήμερα, όπως κι οι βενετσιάνικες ή οι πειρατικές γαλέρες κάποτε, κουβαλά πάνω του το μυστήριο της κάθε αναχώρησης και του κάθε ερχομού. Από τη θορυβώδη τούτη σιωπή της μεραμπελλιώτικης εξοχής στα ψηλά, μπορείς να αγναντεύεις τα χθεσινά θαλασσινά ταξίδια και να ταξιδεύεις και εσύ με τη φαντασία. Από τις Ομηρικές, από τις Μινωικές από τις βενετσιάνικες, από τις νεοελληνικές θάλασσες. Οι ξέρες, οι αμμουδιές, κι οι θαλασσινές σπηλιές, γνέφουν στο κινούμενο μυστήριο της καρίνας που παραπλέει τα κρητικά χώματα. Και τούτα, το ‘χουν συνήθειο αιώνες τώρα, να χαιρετιούνται με τις αρχαίες θάλασσες, γιατί είναι η απόλυτη απόσταση, το μέγα μάκρος, το απελευθερωμένο από το βάρος του σημερινού.
Γιατί δεν μπορείς να ξεφύγεις από τούτες τις εικόνες χωρίς να μη σε καταπιεί ο χρόνος και το παραλήρημα των θαλασσινών και στεριανών πραγμάτων. Χωρίς να τυλιχτείς στο όνειρο των νερών και των λιθαριών που σου μιλούνε. Χωρίς να απολογηθείς στο κάλεσμά τους. Κι όταν το πλοίο χάνεται πίσω από την πλαγιά που προεξέχει των νερών και της στεριάς, νοιώθεις ότι η Ιστορία των κρητικών θαλασσών και της κρητικής στεριάς, τελειώνει σαν ένα χειρόγραφο που ‘μεινε στη μέση!
Πλησιάζεις ξανά κι ακουμπάς τις πέτρες τούτης της βίγλας της βενετσιάνικης ακτοφρουράς. Ξυπνάς στην ίδια την τοτινή ζωή που μεγαλούργησε και ιερούργησε στην ειρήνη και τον πόλεμο. Αφήνεις το χέρι σου από τι πέτρες και ξαναβλέπεις τον ΠΡΕΒΕΛΗ της ΑΝΕΚ να χάνεται πια τελείως πίσω από την πλαγιά, πλωροκοπιάζοντας κατά το Μεγάλο Κάστρο. Τελικά «ο καλύτερος τρόπος για να ταξιδεύει κανείς είναι να αισθάνεται» έγραψε ο παγκόσμιος πορτογάλος ποιητής F. Pessoa. Πόσο μάλλον αν ανατράφηκε περισσότερο με τη φαντασία που πυροδοτεί η Ιστορία και ταξίδευε κρατώντας την από το χέρι!
(*) Απαγορεύεται ρητά η οποιαδήποτε χρήση, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, φόρτωση (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά του παρόντος κειμένου, των φωτογραφιών και του βίντεο που το συνοδεύουν, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα του.